Pages

Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2020

Η σεμνή ειλικρίνεια στη ζωγραφική έκφραση της Βασιλικής Μπινιώρη-TOY ΤΑΣΟΥ ΑΡΙΔΑ

 


Το αφιέρωμα στη μνήμη της μεγάλης Κυπαρίσσιας εκπαιδευτικού και ζωγράφου Βασιλικής Νικολάου Μπινιώρη συνεχίζεται δημοσιεύοντας ένα κείμενο του Τάσου Αριδά, δημοσιευμένο στο περιοδικό «Τριφυλιακή Εστία» (Περίοδος Γ’, τεύχος 16/144, Φθινόπωρο 2010)


«Επιχειρώ σήμερα κάτι πολύ δύσκολο για μένα. Να σχολιάσω το έργο μιας ζωγράφου, ενώ δεν είμαι δεινός στο λόγο, ούτε έχω ιδιότητα του τεχνοκριτικού.


Επιπλέον, προσπαθώντας χρόνια τώρα να θεραπεύσω την ίδια τέχνη, βλέπω τη δυσκολία του να στοιχηθώ μ΄ αυτό που θα μπορούσε να πει κανείς «προσωπική μου αλήθεια». Πόσο μάλλον να «ανακαλύψει» κανείς την προσωπική αλήθεια του άλλου χωρίς να τον αδικήσει, όταν μάλιστα δεν έχει φροντίσει εκ των προτέρων να τον έχει γνωρίσει προσωπικά σε βάθος.



Οι ανωτέρω φόβοι και επιφυλάξεις μου υπαγόρευαν στην αρχή να αρνηθώ να κάνω αυτόν τον σχολιασμό, ώσπου αποφάσισα ότι δεν μου επιτρέπονται τέτοιοι δισταγμοί.


Δεν μου επιτρέπονται, διότι νιώθω ότι χρωστάω πολλά στους αθόρυβους και σεμνούς σκαπανείς που υπηρετώντας όποια τέχνη προηγήθηκαν ημών. Αυτό το χρέος είναι απροσδιόριστο. Πιο πολύ είναι ένστικτο.


Δεν μπορείς να μην αναγνωρίσεις ότι αυτοί προλείαναν το έδαφος, ώστε να δεχτεί η άγονη ελληνική επαρχία το γεγονός ότι υπάρχουν ενέργειες φαινομενικά «άχρηστες» κοινωνικά. Όπως είναι η υπηρετική αφοσίωση στην όποια τέχνη που σ΄ αυτόν τον άτυχο τόπο, την Ελλάδα, ανέκαθεν ήταν η ένδειξη της υψηλότερης έκφρασης της ανθρώπινης υποστάσεως, αυτής που εξύψωνε το «ανθρώπινο» ον σε ον άνω θρώσκον.


Ας είμαστε ειλικρινείς· δεν ήταν μόνο η ελληνική επαρχία με αυτά τα χαρακτηριστικά μειονεξίας απέναντι στις πρωτεύουσες των μεγάλων περιφερειών της. Τα σύνδρομα αυτά τα είχε –και τα έχει ακόμα– από τη γέννησή του ολόκληρο το νεοελληνικό κράτος απέναντι στη λοιπή Ευρώπη. Και εμείς, οι μετά σπουδής σκλαβωμένοι στους «ισμούς» των σχολών και παραζαλισμένοι από την υπερπληροφόρηση, δεν προσέξαμε εγκαίρως τους ανθρώπους που θα μπορούσαν δια του παραδείγματος της αυτοκαλλιέργειας και της αυτομορφώσεως γνώμης να μας απελευθερώσουν από τα ανωτέρω αναφερόμενα.


Δε προσέχτηκε όσο θα έπρεπε η θαρραλέα ζωγραφική πρόταση της Μαραγκοπούλου, η σεμνή ειλικρίνεια της Μπινιώρη, ο ευαίσθητος λυρισμός του Δαλακούρα και τόσων άλλων που δεν υπάρχει χώρος να απαριθμήσω στο παρόν σημείωμα. Βέβαια, οι δυο προαναφερόμενες ζωγράφοι δεν έχουν τον «ναϊφ» χαρακτήρα του τελευταίου. Είναι και οι δύο πληροφορημένες για την τέχνη του καιρού τους. Στο βιογραφικό τους ασφαλώς θα βρει κανείς πολλές συμμετοχές σε διεθνείς οργανώσεις, πολλές ατομικές εκθέσεις και διακρίσεις είτε στην Ελλάδα είτε στο εξωτερικό, αλλά γι’ αυτόν που θέλει να δει ο κύριος πρεσβευτής τους είναι το έργο τους.



Ειδικά η περίπτωση της Μπινιώρη είναι δηλωτική ζωγράφου που βασίζεται στην ειλικρίνεια της έκφρασης και στην καθαρότητα της γραφής. Η προσπάθεια της απόδοσης του φωτός και της διαύγειας που προσδίδει αυτό στο θέμα, πιθανώς την οδήγησαν να επιλέξει κυρίως την τεχνική της ακουαρέλλας και πράγματι κατορθώνει να κυριαρχήσει στα εικαστικά μέσω αυτής της τεχνικής. Η ανταύγεια που έχουν τα τοπία της (τα οποία αποτυπώνουν και το ταξιδιωτικό της ημερολόγιο) είναι αξιοθαύμαστη, είτε αποτυπώνει την ιδιαίτερη πατρίδα της, την Κυπαρισσία, είτε τα αστικά τοπία της Πλάκας ή της Πόλης, είτε τα ταξίδια της στη Μέση Ανατολή, κατορθώνει να συλλάβει την ιδιομορφία της ατμόσφαιρας (το φως κάθε τόπου).


Στα χρόνια της ωριμότητάς της έχει γίνει πλέον λιτή στην έκφρασή της γι΄ αυτό και ουσιαστική. Αν και στους ανθρώπους που ζωγραφίζει πολλοί μπορούν να δουν ανάγλυφα έναν ηθογραφικό χαρακτήρα, για την ίδια είναι ένα πρόσχημα για ζωγραφική μελέτη. Δεν έχω μιλήσει με μαθητές της αλλά δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία ότι θα πρέπει να ήταν άριστη εκπαιδευτικός. Η ζωγραφική της δείχνει έναν άνθρωπο που δίνει περισσότερη σημασία στη δράση απ΄ ό,τι στην από καθέδρας αποκτώμενη γνώση ή διδασκαλία.



Μόνο ο άνθρωπος που κατορθώνει να είναι μαθητής και δάσκαλος ταυτόχρονα, αφομοιώνοντας δια της συνεχούς μαθητείας το όποιο γνωστικό αντικείμενο, μόνον αυτός δύναται να μεταδώσει τη γνώση του γι΄ αυτό το αντικείμενο με τρόπο ουσιαστικό.


Και η ζωγραφική της κ. Μπινιώρη μεταδίδει μια ηρεμία και μια ευγένεια που είναι εύκολα εξηγήσιμη σ΄ αυτόν που έχει γνωρίσει προσωπικά την ίδια τη δημιουργό.


Η ζωγραφική της δεν είναι μόνο μια χαρά για το αισθητήριο της όρασης, αλλά και ένας πρόσχαρος τρόπος να ατενίσει κανείς τη σοβαρότητα που έχει αυτό το ίδιο το μυστήριο της ζωής.


Η παρουσία του έργου της στο χώρο της γενέτειράς της θα είναι για τους επόμενους σημείο αναφοράς γνώσεως για το συγκεκριμένο είδος της νεοελληνικής ζωγραφικής αλλά και παράδειγμα ήθους ευγενών σκοπών και στόχων.»


Tήνος 22–7–2010


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου