Ο Δημήτρης Πετρόπουλος, κοσμήτορας της Σχολής Γεωπονίας και Τροφίμων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, ήταν μεταξύ των εισηγητών και συντονιστής στην παρουσίαση του βιβλίου του Νίκου και του Σωτήρη Αποστολόπουλου, «Ευρωπαϊκές πολιτικές αειφορίας στην ύπαιθρο», που πραγματοποιήθηκε στην Καλαμάτα στις 3 Ιανουαρίου. Η εισήγησή του έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς τονίζει τον κίνδυνο να περάσει η ύπαιθρος στην κατοχή εταιρειών και να σταματήσει πλέον η παραγωγή να καθορίζεται από τη ζήτηση αλλά τη ζήτηση να την καθορίζουν οι εταιρίες που θα παράγουν προϊόντα, όχι πια αγροτικά αλλά βιομηχανικά, ανάλογα με τα ποσοστά κέρδους που θα στοχεύουν.
Οι υπόλοιποι εισηγητές στην βιβλιοπαρουσίαση ήταν ο Παντελής Σκλιάς. καθηγητής, πρύτανης στο Πανεπιστήμιο Νεάπολις Πάφος, ο Μίλτος Χρυσομάλλης, βουλευτής, ο Παύλος Γερουλάνος, δουλευτής και ο Παναγιώτης Λιαργκόβας, πρόεδρος του ΚΠΕ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.
Η εισήγηση του Δημήτρη Πετρόπουλου έχει ως εξής:
«Είμαστε εδώ σήμερα ο κάθε ένας από εμάς για τρεις διαφορετικούς λόγους: Κάποιοι λόγω της αγάπης και της εκτίμησης στον Νίκο και στο Σωτήρη, κάποιοι λόγω της αγάπης και της εκτίμησης στο κο Τάσο και στην κα Στέλλα (σ.σ. οι γονείς των συγγραφέων του βιβλίου) και κάποιοι για την αγάπη και το ενδιαφέρον τους για την ύπαιθρο και τον αγροτικό τομέα. Εγώ είμαι εδώ και για τους 3 λόγους.
Ύπαιθρος χωρίς αγροτικό τομέα και αγροτική παραγωγή δεν υπάρχει. Η ύπαιθρος και ο αγροτικός τομέας είναι κάτι παραπάνω από παραγωγή, είναι οι παραδόσεις, τα ήθη και έθιμα κλπ. Δυστυχώς, όλοι μας ξεχνάμε τη σπουδαιότητα του αγροτικού τομέα. Θεωρούμε δεδομένη την πρόσβασή μας σε τρόφιμα. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο για το σύνολο του πληθυσμού και της χώρας μας αλλά κυρίως του πλανήτη Γη. Επιπλέον ξεχνάμε την σπουδαιότητα του αγροτικού τομέα για την Εθνική μας Οικονομία.
Δύο παραδείγματα: Κατά τη διάρκεια της πανδημίας και της καραντίνας όλοι οι παγκόσμιοι οργανισμοί το πρώτο που τους απασχόλησε ήταν η τροφοδοσία του πληθυσμού με τρόφιμα και σε δεύτερο μέρος η αντιμετώπιση του ιού. Για φανταστείτε τι θα συνέβαινε εάν υπήρχαν ελλείψεις σε τρόφιμα; Το δεύτερο παράδειγμα είναι ότι η πρώτη κοινή πολιτική της ΕΟΚ (ΕΕ) ήταν η ΚΑΠ (Κοινή Αγροτική Πολιτική). Η ΚΑΠ η οποία συνεχώς αναθεωρείται-προσαρμόζεται-αλλάζει, προσπαθώντας συνεχώς να ανταποκριθεί στα νέα δεδομένα. Έτσι εντάσσει και αναπτύσσει νέες πολιτικές και εργαλεία για την ανάπτυξη του αγροτικού τομέα και τη δημιουργία προϋποθέσεων για την αειφορία της υπαίθρου.
Αυτές οι πολιτικές πρέπει να είναι πολύτιμες-ολοκληρωμένες-στοχευμένες, αλλά και εργαλεία μεταφοράς στη ύπαιθρο και στον αγροτικό πληθυσμό (παραγωγούς και μη) πολλών εκατομμυρίων ECU (Ευρωπαϊκή Λογιστική Μονάδα)…. Ευρώ.
Να δούμε όμως αυτές οι πολιτικές κατά πόσο ανταποκρίνονται στις ανάγκες και στα χαρακτηριστικά του αγροτικού τομεά της χώρας μας; Κατά πόσο είναι αποτελεσματικές; Κατά πόσο αυτά τα χρήματα έχουν πιάσει τόπο….;
Να ξεκαθαρίσουμε ότι τα χρήματα που φτάνουν στους αγρότες μέσω επιδοτήσεων (ανά στρέμμα, κιλό, ζώο) δεν εντάσσονται σε κάποια στοχευόμενη πολιτική, αλλά είναι απλώς ενίσχυση του εισοδήματος των παραγωγών και κακώς τους κατηγορούμε ότι «έφαγαν τις επιδοτήσεις…». Η απάντηση είναι ότι «καλά έκαναν και τις έφαγαν…».
Η αποτελεσματικότητα των πολιτικών-εργαλείων, όπως πολύ αναλυτικά παρουσιάζονται στο βιβλίο – και ίσως να είναι το επόμενο βιβλίο του Νίκου και του Σωτήρη – είναι από περιορισμένες έως μηδενικές. Ο βασικός λόγος είναι ότι – σαν χώρα – δεν ξέρουμε ΤΙ να τις κάνουμε.
Οι Κυβερνήσεις διαχρονικά περιορίζονται μόνο στην διεκδίκηση και ανακοίνωση των κονδυλίων που εξασφαλίζουν. Αυτά – τα κονδύλια – τα χρησιμοποιούν σαν πέπλο… για να κρύψουν την αναποτελεσματικότητα των πολιτικών-εργαλείων, αλλά τα χρησιμοποιούν και για προεκλογικούς σκοπούς.
Και πώς να μετρηθεί η αποτελεσματικότητα, όταν δεν έχει οριστεί; Όταν η χώρα μας δεν έχει αναπτύξει Εθνικό Σχέδιο Αγροτικής Ανάπτυξης; Δηλαδή ΤΙ αγροτικό τομέα μπορούμε και θέλουμε να έχουμε το 2040 το 2050; Δηλαδή αύριο… Το παράδοξο είναι ότι τέτοιο σχέδιο υπήρχε τις δεκαετίες 1960-1970. Βάσει αυτού του Σχεδίου δημιουργήθηκαν και αναπτύχθηκαν οι Διευθύνσεις Γεωργίας, τα ερευνητικά κέντρα, υπηρεσίες προώθησης εξαγωγών κλπ. Βάσει αυτού του Σχεδίου έγινε η ακούσια προτροπή των παραγωγών να καλλιεργούν προϊόντα για τα οποία έχει συγκριτικά πλεονεκτήματα η περιοχή τους κλπ.
Τι άλλαξε;… Απλώς ο αγροτικός τομέας δεν είναι στις Προτεραιότητες των Ελληνικών Κυβερνήσεων. Δηλαδή απλά δεν τους ενδιαφέρει. Όπως προείπα, τους ενδιαφέρει η εξασφάλιση κονδυλίων, αλλά πως αυτά θα πιάσουν τόπο… δεν υπάρχει το σχέδιο, το πλαίσιο…
Να αναφέρω κάποια παραδείγματα σε εθνικό επίπεδο:
- Είμαστε η μοναδική Χώρα στην ΕΕ που δεν υπάρχει συνεχόμενη Γεωργική Εκπαίδευση
- Δεν υπάρχει κρατική αγροτική πίστη
- Καμία πολιτική – κινήτρων, αντικινήτρων – για αύξηση του μέσου κλήρου των καλλιεργήσιμων εκτάσεων (παραμένει στα 45 στρέμματα)
- Υποστελεχωμένες Διευθύνσεις Γεωργίας και χωρίς συμβουλευτικό χαρακτήρα
- Οι Γεωργικοί Σύμβουλοι – θεσπίστηκαν πρόσφατα και είμαστε οι τελευταίοι που τους εφάρμοσαν στην ΕΕ – είναι 2.800 για όλη την χώρα, πιστοποιημένοι για τα πάντα. Δηλαδή χωρίς καμία εξειδίκευση.
Σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο:
- Το Φιλιατρινό φράγμα χωρίς δίκτυα… Σε πρόσφατη εκδρομή με φοιτητές στην Τριφυλία, οι παραγωγοί μάς είπαν ένα από τα μεγαλύτερα κόστη είναι η αφαλάτωση του νερού. Με τα δίκτυα άρδευσης θα είχαν δωρεάν νερό και καλύτερης ποιότητας τελικό προϊόν.
- Το Παρατηρητήριο Αγροτικής Οικονομίας Πελοποννήσου. Το είχαμε προτείνει σαν Πανεπιστήμιο στην προηγούμενη Περιφερειακή Αρχή και δεν εγκρίθηκε.
- Το ΓΕΩΡΓΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ, μια πρωτοβουλία του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Είχαν χρηματοδοτηθεί δύο κύκλοι από την προηγούμενη Περιφερειακή Αρχή, οι οποίοι ολοκληρώθηκαν με επιτυχία. Το έχουμε υποβάλει στην νυν Περιφερειακή Αρχή, χωρίς να έχουμε λάβει απάντηση.
- Το Δημοπρατήριο Αγροτικών Προϊόντων Πελοποννήσου, το οποίο ανακοινώνεται κατά καιρούς χωρίς να υλοποιείται.
Βέβαια το άσχημο και δυσάρεστο είναι ότι αυτή η ΜΗ προτεραιότητα στον αγροτικό τομέα, παρουσιάζεται και στο επίπεδο της ΕΕ. Παρατηρώντας τις μεταρρυθμίσεις της ΚΑΠ σε σχέση με τον ΠΟΕ – Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (Γύρος Ουραγουάης, Γύρος Ντόχας, των οποίων οι συμφωνίες και αποφάσεις αναφέρονται στο βιβλίο), θα διαπιστώσει κανείς ότι ο αγροτικός τομέας θυσιάζεται για την ενίσχυση των βιομηχανικών προϊόντων. Αυτή η αντιμετώπιση είναι έντονη και στην τελευταία συμφωνία MERCOSUR της ΕΕ με τις χώρες της Λατινικής Αμερικής.
Τα παραπάνω δεν είναι λαϊκισμός, όπως αβίαστα κάποιος μπορεί να τα χαρακτηρίσει. Είναι η πραγματικότητα, την οποία πρέπει να τη δούμε στο σύνολό της και στη δυναμική της, προκειμένου να γίνει αντιληπτή. Αν συνεχιστούν τα παραπάνω, δηλαδή η απραξία-απροθυμία των Ελληνικών Κυβερνήσεων για τη δημιουργία ενός Εθνικού Σχεδίου Ανάπτυξης του Αγροτικού Τομέα και η αντιμετώπιση από την ΕΕ των αγροτικών προϊόντων ως βιομηχανικών προϊόντων, τότε σε 20-30 χρόνια θα έχουμε μια πολύ σοβαρή αλλαγή της κατάστασης, σε συνδυασμό με το ότι το 70% των τροφίμων παγκόσμια ελέγχεται από τρεις εταιρείες, αλλά και με τη συγκεντροποίηση καλλιεργήσιμων εκτάσεων που γίνεται με όλο και πιο έντονο ρυθμό παγκοσμίως (μετά την λήξη του πολέμου στην Ουκρανία θα διαπιστώσουμε ότι οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις της έχουν αγοραστεί από εταιρείες άλλων κρατών -μεγάλες καλλιεργήσιμες εκτάσεις στη Βουλγαρία και Ρουμανία έχουν αγοραστεί και καλλιεργούνται από εταιρείες άλλων κρατών ενώ στην Πελοπόννησο, όπως έχει γραφτεί στον τοπικό Τύπο, ελαιώνες έχουν αγοραστεί από εταιρείες της αλλοδαπής). Ο συνδυασμός λοιπόν των παραπάνω θα δημιουργήσει ένα αγροτοβιομηχανικό σύμπλεγμα, όπου ή ίδια εταιρεία θα καλλιεργεί-θα μεταποιεί-θα τυποποιεί-θα εμπορεύεται και θα μας προσφέρει τα τρόφιμα για κατανάλωση. Αυτό θα οδηγήσει στο τέλος και σε αλλαγή της Οικονομικής Θεωρίας, δηλαδή να μην προηγείται η ζήτηση της προσφοράς – αυτό που ισχύει σήμερα, εμείς οι καταναλωτές εκφράζουμε τις επιθυμίες μας και οι παραγωγοί, παράγουν και μας προσφέρουν τα προϊόντα τους, προκειμένου να ικανοποιήσουμε τις ανάγκες μας. Η προσφορά θα καθορίζει τη ζήτηση, δηλαδή εμείς οι καταναλωτές θα καταναλώνουμε τα προϊόντα που αυτό το αγροτοβιομηχανικό σύμπλεγμα αποφάσισε με κριτήριο βέβαια το μέγιστο για αυτό κέρδος. Άρα σε 20-30 χρόνια θα καταναλώνουμε όντως βιομηχανικά προϊόντα και δεν θα υπάρχει Ύπαιθρος, αλλά Χώρος…
Η Χώρα μας έχει τις προϋποθέσεις να «ξεφύγει» από τα παραπάνω, εφαρμόζοντας πολιτικές ανάδειξης της τοπικότητας των αγροτικών προϊόντων, των παραδοσιακών προϊόντων, των προϊόντων ΠΟΠ και ΠΓΕ, για τα οποία βρισκόμαστε στην 5η θέση στο πλαίσιο της ΕΕ, αλλά στην τελευταία σε αξία αυτών. Αυτό σημαίνει ότι ναι μεν έχουν πιστοποιηθεί σαν τέτοια (ΠΟΠ, ΠΓΕ), αλλά δεν έχουν αξιοποιηθεί, ότι υπάρχουν περιθώρια και δυνατότητες ανάπτυξης.
Τέλος, μόνο δύο λόγια για το βιβλίο – το βιβλίο θα το παρουσιάσουν οι τέσσερις προσκεκλημένοι ομιλητές. Το βιβλίο έχει μια ολιστική προσέγγιση των πολιτικών, είναι εύληπτο και περιεκτικό. Εκτός από την αναλυτική παρουσίαση των πολιτικών-εργαλείων, αποτελείται από κεφάλαια που προσδίδουν μια διάσταση της ελληνικής πραγματικότητας, όπως: οι ιδιαιτερότητες της ελληνικής υπαίθρου, πολιτικές γης, μυθοπλασίες και πραγματικότητα, αγροτικοί συνεταιρισμοί. Πλέον οι πρώτοι φοιτητές το έχουν στα χέρια τους – οι φοιτητές μου στο μάθημα «Αγροτική Πολιτική» και θα εξεταστούν με βάση την ύλη του βιβλίου στην εξεταστική του Ιανουαρίου.
Εύχομαι ολόψυχα καλοτάξιδο και σε άλλα πολλά.
Ευχαριστώ!»