Pages

Δευτέρα 6 Ιουνίου 2022

1 ΣΤΟΥΣ 4 ΕΛΛΗΝΕΣ ΕΠΙΘΥΜΕΙ ΝΑ ΕΡΓΑΣΤΕΙ...ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΜΠΑΙΝΕΙ ΣΤΟ ΚΟΠΟ ΝΑ ΨΑΞΕΙ ΓΙΑ ΔΟΥΛΕΙΑ

 


Σχεδόν ένας στους τέσσερις Έλληνες σε ηλικία εργασίας έχει «μια ανικανοποίητη ανάγκη για απασχόληση», χωρίς όμως να μπαίνει στον κόπο να ψάξει για εργασία. 

Επιθυμεί με κάποιον τρόπο να εργαστεί, όμως είτε είναι άνεργος, είτε υποαπασχολούμενος, είτε δεν είναι άμεσα διαθέσιμος προς εργασία. Η πανδημία του κορωνοϊού και κυρίως οι πρωτόγνωρες συνθήκες που επικράτησαν τόσο σε κοινωνικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο έχουν δημιουργήσει ένα ιδιότυπο καθεστώς «χαλάρωσης» στην αγορά εργασίας. Οι ειδικοί προειδοποιούν ότι πρόκειται για ένα πρόβλημα που υπερβαίνει τα συνηθισμένα ζητήματα αντιστοίχισης προσφοράς και ζήτησης και δεξιοτήτων. Υπογραμμίζουν, δε, ότι η απελευθέρωση του εν δυνάμει εργατικού δυναμικού που έχει παγιδευτεί στην αδράνεια είναι ένα πρόβλημα σύνθετο και άμεσα συνδεδεμένο με την εκπαίδευση.
Έτσι, όπως αναφέρει ρεπορτάζ της Καθημερινής, την ίδια στιγμή που δεκάδες χιλιάδες εργοδότες δηλώνουν πως δεν βρίσκουν άτομα με τα κατάλληλα προσόντα για εργασία, υπάρχει ένα 22,2% του εργατικού δυναμικού που σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είτε αναζητά δουλειά είτε δηλώνει πως θα ήταν διαθέσιμο να εργαστεί υπό άλλες συνθήκες, όμως με αφορμή την πανδημία του κορωνοϊού… εγκατέλειψε το εργατικό δυναμικό. Κάποιοι από αυτούς εργάζονται με μερική απασχόληση, εκφράζουν όμως την προθυμία να εργαστούν περισσότερες ώρες, κάτι που αποτελεί μια άλλη περίπτωση ανεκπλήρωτης ζήτησης για απασχόληση.



Συνολικά, σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ενωσης, το 2021, ελαφρώς περισσότερα από 1 στα 7 άτομα εξέφραζαν «ανικανοποίητη ζήτηση» για απασχόληση. Η Ελλάδα μαζί με την Ισπανία και την Ιταλία είναι οι τρεις χώρες με το υψηλότερο ποσοστό, με τη χώρα μας να κατατάσσεται τρίτη, με ποσοστό 22,2%, επί ενός διευρυμένου εργατικού δυναμικού, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται εκτός από τους μισθωτούς και τους ανέργους και αυτοί που είναι διαθέσιμοι για εργασία, όχι όμως άμεσα, καθώς και αυτοί που δεν αναζητούν εργασία, πιθανότατα απογοητευμένοι από την αδυναμία τους να ενταχθούν στο εργατικό δυναμικό. Το αντίστοιχο ποσοστό της Ιταλίας είναι 22,8%, με την Ισπανία να καταλαμβάνει την αρνητική πρωτιά με 24,1%, έναντι 14% στο σύνολο της Ε.Ε. (αντιστοιχεί σε 31,2 εκατομμύρια άτομα) που αντιμετώπιζε ανεκπλήρωτη ζήτηση για απασχόληση στο τέλος του 2021.
Η ανεκπλήρωτη ζήτηση στη χώρα μας είναι υψηλή παραδοσιακά, καθώς όλα τα προηγούμενα χρόνια επηρεαζόταν κατά κύριο λόγο από την τάση της ανεργίας, η οποία άλλωστε αποτελεί και μία από τις συνιστώσες της. Ετσι, το 2013 και το 2014 η χαλάρωση ανέβηκε στο 30% και ξεπέρασε το 34%. Στη συνέχεια μειώθηκε στο 25,2 % το 2019, αυξήθηκε ξανά όταν η πανδημία COVID-19 έπληξε την αγορά εργασίας το 2020 (25,7%) και μειώθηκε το 2021 (22,2%). Σε αντίθεση, όμως, με τα προηγούμενα χρόνια, η μεταβολή της χαλάρωσης της αγοράς εργασίας που σημειώθηκε το 2020 και εν μέρει το 2021 οφειλόταν όχι στην αύξηση της ανεργίας, αφού ο δείκτης της ανεργίας ακολουθεί πτωτική πορεία στην Ελλάδα, αλλά στην αύξηση του αριθμού των ατόμων που είναι μεν διαθέσιμα για εργασία, αλλά δεν την αναζητούν. Τα μέτρα προστασίας των εργαζομένων που έλαβε η κυβέρνηση κατά τη διάρκεια των σκληρών lockdowns αλλά και η αλλαγή νοοτροπίας εξηγούν εν μέρει το φαινόμενο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου