ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ
Ο Κυπάρισσος είναι ήρωας της ελληνικής μυθολογίας. Σύμφωνα με αυτή, πρόκειται για έναν όμορφο νέο με αριστοκρατική καταγωγή. Οι εκδοχές για την καταγωγή του αυτή είναι δύο. Η πρώτη αναφέρει ότι ο Κυπάρισσος ήταν από την νήσο Κέα (Τζια), ήταν γιος του Τήλεφου και εγγονός του ημίθεου Ηρακλή. Η δεύτερη υποστηρίζει πως ήταν γιος του βασιλιά Μινύα και αδερφός του Ορχομενού. Αναφέρεται επίσης η εκδοχή ότι έδωσε το όνομά του στην Κυπαρισσία.
Ο Κυπάρισσος σκοτώνει άθελά του το αγαπημένο του ελάφι.Ψηφιδωτό (ρωμαϊκό;) στο High Cross Street, Leicester, Αγγλία. Jewry Wall museum
Ο μύθος
Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, ο έφηβος Κυπάρισσος απέκτησε την εύνοια του θεού Απόλλωνα, ο οποίος του χάρισε ένα εξημερωμένο ιερό ελάφι για συντροφιά. Μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα ο Κυπάρισσος είχε βγει για κυνήγι, στο δάσος το οποίο το ελάφι συνήθιζε να διασχίζει. Και ενώ το ελάφι κοιμόταν ξαπλωμένο στον ίσκιο των θάμνων και των κλαδιών που υπήρχαν τριγύρω, ο νέος χωρίς να αντιληφθεί ότι επρόκειτο για το αγαπημένο του ζώο και πιστεύοντας ότι είναι κάποιο θήραμα, σήκωσε το δόρυ του, το σημάδεψε και το σκότωσε. Καθώς πλησίασε το τραυματισμένο ζώο, κατάλαβε το λάθος του και ξέσπασε σε κλάματα. Απαρηγόρητος και απελπισμένος πια παρακάλεσε τους θεούς να πεθάνει και εκείνος, μην μπορώντας να αντέξει την θλίψη και το βάρος του χαμού του αγαπημένου του συντρόφου, και ζήτησε τα δάκρυα του να κυλούν αιώνια. Ο Απόλλωνας λυπήθηκε τον νεαρό και αποφάσισε να τον ανακουφίσει από την μεγάλη του δυστυχία. Τον μεταμόρφωσε λοιπόν σε κυπαρίσσι και τα δάκρυα του θα κυλούσαν αιώνια από το δέντρο αυτό. Το δένδρο αφιερώθηκε στον Πλούτωνα, τον θεό των νεκρών και έγινε σύμβολο πένθους. Οι αρχαίοι Έλληνες μετά τον θάνατο ενός αγαπημένου τους προσώπου, κρεμούσαν κλωνάρια κυπαρισσιού έξω από τις πόρτες τους, στόλιζαν με αυτά τα σώματα των νεκρών ή έκαιγαν πάνω τους τις νεκρικές σωρούς. Επίσης, κυπαρίσσια φυτεύονταν δίπλα σε τάφους και ναούς, αλλά και στα ιερά άλση, μια συνήθεια που διατηρείται μέχρι και σήμερα. Ο χυμός του δένδρου αυτού σχηματίζει σταγόνες όμοιες με δάκρυα πάνω στον κορμό του.
Ο Κυπάρισσος, το ελάφι που σκότωσε και η μεταμόρφωσή του.
Andreoli, Giorgio, πιάτο, 1525-30
Ο Κυπάρισσος, το ελάφι που σκότωσε και η μεταμόρφωσή του.
Andreoli, Giorgio, πιάτο, 1525-30
Γιόλα Αργυροπούλου Παπαδοπούλου - Το πάρκο με τα κυπαρίσσια
Ξέρεις,
Αγάπη μου,
από πότε αγάπησα
το πάρκο με τα κυπαρίσσια
απέναντι από το σπίτι μας;
Από τότε
που άρχισες να μου μιλάς
για τα πουλιά…
Εγώ
δεν ήξερα τίποτα
για τα πουλιά…
Μονάχα τα αγαπούσα,
επειδή
- κάθε πρωί -
με ξυπνούσαν με τα τραγούδια τους…
Κάποιο ανοιξιάτικο πρωινό
- πριν το χάραμα -
βγήκαμε στη βεράντα.
Δεν ακουγόταν τίποτ’ άλλο
παρά μόνον
οι φωνές των πουλιών
μέσα στο πάρκο με τα κυπαρίσσια
απέναντι από το σπίτι μας.
Αμέτρητες φωνούλες.
Ατέλειωτα τραγούδια.
Μια μαγική συμφωνία
από
μια αθέατη χορωδία.
Μια μελωδία παραμυθιού.
«Μα τί πουλιά είναι αυτά;»
σε ρώτησα μαγεμένη.
«Σπίνοι, κοτσύφια, σπουργίτια,
περιστέρια, χελιδόνια, καρδερίνες,
δεκαοχτούρες…»
μου απάντησες.
Κι άρχισες να μου μιλάς
για όλ’ αυτά τα πουλιά
με τον ενθουσιασμό
ενός μικρού παιδιού
και
με τη σοφία
κάποιου ειδικού…
Μου μίλησες
για τη ζωή τους,
για τα χρώματά τους,
για την τροφή τους,
για το ζευγάρωμά τους…
Μου μιλούσες
κι έβλεπα τα μάτια σου
δακρυσμένα,
λες
και μιλούσες
για πρόσωπα δικά σου,
για πρόσωπα αγαπημένα…
Ήξερες τα πάντα!
Μπορούσες να διακρίνεις
ακόμα και τις φωνές τους.
«Αυτό που ακούς τώρα
είναι καρδερίνα…
Αυτό είναι σπουργίτι…
Αυτό είναι σπίνος…»
μου έλεγες.
Ήξερες
ακόμα και να μιμείσαι
τις φωνές τους.
Μιμήθηκες
τη φωνή των σπίνων
κι άκουσα έναν σπίνο
να σου απαντά.
Μιμήθηκες
τη φωνή των κοτσυφιών
και είδα ένα κοτσύφι
να πετάει,
να έρχεται
και
να κάθεται
πάνω στο κάγκελο
της βεράντας μας…
«Και δεν είναι μόνον αυτά,
μικρή μου…»
συνέχισες.
«Έρχονται κι άλλα…
Κάποια μέρα
είδα στο πάρκο
μια κουκουβάγια…
Κάποτε
ήρθε στον κήπο μας
κι ένας τσαλαπετεινός…
Ξέρεις,
είναι αυτό το εντυπωσιακό πουλί
με το τρίχρωμο λοφίο,
μαύρο, κόκκινο και λευκό…».
Κάποια μέρα
υψώσαμε το βλέμμα μας
στην κορυφή
του πιο ψηλού κυπαρισσιού
και είδαμε
δυο ασπρόμαυρα πουλιά
να φιλιούνται.
Ήταν
η μοναδική φορά
που δεν σε ρώτησα,
που δεν ήθελα να μάθω,
που δεν θα είχε καμία σημασία
αν μάθαινα
ποια πουλιά ήταν…
Η μοναδική φορά
που και συ
δεν είπες το παραμικρό…
Μονάχα
κοίταξες τα πουλιά
κι έπειτα εμένα.
Σε λίγο
τα ασπρόμαυρα πουλιά
πέταξαν
κι εμείς
συνεχίσαμε το φιλί τους.
Μέσα στο γραφείο μας.
Απέναντι
από το πάρκο με τα κυπαρίσσια…
Ευτυχία αμέτρητη
σε στιγμές μετρημένες…
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης - Το Ψυχοσάββατο
Εις τον βαρύν τον ίσκιο σου, μαύρο μου κυπαρίσσι,
Ξέρεις,
Αγάπη μου,
από πότε αγάπησα
το πάρκο με τα κυπαρίσσια
απέναντι από το σπίτι μας;
Από τότε
που άρχισες να μου μιλάς
για τα πουλιά…
Εγώ
δεν ήξερα τίποτα
για τα πουλιά…
Μονάχα τα αγαπούσα,
επειδή
- κάθε πρωί -
με ξυπνούσαν με τα τραγούδια τους…
Κάποιο ανοιξιάτικο πρωινό
- πριν το χάραμα -
βγήκαμε στη βεράντα.
Δεν ακουγόταν τίποτ’ άλλο
παρά μόνον
οι φωνές των πουλιών
μέσα στο πάρκο με τα κυπαρίσσια
απέναντι από το σπίτι μας.
Αμέτρητες φωνούλες.
Ατέλειωτα τραγούδια.
Μια μαγική συμφωνία
από
μια αθέατη χορωδία.
Μια μελωδία παραμυθιού.
«Μα τί πουλιά είναι αυτά;»
σε ρώτησα μαγεμένη.
«Σπίνοι, κοτσύφια, σπουργίτια,
περιστέρια, χελιδόνια, καρδερίνες,
δεκαοχτούρες…»
μου απάντησες.
Κι άρχισες να μου μιλάς
για όλ’ αυτά τα πουλιά
με τον ενθουσιασμό
ενός μικρού παιδιού
και
με τη σοφία
κάποιου ειδικού…
Μου μίλησες
για τη ζωή τους,
για τα χρώματά τους,
για την τροφή τους,
για το ζευγάρωμά τους…
Μου μιλούσες
κι έβλεπα τα μάτια σου
δακρυσμένα,
λες
και μιλούσες
για πρόσωπα δικά σου,
για πρόσωπα αγαπημένα…
Ήξερες τα πάντα!
Μπορούσες να διακρίνεις
ακόμα και τις φωνές τους.
«Αυτό που ακούς τώρα
είναι καρδερίνα…
Αυτό είναι σπουργίτι…
Αυτό είναι σπίνος…»
μου έλεγες.
Ήξερες
ακόμα και να μιμείσαι
τις φωνές τους.
Μιμήθηκες
τη φωνή των σπίνων
κι άκουσα έναν σπίνο
να σου απαντά.
Μιμήθηκες
τη φωνή των κοτσυφιών
και είδα ένα κοτσύφι
να πετάει,
να έρχεται
και
να κάθεται
πάνω στο κάγκελο
της βεράντας μας…
«Και δεν είναι μόνον αυτά,
μικρή μου…»
συνέχισες.
«Έρχονται κι άλλα…
Κάποια μέρα
είδα στο πάρκο
μια κουκουβάγια…
Κάποτε
ήρθε στον κήπο μας
κι ένας τσαλαπετεινός…
Ξέρεις,
είναι αυτό το εντυπωσιακό πουλί
με το τρίχρωμο λοφίο,
μαύρο, κόκκινο και λευκό…».
Κάποια μέρα
υψώσαμε το βλέμμα μας
στην κορυφή
του πιο ψηλού κυπαρισσιού
και είδαμε
δυο ασπρόμαυρα πουλιά
να φιλιούνται.
Ήταν
η μοναδική φορά
που δεν σε ρώτησα,
που δεν ήθελα να μάθω,
που δεν θα είχε καμία σημασία
αν μάθαινα
ποια πουλιά ήταν…
Η μοναδική φορά
που και συ
δεν είπες το παραμικρό…
Μονάχα
κοίταξες τα πουλιά
κι έπειτα εμένα.
Σε λίγο
τα ασπρόμαυρα πουλιά
πέταξαν
κι εμείς
συνεχίσαμε το φιλί τους.
Μέσα στο γραφείο μας.
Απέναντι
από το πάρκο με τα κυπαρίσσια…
Ευτυχία αμέτρητη
σε στιγμές μετρημένες…
Μαλέας Κωνσταντίνος-Χελμός
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης - Το Ψυχοσάββατο
Εις τον βαρύν τον ίσκιο σου, μαύρο μου κυπαρίσσι,
απόψε τα μεσάνυχτα θα νά ’λθει να καθίσει,
ένας πατέρας πὄχασεν όμορφη θυγατέρα.
Τηνε γυρεύει εδώ κι εκεί, τη νύχτα, την ημέρα,
και δεν τη βρίσκει ο δύστυχος. Όσους ρωτά του λένε
πως δεν την είδαν να διαβεί και τον θωρούν και κλαίνε.
Γ.Δροσίνης - Τι λοιπόν
Τι λοιπόν; Της ζωής μας το σύνορο
θα το δείχνει ένα ορθό κυπαρίσσι;
Κι απ' ό,τι είδαμε, ακούσαμε, αγγίξαμε
τάφου γη θα μας έχει χωρίσει;
Ό,τι αγγίζουμε, ακούμε και βλέπουμε,
τούτο μόνο Ζωή μας το λέμε;
Κι αυτό τρέμουμε μήπως το χάσουμε
και χαμένο στους τάφους το κλαίμε;
Σ' ό,τι αγγίζουμε, ακούμε και βλέπουμε
της ζωής μας ο κόσμος τελειώνει;
Τίποτε άλλο; Στερνό μας απόρριμα
το κορμί που σκορπιέται και λιώνει;
Κάτι ανέγγιχτο, ανάκουστο, αθώρητο
μήπως κάτω απ' τους τάφους ανθίζει
κι ό,τι μέσα μας κρύβεται αγνώριστο
μήπως πέρ' απ' το θάνατο αρχίζει;
Μήπως ό,τι θαρρούμε βασίλεμα
γλυκοχάραμ' αυγής είναι πέρα
κι αντί να 'ρθει μια νύχτ' αξημέρωτη
ξημερώνει μι' αβράδιαστη μέρα;
Μήπως είν' η αλήθεια στο θάνατο
κι η ζωή μήπως κρύβει την πλάνη;
¨Ο,τι λέμε πως ζει μήπως πέθανε
κι είν' αθάνατο ό,τι έχει πεθάνει;
Δρόμος με κυπαρίσσι και αστέρι, Βίνσεντ Βαν Γκογκ
2. Α ναι παρά τη θέληση μου
έγινε ο κόσμος έτσι που
γράφω σαν να 'χω αποσχιστεί απ' τη μοίρα μου
το αμύγδαλο του κόσμου
είναι πικρό και δεν
γίνεται να το βρεις παρεχτός αν
κοιμηθείς μισός έξω απ' τον ύπνο
μεγεθύνονται το σπίτια
τρομερές γυναίκες απέχοντας απ' το
λυτό μαλλί τους όσο η βροντή απ' τη λάμψη της
παν μοιράζοντας τις άχνες
δω κι εκεί τ' ουρανού
οι οπές
παραπλανούν το θάνατο
τις νύχτες
που μιλάω σαν ν' ανασκαλεύω αστερισμούς
στη θράκα την επάνω μια στιγμή σχηματίζεται
η όψη που θα μου έδινε
ο Θεός εάν ήξερε
πόσο η γη στ' αλήθεια μου στοιχίζει
σε απόγνωση
σε διάφορα ψιθυρισμένα μες στη νύχτα «επέπρωτο»
σε κυπαρίσσια
αιωνόβια σαν ποιήματα
που ζητώντας να φκιάσω απραγματοποιήθηκα.
( Απόσπασμα )
Μιχάλης Οικονόμου - Ξωκκλήσι με κυπαρίσσια
Οδυσσέας Ελύτης - Επτά νυχτερινά Επτάστιχα
Όλα τα κυπαρίσσια δείχνουνε μεσάνυχτα
Όλα τα δάχτυλα
Σιωπή
Έξω από τ' ανοιχτό παράθυρο του ονείρου
Σιγά σιγά ξετυλίγεται
Η εξομολόγηση
Και σαν θωριά λοξοδρομάει προς τ' άστρα!
Κώστας Καρυωτάκης - Ανοιξη
Έτσι τους βλέπω εγώ τους κήπους.
Στον κήπο απόψε μου μιλεί μια νέα μελαγχολία.
Βυθίζει κάποια μυγδαλιά τον ανθοχαμόγελό της
στου βάλτου το θολό νερό. Και η θύμηση τής νιότης
παλεύει τόσο θλιβερά την άρρωστη ακακία...
Όλα τα κυπαρίσσια δείχνουνε μεσάνυχτα
Όλα τα δάχτυλα
Σιωπή
Έξω από τ' ανοιχτό παράθυρο του ονείρου
Σιγά σιγά ξετυλίγεται
Η εξομολόγηση
Και σαν θωριά λοξοδρομάει προς τ' άστρα!
Μιχάλης Οικονόμου - Τοπίο με κυπαρίσσι
Έτσι τους βλέπω εγώ τους κήπους.
Στον κήπο απόψε μου μιλεί μια νέα μελαγχολία.
Βυθίζει κάποια μυγδαλιά τον ανθοχαμόγελό της
στου βάλτου το θολό νερό. Και η θύμηση τής νιότης
παλεύει τόσο θλιβερά την άρρωστη ακακία...
Εξύπνησε μια κρύα πνοή μες στη σπασμένη σέρα,
όπου τα ρόδα είναι νεκρά και κάσα η κάθε γάστρα.
Το κυπαρίσσι, ατελείωτο σα βάσανο, προς τ' άστρα
σηκώνει τη μαυρίλα του διψώντας τον αέρα.
Και πάνε, πένθιμη πομπή λες, της δεντροστοιχίας
οι πιπεριές και σέρνονται τα πράσινα μαλλιά τους.
Οι δύο λατάνιες ύψωσαν μες στην απελπισία τους
τα χέρια. Κι είναι ο κήπος μας κήπος μελαγχολίας.
Χρήστος Μποκόρος - Κυπαρίσσι
Xρίστος Λάσκαρης - ΤΟ ΚΥΠΑΡΙΣΣΙ
Εξαίρεση,
το κυπαρίσσι:
μόνο αυτό
διψά για ουρανό,
μόνο αυτό
μάχεται να ξεφύγει.
Όλα τά άλλα
ερωτοτροπούνε με τη γη
Ουμβέρτος Αργυρός - Τοπίο με κυπαρίσσι
Κωστής Παλαμάς - Εκατό φωνές
Ας τα ζητάνε μακρινοί ταξιδευτάδες άλλοι
Στ’ Άλπεια βουνά τετράψηλα τα μαγικά εντελβάις·
Είμαι τ’ ασάλευτο στοιχειό, κάθε χρονιά μ’ ευφραίνει
Ο Απρίλης μες στον κήπο μου, μες στο χωριό μου ο Μάης.
Ω λίμνες, φιόρδες, της Φραγκιάς παλάτια, ναοί, λιμάνια,
Φέγγη υπερβόρεια, τροπικά λουλούδια και ρουμάνια,
Της τέχνης θάματα, ομορφιές απίστευτες του κόσμου,
Κάποιο νησάκι εδώ αγαπώ κι όλο το βλέπω εμπρός μου.
Αγνάντια στο παράθυρο· στο βάθος
Ο ουρανός, όλο ουρανός, και τίποτ’ άλλο·
Κι ανάμεσα ουρανόζωστον ολόκληρο,
Ψηλόλιγνο ένα κυπαρίσσι· τίποτ’ άλλο.
Και ή ξάστερος ο ουρανός ή μαύρος είναι,
Στη χαρά του γλαυκού, στης τρικυμιάς το σάλο,
Όμοια και πάντα αργολυγάει το κυπαρίσσι,
Ήσυχο, ωραίο, απελπισμένο. Τίποτ’ άλλο.
Landscape by Amedeo Modigliani
Κωστής Παλαμάς - ΚΕΡΚΥΡΑ
Εκεί που ακόμα ζουν οι Φαίακες του Ομήρου
και σμιγ’ η Ανατολή μ’ ένα φιλί τη Δύση,
κι ανθεί παντού με την ελιά το κυπαρίσσι,
βαθύχρωμη στολή στο γαλανό του Απείρου,
εκεί η ψυχή μου ωρέχτηκε να γλυκοζήσει
στο μεγαλόπετρο όραμα της γης του Πύρρου,
εκεί που χύνονται σαν ομορφιές ονείρου
η μάννα της αυγής, της αρμονίας η βρύση.
Τ’ αθάνατου Τυφλού με νέα φωνή ελληνίδα
σοφά εκεί πέρ’ αντιλαλούν οι ραψωδίες,
εκεί αναπνέει από τα ρόδα ευωδίες
του Σολωμού η σκιά σε Ηλύσια, και τεχνίτης
εκεί της λύρας ξαναζεί και την πατρίδα
και τη δόξα ο Δημόδοκος υμνεί της Κρήτης.
Landscape by Amedeo Modigliani
Ζαχαρίας Παπαντωνίου -Το κυπαρίσσι
Εἶμαι το δέντρο που ἀκολουθεῖ τη γραμμή τῆς προσευχῆς ὅταν ἀνεβαίνει
ἀπό ἥσυχη ψυχή.
Εἶμαι ἡ λόγχη που κοκκίνισε στο αἷμα τῆς δύσης και φρουρεῖ το Ἀόρατο
ἀπ᾿ την ἄρνηση και την εἰρωνεία.
Εἶμαι στις γιορτές τοῦ τοπίου το μαῦρο ράσο που δεν τελείωσεν ἀκόμα
τη δοκιμασία του.
Εἶμαι το καμπαναριό στο ναό τοῦ πόνου και για τις ψυχές που ἔχουν σκοπό
σημαίνει τους ὄρθρους και τους εσπερινούς ἡ σιωπή μου.
Blossoming, Vincent van Gogh ...
Γιάννης Ρίτσος - Ρωμιοσύνη |
Μαρμάρωσαν τα δέντρα, τα ποτάμια κι οι φωνές μες στον ασβέστη
του ήλιου.
Η ρίζα σκοντάφτει στο μάρμαρο. Τα σκονισμένα σκοίνα.
Το μουλάρι κι ο βράχος. Λαχανιάζουν. Δεν υπάρχει νερό.
Όλοι διψάνε. Χρόνια τώρα. Όλοι μασάνε μια μπουκιά ουρανό
πάνου απ' την πίκρα τους.
Τα μάτια τους είναι κόκκινα απ' την αγρύπνια,
μια βαθιά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα φρύδια τους
σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δυο βουνά το λιόγερμα.
του ήλιου.
Η ρίζα σκοντάφτει στο μάρμαρο. Τα σκονισμένα σκοίνα.
Το μουλάρι κι ο βράχος. Λαχανιάζουν. Δεν υπάρχει νερό.
Όλοι διψάνε. Χρόνια τώρα. Όλοι μασάνε μια μπουκιά ουρανό
πάνου απ' την πίκρα τους.
Τα μάτια τους είναι κόκκινα απ' την αγρύπνια,
μια βαθιά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα φρύδια τους
σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δυο βουνά το λιόγερμα.
Cypress Trees at San Vigilio, 1913, John Singer Sargent
Μίλτος Σαχτούρης - Η πληγωμένη ΆνοιξηΗ πληγωμένη Άνοιξη τεντώνει τα λουλούδια της
οι βραδινές καμπάνες την κραυγή τους
κι η κάτασπρη κοπέλα μέσα στα γαρίφαλα
συνάζει στάλα-στάλα το αίμα
απ' όλες τις σημαίες που πονέσανε
από τα κυπαρίσσια που σφάχτηκαν
για να χτιστεί ένα πύργος κατακόκκινος
μ' ένα ρολόγι και δυο μαύρους δείχτες
κι οι δείχτες σα σταυρώνουν θά 'ρχεται ένα σύννεφο
κι οι δείχτες σα σταυρώνουν θά 'ρχεται ένα ξίφος
το σύννεφο θ' ανάβει τα γαρίφαλα
το ξίφος θα θερίζει το κορμί της
Cypress Row Tuscany Italy by Elaine Farmer
Γ. Σεφέρης - Νιζίνσκι
Παρουσιάστηκε καθώς κοίταζα στο τζάκι μου τ᾿ ἀναμμένα κάρβουνα.
Κρατοῦσε στα χέρια ἕνα μεγάλο κουτί κόκκινα σπίρτα. Μοῦ τὄ ῾δειξε σαν τους ταχυδακτυλουργούς που βγάζουν ἀπό τη μύτη τοῦ διπλανοῦ μας ἕνα ἀβγό. Τράβηξε ἕνα σπίρτο, ἔβαλε φωτιά στο κουτί, χάθηκε πίσω ἀπό μία πελώρια φλόγα, κι ὕστερα στάθηκε μπροστά μου.
Θυμᾶμαι το βυσσυνί του χαμόγελο και τα γυαλένια του μάτια. Ἕνα ὀργανέτο στο δρόμο χτυποῦσε ὁλοένα την ἴδα νότα. Δεν ξέρω να πῶ τί φοροῦσε. Μ᾿ ἔκανε να συλλογιέμαι ἐπίμονα ἕνα πορφυρό κυπαρίσσι. Σιγά σιγά τα χέρια του ἄρχισαν να ξεχωρίζουν ἀπό το τεντωμένο του κορμί σε σταυρό. Ἀπό ποῦ μαζεύτηκαν τόσα πουλιά; Θὰ ῾λεγες πως τα εἶχε κρυμμένα κάτω ἀπό τις φτεροῦγες του.( Απόσπασμα )
🍂🍂
Κι αν ο αγέρας φυσά, δε μας δροσίζει
κι ο ίσκιος μένει στενός κάτω απ' τα κυπαρίσσια
κι όλο τριγύρω ανηφόρι στα βουνά
Μας βαραίνουν οι φίλοι
που δεν ξέρουν πια πως να πεθάνουν
Κι αν ο αγέρας φυσά, δε μας δροσίζει
κι ο ίσκιος μένει στενός κάτω απ’ τα κυπαρίσσια
κι όλο τριγύρω ανηφόρι στα βουνά
Μας βαραίνουν οι φίλοι
που δεν ξέρουν πια πως να πεθάνουν
Κι αν ο αγέρας φυσά, δε μας δροσίζει
κι ο ίσκιος μένει στενός κάτω απ’ τα κυπαρίσσια
κι όλο τριγύρω ανηφόρι στα βουνά
John Singer Sargent, " Cypresses and Pines "
ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Βλέπεις σ΄εκείνο το βουνό δυο μαύρα κυπαρίσσια
και κάτωθέν τους κάτασπρην μιάλην στενήν πλάκα;
Σύντας φυσύση άνεμος τες άκρες τους κολλούσι
και τα κλαδιά τους σμίγουσι κι’ αρχίζουν και λαλούσι:
«Μαργιώ μου χρυσοπλουμιστή, σαν ο κακός πατέρας
δεν ήθελεν στ’ αγκάλια μου να σε ιδή νυφούλα
πήρα τα όρη, πήρα τα, καλόερος να γένω,
μα πάντα οι ομορφάδες σου τον νουν μου εζαλίζαν.»
«Κι΄εώ, σα σ΄είδα κι’ έφυες και τα βουνά τα πήρες,
τους βρούλους* μου τους ξούρισα κ΄εις το λαμπρό τους ρίχνω.
Ρούχα μαύρα εφόρησα κ΄εις τα στενά, μονάχη,
ψωμοζητούσα κ’ έφευκα τον δόλιο μου πατέρα.
Μα σύνταν ήρτα στο βουνό τούτο που τώρα στέκεις
νεκρός κοντά μου, κ΄ έτυχε την πλάκα σου να εύρω,
πέφτω χαμαί, στα χώματα κυλιούμαι σαν το κτήνος.
Σωστά τρία μερόνυχτα, χωρίς νερό, προσφάϊ΄,
‘πο πάνωθιό της πλάκας σου εφώναζα τον Χάρο.
Μ΄ άκουσε κ’ ήρτε τρέχοντας και τη ψυχή μου πήρε.»
«Για ‘δε τα τάρημα κορμιά τα κακοσκοτομένα·
σύντας εζούσαν χωριστά ήταν το έναν τ΄άλλου,
και τώρα εσμιχτήκασι νεκρά, ξεψυχισμένα.
Κακοί γονείς μας, μάθετε να μη μας τυραγνάτε
τους γιούς σας και τες κόρες σας, γιατί σαν σκοτωθούνε
ο κόσμος όλος λέει σας κακούς σαν τ΄άγρια κτήνη.»
🍂🍂
Ανάμεσα στα χαρτιά του Διονυσίου Σολωμού βρέθηκε και χειρόγραφο τετράδιο με μια συλλογή δημοτικών τραγουδιών της Κύπρου που, καθώς φαίνεται τα έδωσε στον ποιητή ο Κύπριος φίλος του Επαμεινώνδας Ι. Φραγκούδης, όταν σπούδαζε ελληνική φιλολογία, και που του τα αντέγραψε, χωρίς όμως με πολλή ακρίβεια. Η χειρόγραφη αυτή συλλογή έχει τον τίτλο «Τραγούδια Κυπριώτικα Δημοτικά».
Περιέχει δεκαπέντε ποιήματα με τους ακόλουθους, κατά σειρά, τίτλους: «Το γιοφύρι», «Η σκλαβωμένη Αδελφή», «Του Δράκου», «Κόρη σκοτωμένη από τον πατέρα της, όταν αγαπά έναν Τούρκο», «Ο ερωτευμένος προς την αγαπητικιά του», «Νιός πηγαίνοντας στον πόλεμο αποχαιρετάει τους γονείς του», «Τα δύο κυπαρίσσια», «Του Γιαννή», «Το ελάφι», «Ο Γιώργης λευτερώνει την αδελφή του», «Το όνειρο», «Το σκοτωμένο αντρόγυνο», «Τα δύο περιστέρια», «Της Γιώργιανας», «Του Γιακουμή», ένα ερωτικό δίστιχο και δυο τετράστιχα.
http://www.diakonima.gr/
Cypresses at Cagnes, 1908, by Henri-Edmond Cross
ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ
Ὕπνε που παίρνεις τα παιδιά, ἔλα πάρε και τοῦτο
Μικρό-μικρό σοῦ τό᾿ δωκα, μεγάλο φέρε μου το
Μεγάλο σαν ψηλό βουνό, ἴσιο σαν κυπαρίσσι
Κι οἱ κλῶνοι του ν᾿ ἁπλώνονται σ᾿ ανατολή και δύση.
Νάνι, νάνι, νάνι, νάνι, ὕπνον ἥσυχο να κάνει
Να κοιμᾶται να μερώνει, να ξυπνᾶ να μεγαλώνει.
Να κοιμᾶται σαν τ᾿ ἀρνάκι, να ξυπνᾶ σαν τ᾿ ἀηδονάκι
Μην πατᾶτε, μη βροντᾶτε, το παιδάκι μου κοιμᾶται.
Νάνι, θά᾿ ρθει ἡ μάνα σου, ἀπ᾿ το δαφνοπόταμο
Κι ἀπό το γλυκό νερό, αὰ σοῦ φέρει λούλουδα
Λούλουδα, τριαντάφυλλα και μοσχογαρούφαλα.
Landscape With Cypresses by Gustav Klimt
Η ΚΑΤΑΡΑ ΤΗΣ ΑΠΑΡΝΗΜΕΝΗΣ
Φεγγάρι μου, πού σαι ψηλά και χαμηλά λογιάζεις,
πουλάκια, που είστε 'ς τα κλαριά και 'ς τοις κοντοραχούλαις,
και σεις περιβολάκια μου, με το πολύ το άνθι,
μην είδατε τον αρνηστή, τον ψεύτη της αγάπης;
οπού μ' εφίλειε κ' ώμονε, ποτέ δε μ' απαρνειέται,
και τώρα μ' απαράτησε σαν καλαμιά 'ς τον κάμπο.
σπέρνουν, θερίζουν τον καρπό κ' η καλαμιά απομένει,
βάνουν φωτιά 'ς την καλαμιά κι' άπομαυρίζει ο κάμπος.
Έτσι είναι κ' η καρδούλα μου μαύρη, σκοτεινιασμένη.
Θέλω να τον καταραστώ και τον πονεί η ψυχή μου,
μα πάλι ας τον καταραστώ κι' ό,τι του μέλλει ας πάθη.
Σε κυπαρίσσι ν' ανεβή, να μάση τον καρπό του,
το κυπαρίσσι να ειν' ψηλό, να λυγιστή να πέση.
Από ψηλά να γκρεμιστή και χαμηλά να πέση,
σαν το γυαλί να ραγιστή, σαν το κερί να λειώση.
Να πέση εις τούρκικα σπαθιά, εις φράγκικα μαχαίρια.
Πέντε γιατροί να τον κρατούν και δέκα μαθητάδες,
και δεκοχτώ γραμματικοί τα πάθη του να γράφουν.
Κ' εγώ διαβάτρα να γενώ και να τους χαιρετήσω.
"Καλώς τα κάνετε, γιατροί, καλώς τα πολεμάτε,
αν κόβουν τα ψαλίδια σας, κορμί μη λυπηθήτε,
έχω κ' εγώ λινό παννί σαρανταπέντε πήχαις,
όλο μουρτάρια και ξαντά 'ς του δίγνωμου τη σάρκα,
κι' α δε σας φτάσουνε κι' αυτά κόβω και την ποδιά μου,
πουλώ και τα μεταξωτά τα ρημοσκοτεινά μου,
κι' α θέλη γαίμα γιατρικό, πάρετε οχ την καρδιά μου"
Μποκατσιάμπης Βικέντιος-Κυπαρίσσια
Λαϊκοί θρύλοι και παραδόσεις - Το κυπαρίσσι του Μυστρά
Κοντά στο Μυστρά, σε μια ψηλή θέση που έχει από κάτω όλο τον κάμπο της Σπάρτης, ήταν ένα μεγάλο κυπαρίσσι, το μεγαλύτερο κυπαρίσσι του κόσμου. Τώρα δεν υπάρχει πλέον. Είναι λίγα χρόνια που κάποιος κακός άνθρωπος είχε ανάψει φωτιά εκεί κοντά και δεν επρόσεξε, κι άναψε το κυπαρίσσι και κάηκε.
Αυτό το κυπαρίσσι έχει την ιστορία του. Επί τουρκοκρατίας ένας πασάς πήγε σ’ αυτή τη θέση να διασκεδάσει. Έβαλε και του ‘ψησαν ένα σφαχτό, και κάθισε κι έφαγε. Είχε μαζί του κι ένα βοσκό, ένα νέο παλικάρι χριστιανόπουλο, και τον υπηρετούσε. Για μια στιγμή το παιδί έριξε τη ματιά του και παρατήρησε κείνο το ωραίο θέαμα, τον κάμπο με τις πρασινάδες και τ’ άφθονα νερά και τα βουνά γύρω’ το ‘πιασε το παράπονο κι αναστέναξε. Το είδε ο πασάς και το ρωτά:
-Μωρέ Ρωμιέ, τι έχεις κι αναστενάζεις;
-Τι να ‘χω πασά μου, του λέει, συλλογίζομαι πως όλα αυτά τα μέρη ήταν δικά μας μια φορά και μας τα πήρατε’ μα το λένε τα χαρτιά μας, κι έχω την ελπίδα μου στο Θεό πως με καιρό πάλι δικά μας θα γίνουν.
Ο πασάς θύμωσε.
-Μωρέ, τι τσαμπουνάς αυτού; του λέει κι αρπάζει την ξύλινα σούβλα που είχαν ψήσει το αρνί και την καρφώνει στη γη. Να, το βλέπεις αυτό; λέει. Αν αυτό το ξερό παλούκι βγάλει κλαριά, τότε να ‘χετε ελπίδα πως θα ξαναπάρετε πίσω αυτά τα μέρη.
Την άλλη μέρα η σούβλα ρίζωσε στη γη και ξαναβλάστησε και φούντωσε και θέριεψε κι έγινε το περήφανο κυπαρίσσι που γνωρίσαμε. Κι επειδή ο πασάς έχωσε τη σούβλα στη γη απ’ τη μύτη, δηλαδή απ’ την κορφή, έβγαλε το κυπαρίσσι τα κλαριά του γερμένα προς τα κατώ’ έγινε θηλυκό κυπαρίσσι.
Κυπαρίσσια σε Ελη, Βικέντιος Μποκατσιάμπης
Αγιος Γεώργιος Ευρωστίνας και κυπαρίσσια
Η ιστορία με τα 7 κυπαρίσσια , που είναι φυτευμένα στην αυλή της Εκκλησίας είναι γραμμένη σε πλάκα μαρμάρινη .
Η ιστορία με τα 7 κυπαρίσσια , που είναι φυτευμένα στην αυλή της Εκκλησίας είναι γραμμένη σε πλάκα μαρμάρινη .
Σύμφωνα με την παράδοση κανείς από τους κατοίκους δεν δεχόταν να κόψει το κυπαρίσσι για το Τέμπλο γιατί υπήρχε η πρόληψη ότι όποιος κόβει κυπαρίσσια πεθαίνει. Τότε δέχτηκε ένας " γέρων - 54 ετών " που είπε ότι θα το κόψει αυτός μιας και είναι κοντά στον θάνατο . Βέβαια για να το κόψει χρειάστηκαν πολλές ημέρες γιατί δεν έβρισκε κανέναν βοηθό. Φυσικά δεν πέθανε !!! Σε ανάμνηση αυτού του γεγονότος και για να τον τιμήσουν τον έβαλαν στο τέμπλο με το τσεκούρι του και το κυπαρίσσι.
ΑΝΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ http://www.tovima.gr/
Edvard Munch - Cypress in Moonlight
Maxfield Parrish - Artworks
πηγές
http://www.greek-language.gr/
https://el.wikipedia.org/
http://www.info-grece.com/
http://aktines.blogspot.gr/
http://users.uoa.gr/
http://www.musicheaven.gr/
http://www.myriobiblos.gr/
Ουμβέρτος Αργυρός - Αρχαίο ερείπιο
Ν. Σ. Μάργαρης - Πώς θα ήταν χωρίς κυπαρίσσια η Ελλάδα;
Ο Κυπάρισσος από την Κέα μια μέρα, από λάθος του, σκότωσε ένα ιερό ελάφι. Από τη θλίψη του παρακάλεσε τον Απόλλωνα να διατηρήσει τη μνήμη της λύπης του αθάνατη. Ο Απόλλωνας τον άκουσε και τον μετέτρεψε σε κυπαρίσσι. Το δέντρο αφιερώθηκε στον Πλούτωνα, τον θεό των νεκρών, και είναι έμβλημα πένθους. Από την αρχαιότητα το κυπαρίσσι χρησιμοποιήθηκε στα κοιμητήρια και εξακολουθεί να χρησιμοποιείται, τόσο από τους χριστιανούς όσο και από τους μωαμεθανούς.
Το κυπαρίσσι το βρίσκουμε αυτοφυές κυρίως στην Κρήτη, αλλά και λίγοι το γνωρίζουν στη Ρόδο και στη Σύμη. Το ξύλο του έχει άριστες ιδιότητες, που συνδέονται άμεσα και με το γεγονός ότι «σαπίζει» δύσκολα. Για τον λόγο αυτόν χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στη ναυπηγική και στο χτίσιμο ναών. Σύμφωνα με τον Θεόφραστο, για να γίνει ο Ναός της Εφέσου, ο αφιερωμένος στην Αρτεμη, συγκέντρωναν επί τέσσερις γενιές κυπαρίσσια. Οι θύρες του ναού διατηρήθηκαν ανέπαφες για περισσότερα από 300 χρόνια. Στον Αγιο Πέτρο του Βατικανού οι κυπαρισσένιες πύλες έχουν διατηρηθεί χωρίς φθορά επί έξι αιώνες. Τα κείμενα των Νόμων του Σόλωνα ήταν χαραγμένα σε πλακίδια από ξύλο κυπαρισσιού.
Είναι χωρίς αμφιβολία το κυπαρίσσι ένα πανέμορφο δέντρο, αναπόσπαστα συνδεδεμένο με την παράδοσή μας στις εκκλησίες, στα μοναστήρια, στα κοιμητήρια. Μπορεί κανείς να φανταστεί αιγαιοπελαγίτικο ξωκλήσι χωρίς το λυγερό κυπαρίσσι δίπλα;
Ο Γιάννης Ρίτσος στη «Ρωμιοσύνη» τραγουδά:
«Τα μάτια τους είναι κόκκινα από
την αγρύπνια,
μια βαθιά χαρακιά σφηνωμένη
ανάμεσα στα φρύδια τους
σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δύο
βουνά το λιόγερμα».
Την εποχή που ο Μάνος Χατζιδάκις, στα τέλη της δεκαετίας του '50, έγραφε το «Κυπαρισσάκι», έφτασε δυστυχώς και στην Ελλάδα μια ανίατη αρρώστια των κυπαρισσιών. Από τις αρχές της δεκαετίας του '60, που περιγράφηκε για πρώτη φορά η αρρώστια στη χώρα μας (στη γειτονική Ιταλία είχε προηγηθεί με τεράστιες καταστροφές δέκα χρόνια νωρίτερα), ως σήμερα η εξάπλωση της επιδημίας, προπαντός την τελευταία δεκαετία, ήταν ταχύτατη. Ιδιαίτερα στη Δυτική Ελλάδα και στα Επτάνησα, τα αποτελέσματα είναι ήδη τραγικά.
Σήμερα στην Καλαμάτα το 70% των κυπαρισσιών έχουν προσβληθεί και νεκρώνονται. Το ίδιο συμβαίνει και στην Κυπαρισσία, στη Μεγαλόπολη, στην Πάτρα. Δραματική είναι η έκκληση των κατοίκων της Κέρκυρας (πώς θα είναι άραγε το Ποντικονήσι χωρίς κυπαρίσσια;): Κάντε κάτι! Δυστυχώς παρ' όλες τις προσπάθειες σε διεθνές επίπεδο (υπάρχει ειδική ομάδα για το πρόβλημα ακόμη και στην Ευρωπαϊκή Ενωση!) δεν βρέθηκε ακόμη αντίδοτο και τα δέντρα που προσβλήθηκαν είναι καταδικασμένα να νεκρωθούν.
Την ασθένεια προκαλεί ένας μικροοργανισμός (ένας μύκητας) και περιγράφηκε για πρώτη φορά στα τέλη της δεκαετίας του '20. Προχώρησε ταχύτατα στη Νότια Ευρώπη και αφού πέρασε από την Ιταλία (έχουν νεκρωθεί, μόνο στην περιοχή της Φλωρεντίας, τρία εκατομμύρια κυπαρίσσια!) ήρθε στη χώρα μας.
Τα πρώτα συμπτώματα εμφανίζονται με αλλαγή του χρώματος από σκούρο πράσινο ανοιχτό και μετά κίτρινο στα νέα κλαριά. Μόνη επί του παρόντος λύση για την επιβράδυνση τουλάχιστον της διασποράς της αρρώστιας είναι η άμεση κοπή και το κάψιμο. Είναι κάτι απολύτως απαραίτητο επειδή έχει διαπιστωθεί ότι ο μύκητας μπορεί να επιβιώσει και στο νεκρό δέντρο. Σήμερα η αρρώστια του κυπαρισσιού, εκτός από τη Δυτική, έχει επεκταθεί σε ολόκληρη την Ανατολική Ελλάδα. Από τα Τέμπη ως τη Μονεμβασιά έχει ήδη προσβληθεί και είναι καταδικασμένο το ένα στα τρία δέντρα.
Ενα από τα πανέμορφα δημοτικά μας λιανοτράγουδα, τα παινέματα «Της αγαπητικής», κατά τον λαογράφο Νικόλαο Πολίτη, περιγράφει:
«Κυπαρισσάκι μου ψηλό, ποια
βρύση σε ποτίζει
που στέκεις πάντα δροσερό
κι ανθείς και λουλουδίζεις;».
Ισως αρκετοί το έχουν απολαύσει μελοποιημένο από τον Μάνο Χατζιδάκι στον εξαίσιο «Μεγάλο Ερωτικό», τραγουδισμένο από την ευαίσθητη φωνή της Φλέρυς Νταντωνάκη. Οπότε η πρώτη ερώτηση που προκύπτει είναι: Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε παραπάνω από το κόψιμο και κάψιμο;
Πέρα από το «τσεκούρι και φωτιά» πρέπει να εμποδίσουμε όσο μπορούμε την εξάπλωση της αρρώστιας. Είναι τελείως ανόητο καθημερινά να φυτεύουμε κυπαρίσσια στα κράσπεδα των εθνικών μας οδών και στις αναδασώσεις. Με αυτόν τον τρόπο διευκολύνουμε βλακωδώς τη διασπορά της καταστροφής.
Ευτυχώς ως σήμερα τουλάχιστον δεν έχουν προσβληθεί τα ανεπανάληπτα αυτοφυή δάση κυπαρισσιών στη Σαμαριά της Κρήτης, στη Ρόδο και στη Σύμη παρ' όλο που η ασθένεια έχει εμφανιστεί ήδη στην Κρήτη και έχει νεκρώσει χιλιάδες δέντρα.
Η Κρήτη στο παρελθόν ήταν γεμάτη δάση κυπαρισσιών και το ιερό δάσος της «θεάς Ρέας» (κόρης της Γαίας και του Ουρανού, μητέρας του Δία) ήταν από κυπαρίσσια. Η υπερεκμετάλλευση του κυπαρισσιού στην Κρήτη, ήδη από τη Μινωική εποχή, έχει μειώσει σοβαρότατα την εξάπλωση του αυτοφυούς δάσους. Το πρόβλημα ήταν ήδη από τον Μεσαίωνα γνωστό και βρέθηκε διαταγή της Γερουσίας της Βενετίας το 1414 που απαγόρευε την εξαγωγή από την Κρήτη κυπαρισσιών.
Στα νησιά του Αιγαίου η αξία του κυπαρισσιού ήταν μεγάλη. Στη Σύμη η γέννηση ενός κοριτσιού σήμαινε και το φύτεμα ενός κυπαρισσιού, που ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της προίκας της. Θα το χρησιμοποιούσε ο γαμπρός για το κατάρτι στο καΐκι που θα ναυπηγούσε. Χώρια που όταν περνούσες έξω από την αυλή ενός σπιτιού ήξερες από τον αριθμό των κυπαρισσιών πόσες κόρες είχε ο νοικοκύρης.
Ας προσπαθήσουμε λοιπόν όλοι να περιορίσουμε το κακό. Ελλάδα χωρίς κυπαρίσσια θα είναι σαν καΐκι χωρίς κατάρτι.
Οταν μας ήρθε πριν από πολλές δεκαετίες η φυλλοξήρα και κατέστρεψε συνολικά τα αμπέλια μας, η λύση ήρθε με την ανακάλυψη νέων ποικιλιών, ανθεκτικών στην ασθένεια. Κάτι αντίστοιχο φαίνεται ότι γίνεται και με τα κυπαρίσσια. Δεν θα καταφέρουμε, πιθανότατα, να βρούμε το αντίδοτο για τη θεραπεία τους από την αρρώστια. Ηδη όμως άρχισαν να παράγονται στο πρωτοποριακό Εργαστήριο Δασικής Γενετικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης υπό την διεύθυνση του καθηγητή Κ. Πανέτσου ανθεκτικές ποικιλίες κυπαρισσιού. Λέτε να είναι η λύση;
Ο κ. Νίκος Σ. Μάργαρης είναι καθηγητής Οικοσυστημάτων στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.ΑΝΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ http://www.tovima.gr/
Αλέα στο πάρκο του Πύργου Kammer, Γκούσταφ Κλιμτ
ΜΟΥΣΙΚΗ
ΜΟΥΣΙΚΗ
Στίχοι & Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Κυπαρισσάκι είν’ αψηλό
το παλληκάρι π’ αγαπώ
κι είν’ αψηλό τόσο αψηλό
που `χει αγκαλιά τον ουρανό
το παλληκάρι π’ αγαπώ.
Κυπαρισσάκι λυγερό
ξάφνου πηδάει μες στο χορό
και δεν μπορώ αχ δεν μπορώ
τόσο ψηλά να το θωρώ
το παλληκάρι π’ αγαπώ
αγόρι μου πως σ’ αγαπώ.
Κυπαρισσάκι μην αργείς
Σαν θέλεις σκύψε να με δεις
Είμαι μικρή κι είσαι ψηλό
Το βράδυ θα σ’ονειρευτώ
Αγάπη μου πως σ’ αγαπώ.
Edvard Munch - Cypress in Moonlight
Μουσική: Πάρις Παρασχόπουλος
Στίχοι: Βασίλης Ρώτας
Δίσκος: «Ερωτόκριτος» του Βασίλη Ρώτα (Μετρονόμος, 2016)
Ψηλό κυπαρισσάκι μου χαμήλωσ΄ την κορυφή σου
ρίξε μου κλώνο να πιαστώ και πάρε μαζί σου.
Ψηλά την έχεις τη φωλιά, ξαμώνω μα δε σώνω
με του καημού το βάσανο βραδιάζω ξημερώνω.
Δεν έχεις μάτια να με ειδής, καρδιά να μ’ ελεήσεις
Γλώσσα ένα λόγο να μου ειπείς να με παρηγορήσεις.
Εικόνα ανθοπερίπλεκτη, τριαντάφυλλο του Μάη
ξύπνα ν΄ ακούσεις τι καημός για ‘σένα τραγουδάει.
Πετάει λεύτερη η φωνή μα τα φτερά δεμένα
κλαίει μακριά σου το πουλί που χάνεται για ‘σένα.
Μα εγώ θα σχίσω τα βουνά, τα πέλαγα θα αρμενίσω
προσκυνητής στα πόδια σου νάρθω να ξεψυχήσω.
Maxfield Parrish - Artworks
Μουσική - Dinkjian Ara
Στίχοι - Γκανάς Μιχάλης
Ήταν μια φορά ένας άνθρωπος
ήσυχος πολύ και ξαρμάτωτος
Είχε σπίτια και λιβάδια
και κοπάδια και σκυλιά
κι ένα δίχτυ που 'πιανε πουλιά
Είχε κρύα βρύση στον κήπο του
μαύρο κυπαρίσσι στον ύπνο του
Μια γυναίκα αγαπούσε
που τραγούδαγε συχνά
και μιλούσε πάντα σιγανά
Δεν κατάλαβε πως την έσφαξε
κι ό,τι αγαπούσε το έκαψε
τα λιβάδια, τα κοπάδια
τα τραγούδια, τα φιλιά
και κανείς δεν έβγαλε μιλιά
Στάθηκε μπροστά στα χαλάσματα
κι έβαλε Θεέ μου τα κλάματα
Να 'χα σπίτι και γυναίκα
και κοπάδια και σκυλιά
κι ύστερα τον πήραν τα πουλιά
Στίχοι : Θοδωρής Γκόνης
Μουσική : Νίκος Ξυδάκης
Το λευκό το κυπαρίσσι, η κρυφή πηγή,
είν' του χάροντα η βρύση η παντοτινή.
Όσο κιαν διψάει η ψυχή σου δροσερό νερό,
μην το σβήνεις το κορμί σου στο ποτάμι αυτό.
Όσο καίγεσαι και θέλεις φως και ξαστεριά,
μην αλλάζεις τη φωτιά σου με τη λησμονιά.
πηγές
http://www.greek-language.gr/
https://el.wikipedia.org/
http://www.info-grece.com/
http://aktines.blogspot.gr/
http://users.uoa.gr/
http://www.musicheaven.gr/
http://www.myriobiblos.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου