Pages

Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2021

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ: «Στα ερείπια του κάστρου των Γιγάντων της Κυπαρισσίας»


 Του Παναγιώτη  Αντωνόπουλου

          Μια σφοδρή είδηση που κυκλοφορούσε εδώ και μέρες στην πόλη, όχι μόνο πρόδιδε ταραχή και φόβο στους κατοίκους της, αλλά κι άφηνε να ξεπηδήσει από μέσα της και μια ένταση αβάσταχτου δέους.

          Και τούτο γιατί μιλούσε για μια ομάδα Αυστριακών τυχοδιωκτών που κάτω από την  καθοδήγηση του εργοδηγού της, θα έρχονταν σε λίγο καιρό στην πόλη για να αναζητήσουν στις κρύπτες και στα ερείπια του κάστρου έναν αμύθητο, κλεμμένο θησαυρό που τον εγκατέλειψαν βιαστικά στα μέσα του δέκατου τέταρτου αιώνα οι Φράγκοι επιδρομείς που είχαν καταλάβει την πόλη. Εποχή που μάραναν τα ρόδα της και στην ευλογία της ομορφιάς της σκόρπισαν τους καπνούς από τα τριπουτσέτα τους.

           Πίσω όμως από την ομάδα αυτή των τυχοδιωκτών, κρυβόταν ένας Τσέχος επιχειρηματίας από μια παλιά οικογένεια Ουγενότων, πολύ πλούσιος που παρά τον εξευτελισμό που του είχαν προξενήσει οι συμφορές, είχε κατορθώσει να συναναστρέφεται πολλούς φίλους Κροίσους και μαζί τους να πλουτίζει.

          Η παράδοση τον ήθελε κι έμπορα όπλων στη Μέση Ανατολή, ενώ και κάποιοι ψίθυροι που ακούγονταν μιλούσαν και για μια εκτεταμένη  πολυδύναμη επιχείρηση που είχε τα πλοκάμια της στην κεντρική Αφρική και βόρεια Ινδία κι εμπορευόταν το δέρμα των παράνομων σκοτωμένων τίγρεων. 

          Ο ίδιος ήταν κοντός, άσχημος και μονόφθαλμος. Σε μια ενέδρα οι άντρες των σωμάτων ασφαλείας στη Σομαλία τον πυροβόλησαν και γλίτωσε από θαύμα. Έχασε όμως το δεξί  μάτι και την πνευματική του διαύγεια. Ωστόσο αν και ανάπηρος δεν εγκατέλειψε τη δίψα της παρανομίας και του κέρδους αλλά αντιθέτως δραστηριοποιήθηκε περισσότερο αποζητώντας σε μεγαλύτερο βαθμό την επικίνδυνη μαγεία της περιπέτειας.

          Η τρομερή ιδέα έλεγαν που τον έκανε ξαφνικά να νιώσει το αίμα του να τρέξει σαν χείμαρρος στην καρδιά του και να πάρει την απόφαση να επισκέπτεται τα κάστρα και να ψάχνει στα ερείπιά τους για κάποιον υποτιθέμενο κρυμμένο θησαυρό, του γεννήθηκε μια μέρα όταν καθισμένος πάνω σ’ ένα τάφο στο νεκροταφείο των τυχοδιωκτών στη μακρινή Σομαλία, διάβαζε το χοντρόδετο βιβλίο << Το χρονικό του Μωρέως >> που πάντα το κουβαλούσε μαζί του και αντλούσε από τις ιστορικές σελίδες του τη φλόγα της περιπέτειας και τη χαρά του θησαυρού.

          Και τη στιγμή που ήταν έτοιμος να κλείσει το βιβλίο και να ονειρευτεί Φράγκους με μάχες και τεμαχισμένα πτώματα με κομμένα κεφάλια, είδε να ξεπετάγονται μέσα από τον τάφο δυο αρουραίοι. Κι αμέσως μια δαιμονισμένη μανία τον κατέβαλε να τους σκοτώσει με την κοφτερή λεπίδα του σουγιά του, που κρεμόταν βαρύς κι αστραφτερός από τη ζώνη του. Κι ως πήγε να τον σύρει, ο ένας απ’ αυτούς φοβισμένος γύρισε πίσω και κρύφτηκε πάλι στον τάφο. Ο άλλος  όμως βγάζοντας μια οδυνηρή κραυγή κι αφού χάθηκε για λίγο μέσα σ’ ένα σύννεφο σκόνης που σήκωσε με τα ΄πόδια του, πήγε και στάθηκε τρέμοντας στην κορυφή ενός χωμάτινου σβώλου. Και εκεί σαν ένας μικρός δαίμονας διαστροφής, άφησε να κρέμεται απ’ το στόμα του μια ματωμένη και ακρωτηριασμένη μικρή μαύρη ταραντούλα.

          Ο Τσέχος τότε γέλασε με αυτή την αποτρόπαιη εικόνα που είδε και τη θεώρησε καλό σημάδι.  << Ο αρουραίος είναι  ο στρατιώτης της Φραγκιάς και η ταραντούλα ο κρυμμένος θησαυρός! Ο σβώλος με το χώμα το κάθε κάστρο το ισχυρό!  >> ψιθύρισε και κοίταξε γύρω του θριαμβευτικά.

          Η απόφαση είχε παρθεί. Από τότε με τη μανία της αναζήτησης των κρυμμένων θησαυρών μέσα του, επισκεπτόταν το ένα κάστρο μετά το άλλο κι αδιαμαρτύρητα έψαχνε τις κρύπτες τους για μια καλή και πλούσια σοδειά. Ο ίδιος έλεγε πως εκείνο που τον έκανε να ψάχνει για κρυμμένους θησαυρούς στα κάστρα ήταν οι θρύλοι. Οι θρύλοι που από πολύ παλιά μιλούσαν για τους αμύθητους αυτούς θησαυρούς που έφερναν οι κατακτητές μαζί τους και τις φύλαγαν στις κρύπτες τους ώσπου να φύγουν. Πολλές φορές όμως τους εγκατέλειπαν εκεί εξ αιτίας κάποιας απρόσμενης κακοτυχίας και τους αποχωρίζονταν. Ωστόσο ποτέ δεν έσβηναν την ελπίδα στους τυχοδιώκτες να τους κατακτήσουν.

          Η συμφωνία που εξουσιοδοτούσε τον Τσέχο επιχειρηματία να ριχτεί στο υπόγειο του κάστρου και ν’  αρχίσει το κυνήγι του χαμένου θησαυρού, έγινε πριν εφτά χρόνια με κάθε προφύλαξη και μυστικότητα. Ήταν τότε που περπατούσαν δίπλα – δίπλα, τυλιγμένοι στα χοντρά τους παλτά, δήμαρχος και επιχειρηματίας και αργά – αργά ανέβαιναν το καλντερίμι για την πάνω πόλη κουβεντιάζοντας χαμηλόφωνα μέσα στο πηχτό σκοτάδι.

          Το τσουχτερό κρύο ήταν ανυπόφορο και η υγρασία τους δυσκόλευε την όραση και την αναπνοή. Η σιωπή που απλωνόταν παντού τους μεγάλωνε το φόβο και τους ανέβαζε το συναίσθημα ανασφάλειας στο κατακόρυφο. Που και που τα δυνατά γαυγίσματα των σκύλων και οι κακόηχες  κρωξιές των πουλιών της νύχτας έκαναν τις καρδιές τους να χοροπηδούν άταχτα σαν τρελές.       

<< Να, εκεί είναι το σπίτι μου κι εκεί θα κλείσουμε τη συμφωνία του θησαυρού >> του είπε μ’ ένα ύφος φιλικό ο δήμαρχος σαν μπήκαν και  κατηφόρισαν στο στενό δρομάκι που οδηγούσε στην Πισωρούγα.

      Χαμογέλασε ο επιχειρηματίας και με μια ξενική ακαλαίσθητη προφορά του αποκρίθηκε με υπεροπτικό ύφος: << Για να  δούμε όμως τι θα βρούμε! >> και προσπάθησε μέσα στη νύχτα να διακρίνει τα ερείπια του κάστρου που ορθώνονταν στα δυτικά τους. Βάζοντας ύστερα ελαφρά το χέρι του πάνω στον ώμο του δημάρχου, συμπλήρωσε γρήγορα χωρίς περιστροφές: << Είναι  μια δουλειά δύσκολη κι επικίνδυνη. Πολλές φορές  κάθε ένα από τούτα τα ερείπια είναι ο τάφος μας! Κι όμως δεν τα προσπερνούμε αλλά τα πλησιάζουμε! >>

          Στο σπίτι του δημάρχου ο ξένος επισκέπτης έμεινε ως τα χαράματα. Είπαν πολλά και διάφορα και πριν κλείσουν τη συμφωνία σηκώθηκε ο δήμαρχος και δείχνοντας ανήσυχος και φοβισμένος πλησίασε το παράθυρο και στάθηκε κοντά του. Εκεί σαν κοίταξε έξω το πυκνό σκοτάδι κι αφουγκράστηκε το δυνατό σφύριγμα του αέρα, τράβηξε ύστερα την άκρη της κουρτίνας και έκρυψε το τζάμι. Το πυκνό τώρα χειμωνιάτικο σκοτάδι κρύφτηκε και οι τραγικές μεταμορφώσεις που προξενούσε στα δέντρα το λιγοστό φως του φωτισμού εξαφανίστηκαν. Τότε βρήκε την ευκαιρία  να πει: << Μη με θεωρήσεις φαντασιόπληκτο γι’ αυτό που θα σου πω, αλλά πρέπει να στο ομολογήσω. Ο θησαυρός σύμφωνα με το θρύλο βρίσκεται μέσα σ’ ‘ένα βαθύ πηγάδι είκοσι εφτά μέτρων και θεωρείται στοιχειωμένο. Όσοι επιχείρησαν να κατέβουν μέχρι σήμερα στο βυθό του βρήκαν φριχτό θάνατο, έμειναν όλοι εκεί και δε γύρισε κανένας. Στην αμμουδιά κάτω στην παραλία σε μια βυθισμένη βάρκα βρέθηκε μια περγαμηνή  με το έμβλημα των πειρατών που ανέφερε πως μια αποστολή τους στο κάστρο είχε άδοξο τέλος αφού το πηγάδι έθαψε εφτά συντρόφους τους, όλοι τους νέα παιδιά από είκοσι έως τριάντα ετών. Υποθέτω πως αυτό το ξέρεις καλά αλλά θεωρώ χρέος μου να σε πληροφορήσω για τις δυσκολίες της αποστολής αφού στο κρυμμένο θησαυρό  που θα βρεις μερίδιο έχω κι εγώ >>.

           << Χα ! Χα! >>  έκανε ο Τσέχος, για να συμπληρώσει με μια ιερογλυφική έκφραση στα σκοτεινά του μάτια: << Σημασία έχει πως οι πειρατές  δε βρήκαν το θησαυρό! Αυτές οι μάταιες προσπάθειες που κάνουν πολλοί για να τον ανακαλύψουν να ξέρεις πως γεννούν μόνο καλό σε μας γιατί βεβαιώνουν πως ο θησαυρός υπάρχει και δεν είναι ανύπαρκτος! >>

         Αφού σταμάτησε και πήρε μια βαθιά ανάσα, συνέχισε με μια αινιγματική έκφραση: << Όμως ας σταματήσουμε εδώ τις φλυαρίες κι ας μου επιτρέπεις να αποκαλύψω κάτι πολύ σημαντικό >> και με μια γρήγορη κίνηση έβαλε το χέρι στον κόρφο του κι έβγαλε ένα κιτρινισμένο χαρτί. Σαν το άπλωσε  με ιδιαίτερη προσοχή πάνω στο τραπέζι, πρόσθεσε, σκύβοντας  πάνω  του με  σεβασμό :  << Για  κοίταξε  εδώ! >>

          Ο δήμαρχος έσκυψε κι άρχισε να το παρατηρεί. Ήταν παλιό και φθαρμένο μ’  ένα σκίτσο νεκροκεφαλής κοντά στο ερειπωμένο κάστρο του φόντου.  Στο κάτω μέρος και στ’ αριστερά  ήταν σημειωμένο με βέλος μια γραφή με τα στοιχεία  27 +  Ι432.

          << Οι χαρακτήρες  αυτοί σημαίνουν πολλά πράγματα για μας >> ψιθύρισε ο Τσέχος και άρχισε να του εξηγεί : << Το 27 σημαίνει το βάθος του πηγαδιού που είναι κρυμμένος ο θησαυρός, ο σταυρός το σύμβολο των Φράγκων χριστιανών και ο αριθμός Ι432 την πιθανή χρονολογία που έφυγαν από το κάστρο και εγκατέλειψαν το θησαυρό >>.

          Έξω χάραζε. Ήταν τα τελευταία λόγια του τυχοδιώκτη σ’ εκείνη τη συνάντησή τους. Από τότε είχαν περάσει εφτά χρόνια και καμία αξίωση ή επιθυμία δεν είχε εκφράσει για επικείμενη επιχείρηση ανεύρεσης του θησαυρού ώσπου η είδηση πως μια ομάδα τυχοδιωκτών θα ανέβαινε στο κάστρο τούτες τις μέρες έπεσε σαν βόμβα στα κεφάλια των κατοίκων και τους έκανα άνω κάτω.

          Έτσι αν και πολλοί δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι αυτό θα συνέβαινε και θεωρούσαν πως η φήμη παράμενε πάντα μετέωρη στο σκοτάδι, εντούτοις ήταν φανερό πως ζητούσαν να διακρίνουν μέσα από κάποια χαραμάδα έστω και μια αχνή αχτίδα αλήθειας για όσα επρόκειτο να συμβούν. Με την αγωνία λοιπόν να δουν κάτι αληθινό σε όσα διαδίδονταν, έκαναν πολλά βήματα εκείνο το κρύο πρωινό του Οκτώβρη ώσπου να φτάσουν έξω από την πόρτα του κάστρου και να επιβεβαιώσουν ιδίοις όμμασι τα δρώμενα.

          Και τότε πραγματικά είδαν την ομάδα των τυχοδιωκτών, από δεκατρείς ψηλούς και γεροδεμένους νέους άνδρες, με στολές εκστρατείας και εργαλεία εκσκαφής να τους προσπερνούν και παρακάμπτοντας τα δυο μαρμάρινα λιοντάρια που διακοσμούσαν την είσοδο του κάστρου, να περνούν την πόρτα του και να κατευθύνονται με αργό βηματισμό στην πρώτη ευρύχωρη ντάπια του. Από τότε δεν τους ξαναείδαν παρά σαν πέρασαν δεκατέσσερις μέρες.  Ήταν τότε που ο εργοδηγός  ένα φθινοπωρινό σούρουπο με δυνατό βοριά και θλιβερό μούχρωμα στον ουρανό της πόλης, καθισμένος έξω από το κάστρο και κάτω από τον πλάτανο τους διηγιόταν με φοβισμένο πρόσωπο τις πολλές τους κακοτυχίες που περνούσαν ψάχνοντας για το θησαυρό. Φαινόταν καταπονημένος και εκνευρισμένος όση ώρα διηγιόταν  και τα μάτια του ήταν πάντα καρφωμένα στο κάστρο  γεμάτα θλίψη και πόνο. Η όψη του γερασμένου προσώπου του ήταν πεισματικά σκληρή κι άγρια και μια ανατριχιαστική αίσθηση από όσα συνέβαιναν στα υπόγεια του κάστρου, διαπερνούσε το σκοτεινό βλέμμα του.

          Όμως παρόλα αυτά τους τα διηγιόταν με μαεστρία κι εύκολα καταλάβαινες πως δεν ήταν μυθοπλασίες αλλά πραγματικές αναφορές. Τους έλεγε λοιπόν πως σαν βρήκαν το πηγάδι με τον υποτιθέμενο κρυμμένο θησαυρό έπρεπε αμέσως να ελέγξουν το έδαφος για να βεβαιωθούν αν υπήρχε νερό ή όχι. Άρχισαν έτσι οι εκσκαφές για ν’ απομακρυνθούν   τα   χώματα με  τους ειδικούς  μεγάλους κάδους  Όσο  όμως  προχωρούσαν στο βάθος  οι εργάτες δυσκολεύονταν να φέρουν το σκαμμένο χώμα πάνω. Τότε χρησιμοποίησαν τα καρούλια από τα οποία κρεμούσαν τα σχοινιά με τους κάδους. Με το βίντζι ύστερα τους ανέβαζαν πάνω και τους άδειαζαν. Δυστυχώς όμως μια μέρα ένα ατύχημα στοίχισε τη ζωή ενός εργάτη. Ένας γεμάτος κάδος τον χτύπησε στο κεφάλι και τον άφησε στον τόπο.

          Οι εργασίες όμως συνεχίστηκαν με μεγαλύτερες δυσκολίες γιατί βρήκαν νερό που ανακατεμένο με το χώμα είχε δημιουργήσει τόνους από λάσπη. Έπρεπε ασταμάτητα ν’ αντλούν το νερό και να μεγαλώνουν  το βάθος, βγάζοντας τη λάσπη.  Ο αέρας όμως άρχισε κάποια στιγμή να χάνει το οξυγόνο του και πολλοί εργάτες λιποθύμησαν. Τότε βρήκαν τη μέθοδο του χωνιού για να τους γλιτώσουν. Το μεγάλο αυτό χωνί φτιαγμένο από ύφασμα αερόστατου κατέβαζε κάτω τον ανανεωμένο αέρα.  Μεγάλη όμως δυσκολία, τους έλεγε, συνάντησαν, στα βραχώδη πετρώματα των τοιχωμάτων του πηγαδιού. Δεν επιτρεπόταν να κάνουν τη διάνοιξη με φουρνέλα γιατί ήταν άκρως επικίνδυνο. Έτσι οι βράχοι γκρεμίζονταν μόνο με βαριές και τσαπιά. Το σκοτάδι πάλι ήταν το μεγάλο τους πρόβλημα. Το εξουδετέρωσαν  με καθρέφτες αλλά και πάλι το πρόβλημα δε λύθηκε στη ρίζα του.

          Εδώ σταμάτησε την αφήγησή του για να βυθιστεί σ’ έναν λογισμό για λίγο. Ύστερα συνέχισε με θαυμαστή πάλι ακρίβεια των λόγων του να λέει:

          << Έχουμε όμως να αντιμετωπίσουμε και τα ερπετά του βάθους. Τις τεράστιες μαύρες σαύρες  και τα μεγάλα και δηλητηριώδη φίδια που τυλίγονται στα πόδια μας και μας απειλούν θανάσιμα.        Μια νύχτα καθώς στεκόμουν κοντά σε μια ξύλινη εργαλειοθήκη, τράβηξε την προσοχή μου ένα μαύρο πράγμα, κουλουριασμένο σ’ ένα μικρό στρογγυλό βράχο, που γυάλιζε εντυπωσιακά στο λιγοστό φως που υπήρχε. Κοιτούσα για αρκετή ώρα αυτό το παράξενο πράγμα που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση αλλά και έκπληξη και αναρωτιόμουν τι να ήταν. Το πλησίασα και χωρίς και πολλή σκέψη το άγγιξα με το χέρι μου. Και τότε ένιωσα ένα δυνατό τσίμπημα στο δεξί μου αντίχειρα που πάγωσε το αίμα μου, θα έλεγα, από τον πόνο και το φόβο μου. Κι αμέσως βλέπω να ξετυλίγεται ένα πελώριο φίδι και να χάνεται σφυρίζοντας ανάμεσα στις σκόνες και τα χώματα. Αμέσως κι ενώ τρομοκρατημένος πήγα να λιποθυμήσω, ένας εργάτης προσφέρθηκε και μου έδωσε τις πρώτες βοήθειες. Ωστόσο σε λίγο το δάχτυλό μου έγινε τούμπανο. Πρήστηκε και γέμισε κόκκινες φλύκταινες και μελανές γραμμές. Με πονούσε αφάνταστα κι έδειχνε πως όσο κι αν το φρόντιζα θα μου γινόταν όσο περνούσε η ώρα ένας φριχτός εφιάλτης.  Τότε απελπισμένος άπλωσα το χέρι μου και με πλήρη συναίσθηση της τραγικότητας που βρισκόμουνα, έδειξα στους υπόλοιπους εργάτες το λιωμένο σχεδόν χέρι μου. Αυτό τους προκάλεσε τρόμο που στο θάμπος του λιγοστού φωτός, οι σκιές στα πρόσωπά τους φαίνονταν σαν τεθλασμένες και δυσδιάκριτες  ρωγμές.  Ο δε νους τους ταράχτηκε τόσο πολύ που μερικοί έδειξαν έτοιμοι να σωριαστούν κάτω >>.

          Τότε ένας μακρόσυρτος ήχος ακούστηκε από τα χείλη του εργοδηγού, που συμπλήρωσε με μια θλιβερή ειρωνεία: << Σας είπα απλά μια σειρά από γεγονότα που αντιμετωπίσαμε >> και με μια λιγότερη ευφάνταστη τώρα διάθεση, συνέχισε: << Η λαϊκή πίστη πως υπάρχει μια υπόγεια σήραγγα που οδηγεί στη θάλασσα, μας έκανε να υπερασπιστούμε τη σοβαρότητά της και να ψάξουμε κι εκεί για τον κρυμμένο θησαυρό. Όμως τα εμφανή ίχνη που βρήκαμε από σκελετούς ανθρώπινους, μας ανησυχεί γιατί θεωρούμε πως κάποιο στοιχειό υπάρχει εκεί που προξενεί τους θανάτους. Παρά όμως τους φόβους μας αποφασίσαμε τελικά να στείλουμε δυο άντρες σήμερα το πρωί σ’ αυτή την κολασμένη υπόγεια σήραγγα, ρισκάροντας  ακόμη και τη ζωή τους.

          Ο συσχετισμός του τόπου και του χρόνου μ’ έπεισε πως κάτι καλό θα βγει απ’  αυτή την επιχείρηση. Έτσι πήρα και την απόφαση να σας διηγηθώ αυτή τη σπουδαία μας αποστολή, για να ανακουφιστώ απ΄ το αβάσταχτο βάρος που νιώθω για την τύχη των αντρών. Γιατί πολλοί από τους συνεργάτες μου με κατηγορούν πως αυτό που κάνω είναι μια κρίση παράνοιας και πως μέσα από το άπληστο πάθος μου για το κέρδος δε διστάζω να στείλω και μερικούς στον τάφο! >>

          Μια κραυγή όμως που ακούστηκε από την ντάπια του κάστρου τον έκανε να σταματήσει την αφήγηση και να στρέψει προς τα εκεί το κεφάλι του.  Και σαν η λέξη << φωτιά! >> επαναλήφθηκε πολλές φορές, σηκώθηκε έντρομος και κίνησε προς την πόρτα του κάστρου. Έτσι λίγο πριν την περάσει, στράφηκε και  με μια αρχέγονη κι ενστικτώδη  σκέψη τους ψιθύρισε, βαριά προβληματισμένος:

          << Δε θα προσπαθήσω ν’ ανακαλύψω μια αλληλουχία του αιτίου που είναι ο θησαυρός και του αποτελέσματος που είναι  η καταστροφή, αλλά μπορώ να μαντέψω πως τα γεγονότα  με τρομάζουν! >> και κουνώντας ζωηρά το κεφάλι του, έτρεξε γρήγορα για την κορυφή της ντάπιας.

        ellinikoxronografima.blogspot.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου