Pages

Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2011

Εγκατάλειψη της ελαιοκαλλιέργειας την επόμενη πενταετία

Περιορισμό της ελαιοκαλλιέργειας στην Ελλάδα προβλέπει για την επόμενη πενταετία μελέτη της Εθνικής Τράπεζας, ως αποτέλεσμα τόσο της μείωσης των επιδοτήσεων από τις αλλαγές στην Κοινή Αγροτική Πολιτική, όσο και από την εγκατάλειψη των μικρότερων εκτάσεων που κρίνονται ως ζημιογόνες.
Για τη βελτίωση της θέσης που έχει η ελληνική παραγωγή στην παγκόσμια κατανάλωση που προβλέπεται ότι θα παρουσιάσει αυξητική τάση, η μελέτη εκτιμά ότι απαιτείται περιορισμός του κόστους παραγωγής σε όλα τα στάδια (καλλιέργεια, ελαιοτριβεία, μονάδες τυποποίησης). Αλλά ταυτοχρόνως συστηματικά μέτρα για την αύξηση.... της κατανάλωσης τυποποιημένου ελαιολάδου. Εντυπωσιακό συμπέρασμα της μελέτης που δείχνει παράλληλα τις διαχρονικές ευθύνες που υπάρχουν, είναι το γεγονός ότι εφόσον η Ελλάδα κατορθώσει να καταλάβει στη διεθνή αγορά μερίδιο ανάλογο με εκείνο που κατέχει στην παραγωγή, θα μπορούσε να αυξήσει τα έσοδα από εξαγωγές της χώρας μας κατά 32%.
Στη συνέχεια παρουσιάζουμε ορισμένα από τα στοιχεία και τα συμπεράσματα της μελέτης για την ελληνική και διεθνή αγορά:
Η διεθνής αγορά ελαιολάδου
Στην ενότητα αυτή, θα αναλύσουμε τις προβλέψεις μας για τη ζήτηση, την προσφορά και τις διεθνείς τιμές για την επόμενη πενταετία. Σε πρώτο επίπεδο, θα αναλύσουμε τους προσδιοριστικούς παράγοντες των τριών αυτών μεγεθών της διεθνούς αγοράς και θα περιγράψουμε τα υποδείγματα εκτίμησης των μεταβλητών.
Στοχεύοντας στην πρόβλεψη της μελλοντικής ζήτησης ελαιολάδου, εκτιμήσαμε δύο υποδείγματα ζήτησης - ένα για τις 3 βασικές ελαιοπαραγωγούς χώρες και ένα για τις λοιπές χώρες - με προσδιοριστικούς παράγοντες το κατά κεφαλήν εισόδημα, τις σχετικές τιμές ελαιολάδου έναντι υποκατάστατων ελαίων και ένα δείκτη στροφής προς τη μεσογειακή διατροφή (βάσει του είδους των τροφίμων που καταναλώθηκαν διαχρονικά). Συγκεκριμένα, ο δείκτης μέτρησης της μεσογειακής διατροφής (ως ο λόγος της ποσότητας τροφίμων που ενδείκνυνται σε αυτή τη διατροφή, όπως τα φρούτα και τα λαχανικά, προς την ποσότητα των τροφίμων που αντενδείκνυνται, όπως το κόκκινο κρέας) αυξάνεται στις λοιπές χώρες ενώ μειώνεται σημαντικά στις ελαιοπαραγωγούς χώρες. Τα κύρια αποτελέσματα της εμπειρικής έρευνας είναι τα εξής:
- Η υψηλή εισοδηματική ελαστικότητα των λοιπών χωρών (άνω της μονάδας) έναντι των ελαιοπαραγωγών χωρών (1,6 έναντι 0,7) υποδηλώνει ότι το ελαιόλαδο θεωρείται premium προϊόν στις λοιπές χώρες και βασικό (και σε φάση κορεσμού) στις ελαιοπαραγωγούς χώρες.
- Η σχετική τιμή επηρεάζει περισσότερο τη ζήτηση στις νέες αγορές (με συντελεστές ελαστικότητας 0,07 στις ελαιοπαραγωγούς χώρες και 0,1 στις λοιπές).
- Η στροφή προς τη μεσογειακή διατροφή αποδεικνύεται καθοριστικός παράγοντας για την εκτίναξη της ζήτησης ελαιολάδου στις λοιπές χώρες, καθώς η ελαστικότητα του δείκτη αυτού ως προς τη ζήτηση είναι υψηλότερη στις λοιπές χώρες (2,8 έναντι 0,2 στις ελαιοπαραγωγούς χώρες).
Η αύξηση της παραγωγής ελαιολάδου από τις 3 βασικές χώρες παραγωγής αντανακλά σε μεγάλο βαθμό βελτίωση της ανταγωνιστικότητας (κυρίως στην Ισπανία). Συγκεκριμένα, η παραγωγή των τριών βασικών παραγωγών επηρεάζεται από την πορεία του κόστους παραγωγής και τη χρηματοδότηση μέσω ΚΑΠ.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας, μια μείωση του κόστους παραγωγής κατά 10% αυξάνει την παραγωγή κατά 5,5%, ενώ μια αύξηση των κονδυλίων της ΚΑΠ για το ελαιόλαδο (αποπληθωρισμένος μέσος όρος τριετίας) κατά 10% αυξάνει την παραγωγή κατά 3,5%.
Οι βασικοί παράγοντες που επηρεάζουν τις διεθνείς τιμές ελαιολάδου είναι το επίπεδο των αποθεμάτων και η σχετική διαπραγματευτική δύναμη των παραγωγών (ελαιοπαραγωγοί και ελαιοτριβεία) έναντι των τυποποιητών και των εμπόρων. Το επίπεδο των αποθεμάτων κινείται βάσει της παραγωγής των 3 βασικών παραγωγών, ενώ η σχετική διαπραγματευτική δύναμη μπορεί να προσεγγιστεί από τη σχετική συγκέντρωση του κλάδου των παραγωγών σε σχέση με των τυποποιητών και εμπόρων. Υπό αυτήν την προοπτική, εκτιμήσαμε ένα υπόδειγμα προσδιορισμού της διεθνούς τιμής ελαιολάδου (όπως προσεγγίζεται από τη σταθμισμένη τιμή παραγωγού των τριών βασικών παραγωγών). Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας, μια αύξηση (μείωση) της παραγωγής κατά 10% μειώνει (αυξάνει) τις διεθνείς τιμές κατά 4,5%. Επιπλέον, σημαντική αποδεικνύεται η σημασία της σχετικής διαπραγματευτικής δύναμης των παραγωγών. Συγκεκριμένα, εκτιμήσαμε ένα δείκτη σχετικής διαπραγματευτικής δύναμης μέσω του λόγου του μέσου μεγέθους παραγωγών προς το μέσο μέγεθος των επιχειρήσεων επόμενων σταδίων παραγωγής. Ο στατιστικά σημαντικός συντελεστής ελαστικότητας του δείκτη ως προς τις τιμές (0,4) δεικνύει ότι η εντεινόμενη συγκέντρωση των κλάδων τυποποίησης και εμπορίας τα τελευταία χρόνια έναντι του κατακερματισμένου κλάδου των παραγωγών ασκεί σημαντική πίεση στις τιμές παραγωγού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου