Διαρκή μείωση της συμβολής της αγροτικής δραστηριότητας και παραγωγής στην οικονομία της χώρας αναδεικνύουν τα στοιχεία πρόσφατης έκθεσης που εκπόνησαν η Τράπεζα Πειραιώς και η Ernst & Young (ΕΥ) για το «Πώς μπορεί να αντιμετωπίσει ο αγροδιατροφικός τομέας τις προκλήσεις του αύριο σήμερα».
Ακόμα κι έτσι βέβαια, η σημασία του αγροδιατροφικού τομέα για την τοπική οικονομία παραμένει αδιαμφισβήτητη. Είναι χαρακτηριστικό ότι η βιομηχανία τροφίμων, ποτών και καπνού αποτελεί τον μεγαλύτερο εργοδότη της εγχώριας μεταποίησης, με ποσοστό 39%, ενώ σε συνδυασμό με τον ευρύτερο κλάδο της αγροδιατροφής συνέβαλαν το 2020 κατά 8,6% στη συνολική Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία (ΑΠΑ).
Μειώνονται, αλλά μεγαλώνουν οι εκμεταλλεύσεις
Σύμφωνα με τη μελέτη, από το 2007 μειώνεται διαρκώς ο αριθμός των αγροτικών εκμεταλλεύσεων, ενώ ταυτόχρονα καταγράφεται αύξηση του μεγέθους τους. Συγκεκριμένα, από 860.000 αγροτικές εκμεταλλεύσεις το 2007 το 2016 καταγράφονταν 685.000 εκμεταλλεύσεις, ενώ, κατά την ίδια χρονική περίοδο, το μέσο μέγεθός τους αυξήθηκε από τα 50 στα 66 στρέμματα. Αξίζει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι το μέσο μέγεθος της ελληνικής εκμετάλλευσης παραμένει μικρό σε σχέση με την ΕΕ, όπου ο μέσος όρος είναι 150 στρέμματα.
Πτωτικά η απασχόληση
Την ίδια στιγμή, μειώθηκε δραστικά και ο αριθμός των απασχολούμενων στον πρωτογενή τομέα (γεωργία, δασοκομία και αλιεία) κατά 38%. Το 2020 ανέρχονταν σε 412.000 άτομα σε σχέση με το 2001, που ήταν 666.000 άτομα. Στο διάστημα 2001-2020, η μεγαλύτερη πτώση σε απόλυτο αριθμό καταγράφεται στην Κεντρική Μακεδονία (-46.600 απασχολούμενοι), ενώ ακολουθούν οι περιφέρειες της Κρήτης (-37.400) και της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης (-34.900).
Οι περιφέρειες Βορείου και Νοτίου Αιγαίου φαίνεται να διατηρούν το αγροτικό δυναμικό τους, παρουσιάζοντας τη μικρότερη μείωση. Ποσοστιαία, τη μεγαλύτερη μείωση εμφανίζει η Περιφέρεια Ιονίων Νήσων (-64%), η οποία ακολουθείται από την Κρήτη, με μείωση 48%, και την Ανατολική Μακεδονία-Θράκη, με μείωση 45%.
Ο αγροδιατροφικός τομέας αντιπροσωπεύει το 13% της συνολικής απασχόλησης στην Ελλάδα, με τον πρωτογενή τομέα να συμβάλλει με 10% στη συνολική απασχόληση και τη βιομηχανία τροφίμων, ποτών και καπνού να συνεισφέρει με 3%.
Πέντε προϊόντα δίνουν το 67% της αξίας
Η αξία παραγωγής την τελευταία 20ετία παραμένει σταθερή, όσον αφορά τη ζωική παραγωγή και κυμαίνεται κοντά στα 2,5 δισ. ευρώ, ενώ η αξία της φυτικής παραγωγής αυξήθηκε από τα 6,5 δισ. ευρώ το 2001 στα 8 δισ. ευρώ το 2020 (στοιχεία των Οικονομικών Λογαριασμών Γεωργίας της ΕΛΣΤΑΤ).
Όμως, η Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία του αγροτικού κλάδου έχει μειωθεί κατά 10% από το 2000 μέχρι το 2020, δηλαδή από 7.771 εκατ. σε 6.995 εκατ. ευρώ. Την ίδια στιγμή, το χαρτοφυλάκιο προϊόντων της ελληνικής γεωργίας είναι σταθερό τα τελευταία 20 χρόνια. Για την περίοδο 2018-2020, το 67% της συνολικής παραγωγής συγκεντρώνεται σε πέντε κατηγορίες: τα φρούτα (28%), τα κηπευτικά (16%), τις βιομηχανικές καλλιέργειες (9%), το ελαιόλαδο (7%) και τα δημητριακά (7%).
Διπλάσια η αξία της παραγωγής φρούτων
Μεγάλο μέρος της παραγωγής, επίσης, αφορά το γάλα, το οποίο αποτέλεσε το 10% της συνολικής παραγωγής για τη συγκεκριμένη περίοδο, καθώς και τα αιγοπρόβατα, που αποτέλεσαν το 3% της παραγωγής. Την τελευταία εικοσαετία, παρουσιάζονται όμως μεταβολές, όσον αφορά την αξία σε συγκεκριμένες καλλιέργειες και εκτροφές. Πιο συγκεκριμένα, μείωση της τάξης των 500 εκατ. ευρώ παρουσιάζεται σε βιομηχανικά φυτά (κυρίως βαμβάκι), δημητριακά (κυρίως σιτάρι), ελαιόλαδο, αιγοπρόβατα και καπνά (περίπου 370 εκατ. ευρώ). Στον αντίποδα, η αξία της παραγωγής φρούτων έχει σχεδόν διπλασιαστεί, από 1,6 δισ. ευρώ σε 3,2 δισ. ευρώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου