Κείμενο του συγγραφέα Νικόλαου Σουβατζή
Ο Μιχάλης Κατσαρός γεννήθηκε στην Κυπαρισσία το 1919. Πήρε μέρος στην εθνική αντίσταση μέσα από τις γραμμές του Ε.Α.Μ. και το 1945 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα όπου έζησε έως το τέλος της ζωής του.
Εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα με το ποίημα «Μπαρμπερίνικο καράβι» που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα». Το 1949 εκδόθηκε το «Μεσολόγγι», η πρώτη του ποιητική συλλογή. Το 1953 αποτελεί σταθμό στη λογοτεχνική του πορεία, καθώς εκδόθηκε το σημαντικότερο έργο του, η ποιητική συλλογή «Κατά Σαδδουκαίων». Σε αυτή ο Μιχάλης Κατσαρός ασκεί κριτική στη σοβιετική γραφειοκρατία. Μόλις τέσσερα χρόνια μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου έφερε ξανά στο προσκήνιο, μέσα απ’ τα ποιήματά του το ζήτημα της επανάστασης, απευθυνόμενος παράλληλα στους συντρόφους του. Οι αναφορές του σε λεγεωνάριους, συγκλητικούς και γενικά στη ρωμαϊκή εποχή θυμίζουν την ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου, «Ο Μεγαλέξαντρος», όπου ασκεί κριτική στον υπαρκτό σοσιαλισμό χρησιμοποιώντας μια προσωπικότητα της αρχαιότητας στη μυθική της διάσταση. «Αντισταθείτε σ’ αυτόν που χαιρετάει απ’ την εξέδρα ώρες, ατελείωτες τις παρελάσεις σ’ αυτή την άγονη κυρία που μοιράζει έντυπα αγίων λίβανον και σμύρναν»
Το «Κατά Σαδδουκαίων» προκάλεσε πλήθος συζητήσεων στους κόλπους της Αριστεράς της εποχής. Ακόμα και άνθρωποι που αγνοούν το έργο του σίγουρα έχουν διαβάσει στίχους του σε τοίχους, προκηρύξεις και πολιτικά έντυπα: «Πάρτε μαζί σας νερό. Το μέλλον μας έχει πολλή ξηρασία», «Ελευθερία ανάπηρη πάλι σου τάζουν», «Κάτω/ στο βάθος/ τόσα πέλματα βαριά. Ακούω νάρχεται καινούριο βήμα», «Ή θα εξακολουθούμε να γονατίζουμε/ όπως αυτός ο δραπέτης/ ή θα σηκώσουμε άλλον πύργο ατίθασο/ απέναντί τους.». Το 1950 δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Δημοκρατικός Τύπος» ένα ποίημά του, ίσως το πιο γνωστό του, που συμπεριλήφθηκε στη συλλογή «Κατά Σαδδουκαίων».
Αν και ο Μιχάλης Κατσαρός ήταν τότε πολύ νέος το ποίημα έχει τον τίτλο «Η διαθήκη μου».
Αντισταθείτε σ’ αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι και λέει: καλά είμαι εδώ. Αντισταθείτε σ’ αυτόν που γύρισε πάλι στο σπίτι και λέει: Δόξα σοι ο Θεός. Αντισταθείτε στον περσικό τάπητα των πολυκατοικιών στον κοντό άνθρωπο του γραφείου στην εταιρεία εισαγωγαί – εξαγωγαί στην κρατική εκπαίδευση στο φόρο σε μένα ακόμα που σας ιστορώ. Αντισταθείτε σ’ αυτόν που χαιρετάει απ’ την εξέδρα ώρες ατέλειωτες τις παρελάσεις σ’ αυτή την άγονη κυρία που μοιράζει έντυπα αγίων λίβανον και σμύρναν σε μένα ακόμα που σας ιστορώ. Αντισταθείτε πάλι σ’ όλους αυτούς που λέγονται μεγάλοι στον πρόεδρο του Εφετείου αντισταθείτε στις μουσικές τα τούμπανα και τις παράτες σ’ όλα τ’ ανώτερα συνέδρια που φλυαρούνε πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλατόροι σ’ όλους που γράφουν λόγους για την εποχή δίπλα στη χειμωνιάτικη θερμάστρα στις κολακείες τις ευχές τις τόσες υποκλίσεις από γραφιάδες και δειλούς για το σοφό αρχηγό τους. Αντισταθείτε στις υπηρεσίες των αλλοδαπών και διαβατηρίων στις φοβερές σημαίες των κρατών και τη διπλωματία στα εργοστάσια πολεμικών υλών σ’ αυτούς που λένε λυρισμό τα ωραία λόγια στα θούρια στα γλυκερά τραγούδια με τους θρήνους στους θεατές στον άνεμο σ’ όλους τους αδιάφορους και τους σοφούς στους άλλους που κάνουνε το φίλο σας ως και σε μένα, σε μένα ακόμα που σας ιστορώ αντισταθείτε.
Τότε μπορεί βέβαιοι να περάσουμε προς την Ελευθερία. Το ποίημα αυτό λογοκρίθηκε, από προοδευτικό διανοούμενο κατά τον ποιητή. Συγκεκριμένα παραλείφθηκαν οι στίχοι: στην κρατική εκπαίδευση στο φόρο σ’ αυτόν που χαιρετάει απ’ την εξέδρα ώρες ατέλειωτες τις παρελάσεις στον πρόεδρο του Εφετείου αντισταθείτε Αντισταθείτε στις υπηρεσίες των αλλοδαπών και διαβατηρίων στις φοβερές σημαίες των κρατών και τη διπλωματία στα εργοστάσια πολεμικών υλών στα θούρια Ο Μιχάλης Κατσαρός διαμαρτυρήθηκε στο επόμενο φύλλο της εφημερίδας με το ποίημα
«Υστερόγραφο»: Η διαθήκη μου πριν διαβαστεί -καθώς διαβάστηκε- ήταν ένα ζεστό άλογο ακέραιο. Πριν διαβαστεί όχι οι κληρονόμοι που περίμεναν αλλά σφετεριστές καταπατήσαν τα χωράφια. Η διαθήκη μου για σένα και για σε χρόνια καταχωνιάστηκε στα χρονοντούλαπα από γραφιάδες πονηρούς συμβολαιογράφους. Αλλάξανε φράσεις σημαντικές ώρες σκυμμένοι πάνω της με τρόμο εξαφανίσανε τα μέρη με τους ποταμούς τη νέα βουή στα δάση τον άνεμο τον σκότωσαν – τώρα καταλαβαίνω πια τι έχασα ποιος είναι αυτός που πνίγει. Και συ λοιπόν στέκεσαι έτσι βουβός με τόσες παραιτήσεις από φωνή από τροφή από άλογο από σπίτι στέκεις απαίσια βουβός σαν πεθαμένος: Ελευθερία ανάπηρη πάλι σου τάζουν. Το 1975 στίχοι απ’ το «Κατά Σαδδουκαίων» ακούστηκαν στην ταινία «Ο θίασος» του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Τους απαγγέλει το μέλος του θιάσου με το προσωνύμιο ποιητής, όταν τον βρίσκουν οι παλιοί σύντροφοί του και του λένε ότι σκέφτονται να ξαναφτιάξουν τον θίασο και να βγουν στους δρόμους. Το 1977 η ποιητική συλλογή κυκλοφόρησε σε δίσκο με μουσική του ίδιου του ποιητή. Το 1976 η συλλογή του «Οροπέδιο» μελοποιήθηκε από τον Γιάννη Μαρκόπουλο, ενώ το 1983 κυκλοφόρησε ο δίσκος «Τα τραγούδια του νέου πατέρα» σε μουσική του ίδιου συνθέτη και ποίηση Μιχάλη Κατσαρού. Το 1983 επίσης το «Κατά Σαδδουκαίων» μελοποιήθηκε απ’ τον Μίκη Θεοδωράκη, μεταφράστηκε στα γερμανικά απ’ τον Dirk Mandel και παρουσιάστηκε στο Metropol – Theater Berlin του Βερολίνου. Το 1978 εκδόθηκαν δυο βιβλία με πολιτικές και οικονομικές μελέτες του. Παρότι η ποίησή του αναγνωρίστηκε από πολύ νωρίς ο Μιχάλης Κατσαρός έζησε όλη του τη ζωή μέσα στη φτώχεια. Σύχναζε σε λαϊκά καφενεία, συναναστρεφόταν με ανθρώπους του μόχθου, μετακινούταν με τα μέσα μαζικής μεταφοράς. Ποτέ δεν ξεχώρισε τον εαυτό του απ’ το πλήθος. Για αυτό και η ποίησή του είναι απλή, κατανοητή. Δεν προσπαθεί να εντυπωσιάσει με βερμπαλισμούς και φληναφήματα. Είναι ευθύς, αιχμηρός και οι στίχοι του διατηρούν τη ζωντάνια που είχαν όταν γράφτηκαν. Έφυγε από τη ζωή στις 21 Νοεμβρίου 1998….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου