ΓΡΑΦΕΙ Ο Παναγιώτης Αντωνόπουλος
Χρονογράφημα
Ερχομένου του Σεπτεμβρίου
<< Είναι το Πάσχα, το Μπαϊράμι, το GARNAVALI, το CHRISTMAS, το BAZAR, η έκθεσις, καθ’ εν χωριστά εις όλα ομού των περιχώρων… >> λέει ο Κωστής Παλαμάς και συμπληρώνει << …η εμπορική πανήγυρις αρχομένη 8 και παρατεινομένη μέχρι της 14 του αυτού μηνός Σεπτεμβρίου…>> Για μας τους ορεινούς οι μέρες τούτες του πανηγυριού ήταν ποτισμένες με βάλσαμο και τις πονεμένες καρδιές μας, γιάτρευαν. Μας λυπόταν ο Θεός των φτωχών, βαρούσε το σήμαντρό του, μάζευε τους αγίους και τους έστελνε στα πανηγύρια. Ουρές οι πιστοί, σωροί το κερί στα μανουάλια, το χρήμα με τη σέσουλα στο παγκάρι και το πρόσφορο μοιρασμένο να μας τυλώνει.
Έτσι του Σεπτεμβρίου ερχομένου, όπως ψάλλει και ο ποιητής, γεννιόταν και το πανηγύρι της Αρκαδιάς, πάμφωτης και περικαλλούς πόλης. Μας έβαφε με χρώματα, γλιστρούσε στα χέρια μας παστέλια, στα πόδια μας φορούσε καινούριο υπόδημα, το γυμνό καμένο σώμα μας, έντυνε με ρούχο ραμμένο σε ραφτάδικο μόδας. Στα νοικοκυριά προμήθευε << προικώα >>, τσίτια, μαξιλάρια, κουβέρτες, προσόψια, χράμια, εσώρουχο μοντέρνο της νύφης, κουστούμι φίνο από κασμίρι του γαμπρού. Κουζινικά σ’ όλα τα είδη και μεγέθη, στο χέρι σφυρηλατημένα από τεχνίτη μάστορα, κατσαρόλια, ταψιά, πυροστιές, μαγκάλια, γουδιά, κουτάλες, μαχαιροπίρουνα, << ων ουκ έστιν αριθμός >>.
Νότια στον ελαιώνα το ζωοπάζαρο, ακριβό βλαστάρι του πανηγυριού, μια ολάνοιχτη αγκαλιά για όλους τους θρήσκους επισκέπτες. Ο καρπερός κάμπος γέμιζε άλογα, πουλάρια, γαϊδουράκια, μουλάρια, γαλιά, όρνιθες, χοίρους και θρεμμένα αμνοερίφια. Εδώ και τα υπαίθρια ταβερνεία με τη γουρνοπούλα. Ο μεζές πιπεράτος, αλατισμένος, το κρασί ηδύγευστο, ο λόγος απ’ τα χείλη να βγαίνει πονεμένος, το μάτι δακρυσμένο για τον κούκο που δεν έφερνε την άνοιξη. Ο σκαφτιάς να μιλάει για τ’ απλήρωτα κόπια του, ο χαμάλης για την ανεργία, ο καραγωγέας για το κουτσαμένο άτι του, ο εργάτης για το ραγισμένο σπόνδυλο στη μέση του.
Πιτσιρικάδες των δέκα και των δώδεκα, δαγκώναμε το ξεροκόμματο και ο ουρανός που μας έβλεπε έσταζε δάκρυ. Για να δούμε το << γύρω του θανάτου >> κάναμε ρεφενέ, μαζεύαμε το εισιτήριο και από το διάζωμα σκυφτοί στην κοιλιά του βαρελιού κολλάγαμε το μάτι μας στον αναρριχώμενο μοτοσυκλετιστή. Η μηχανή μούγκριζε στους γύρους της ανηφόρας, το βαρέλι έτριζε συθέμελο, τα χέρια με το τιμόνι, γίνονταν ένα. Μας έπιανε ντελίριο, λεπίδι ξέσχιζε την καρδιά μας, το ζεστό χειροκρότημα στην τελευταία κατάβαση στον πάτο του βαρελιού δεν είχε τέλος.
Από κει ο καλός Θεός μάς κατέτασσε στους παραδείσους της σκοποβολής, στις κούνιες, στα ποδοσφαιράκια, στο χώρο με το << μαλλί της γριάς >> και όπου η πανήγυρη μας αγάθυνε με τις παράγκες που ‘χαν στήσει οι μελαψοί σγουρομάλληδες πραματευτάδες.
ellinikoxronografima
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου