Η Τριπύλη ήταν όμορφη στο βουνοχώρι μου. Την πρωτοαγνάντεψα απ’ το «Λυκοχορό» όταν έφτανα ως εκεί με τα πρόβατα για βοσκή. Εντυπωσιάστηκα απ’ τη βουνοζωσμένη λεκάνη της. Αργότερα τη γνώρισα, όταν έγραψα το βιβλίο «ΤΡΙΠΥΛΗ» με αναφορές στην ιστορία της. Και υστερότερα, την περιηγήθηκα, όταν έγραψα τα «Οδοιπορικά ΤΡΙΦΥΛΙΑΣ» (χωριά του τ. Δήμου Τριπύλης).
Γράφει ο συνεργάτης μας ΣΤΑΘΗΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ
Ηταν, τότε, που γνώρισα από κοντά τον αστερισμό των χωριών της (καμιά δεκαριά χωριά, όλα στις παρυφές του δασωμένου τοπίου με την πλούσια χλωρίδα). Είχαν ζωή τα χωριά τότε. Και τα σχολεία λειτουργούσαν με δασκάλους που «μόναζαν» και «άγιαζαν» στα ξεχασμένα χωριά της. Από τότε έτρεξε πολύ νερό στ’ αυλάκι του χρόνου. Τα χωριά της Τριπύλης έπαψαν να ’χουν την κοινότητά τους, τα σχολεία έκλεισαν, οι νέοι πήραν τους δρόμους της αποδημίας. Τα ζωντανά, που με τις κλαγγιές των κουδουνιών τους γέμιζαν τους λόγγους ήχους λιγόστεψαν και μόνο λίγες δεκάδες παραμένουν ακόμα από πεντέξι ριζωμένους. Με τον «Καποδίστρια» όλη η Τριπύλη έγινε μια κοινότητα και ο «Καλλικράτης» πρόσδεσε τα χωριά της στο άρμα του Δήμου Τριφυλίας (από Costa Navarino ως τη Νέδα! Ας όψονται οι φωστήρες του αθηνοκεντρικού κράτους μας!). Ήταν το τελειωτικό χτύπημα, η ταφόπετρά τους… Και όχι μόνον της Τριπύλης, αλλά και όλης της ελληνικής υπαίθρου.
Τις προάλλες ανηφόρισα πάλι στην Τριπύλη. Με αποστολή, ντυμένη στα χρώματα της λύπης. Ένας φίλος απ’ το χωριό Τριπύλα έφυγε για τη γειτονιά των αγγέλων, λίγο με τα εβδομήντα του. Παντρεμένος με μια συγχωριανή μου. Ήταν ο Βασίλης Κοπετινάς, πρώην αστυνομικός με θετικό πρόσημο στην υπηρεσία του αλλά και στη ζωή, καλός οικογενειάρχης (είχε εγκατασταθεί τελευταία στο Μεμί) και ήταν στοργικός σύζυγος και πατέρας. Απ’ το ακραίο χωριό της Τριπύλης (το Τριπύλα) είχε ξεκινήσει σε καιρούς δύσκολους στέρησης και ανέχειας και ήταν παιδί πολυμελούς οικογένειας με όλα τα συμπαρομαρτούντα της τότε παιδικής και εφηβικής του ζωής. Την πάλεψε τη ζωή, την κέρδισε, βγήκε νικητής στ’ αλώνια της, όμως δεν μπόρεσε να νικήσει και αυτόν που την εξουσιάζει και άλλα λογαριάζει για τον καθένα μας. Μ’ αυτόν ακόμα κι ο Διγενής νικήθηκε.
Έτσι ανέβηκα, άλλη μια φορά στην Τριπύλη. Ούτε ένας άνθρωπος στο Δάρα, ούτε μια ψυχή στη Ροδιά, ούτε ένας Ραφτοπουλαίος στο δρόμο που διασχίζει το χωριό κι ας είχε γείρει ο ήλιος πίσω απ’ το ψυχρό. Κάποια σκυλιά μας γάβγισαν στο Κλωνί. Κλειστά, θαρρείς, και τα σπίτια στο Λυκουδέσι. Μια γεύση πικρομύγδαλου στον ουρανίσκο. Εγκατάλειψη, ερήμωση, πόνος και μελαγχολικές σκέψεις για το αύριο της πατρίδας. Στην νεκρώσιμη ακολουθία και στην ταφή του Βασίλη τα μάτια όλων βουρκωμένα. Απαρηγόρητη η Αιμιλία του. Με φλεβαριασμένα μάτια και τα παιδιά του. Στην Πλατανόβρυση (χωριό της Μεσσήνης) ο καφές της παρηγοριάς και το «νεκρόδειπνο» κατά τα ειωθότα. Και ύστερα η νύχτα αργοπερπάτητη, να σιγοντάρει με το πένθιμο σκοτάδι της το πένθος αυτού του απογεύματος στο Τριπύλα. Ελεγείο του Βασίλη, αλλά και της Τριπύλας θα ’λεγα με πόνο ψυχής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου