Από τον Γιάννη Γούδα
Ξέρουμε ότι κοιτίδα της παράδοσης της Ελλάδας είναι τα χωριά της. Είναι τα παραδοσιακά χωριάτικα σπίτια τους, τα σοκάκια τους, οι παραδοσιακές βρύσες τους, οι εκπληκτικές παραδοσιακές εκκλησίες και τα ξωκλήσια τους, τα ποτάμια τους και τα εξαιρετικά και επιβλητικά γεφύρια τους.
Έτσι, στις κοινότητες και στα χωριά, καλλιεργήθηκε και διατηρήθηκε ένας ολόκληρος πολιτισμός: Ήθη και έθιμα, γλώσσα, εκπληκτικό τραγούδι, αρχιτεκτονική (σε μεγάλο βαθμό), κτηνοτροφικές εργασίες κ.λπ. Μέσα σε αυτόν τον χώρο του πολιτισμού ήταν δεμένα: η πλατεία, το σχολείο, το καφενείο, το καλντερίμι, οι κήποι και το χώμα, το δάσος, το αμπέλι, το χωράφι, το δέντρο, τα εργαλεία, οι γεωργικές εργασίες, όλα τα ζωντανά και τέλος όλοι αυτοί οι υπέροχοι άνθρωποί τους. Ήταν δεμένα με την τρέχουσα ζωή.
Κι έρχονται (νομίζω και πριν τη δεκαετία του «’70») δύο αρρώστιες βαριές και μεταδοτικές, που ντρέπομαι να τις πω (ανατρίχιασα τώρα ειλικρινά σας λέω) και που τις λένε, τη μεν μια «έρμη ξενιτιά», τη δε άλλη αστυφιλία και «μπουντρούμιασμα» στις τσιμεντουπόλεις. Δρόμο όλοι για την πόλη. Μεγάλο το λάθος της πολιτείας, που συγκέντρωσε όλες τις βιομηχανίες και βιοτεχνίες στην Αθήνα και τις μεγάλες πόλεις, όπου εύρισκαν δουλειά και μεροκάματο και οι κάτοικοι των χωριών και δεν μερίμνησε να τις μοιράσει και στην επαρχία. Έτσι οι πολιτικοί κατέστρεψαν την Ελλάδα και οι κάτοικοι των χωριών «έριξαν πέτρα πίσω τους» και έφυγαν. Εγκαταλείπεται το χωριό, πάει περίπατο η πλατεία, πάει το καφενείο, πάει και η αυλή, εκείνη η λουλουδιασμένη αυλή με τα εκατοντάφυλλα τριαντάφυλλα, που η κάθε μία είχε το δικό της γούστο και τη δική της προσωπικότητα. Ήταν κάτι σαν κέντημα, σαν λαϊκή τέχνη, πάει και το χωράφι, πάει και αυτό που απλά λέμε «κοινωνική ζωή», και «χωριάτικος λαϊκός πολιτισμός». Περνάς σήμερα από χωριά και αντικρίζεις διπλομανταλωμένα παράθυρα και πόρτες, βουβά σπίτια με το πουρνάρι, το βάτο και τον λόγγο να έχουνε μπει στις πόρτες τους, τζάκια και καμινάδες που δεν καπνίζουν πλέον, χορταριασμένα καλντερίμια, που δεν ακούγονται ούτε τα τρεχάματα των παιδιών, ούτε οι ανθρώπινες φωνές, ούτε οι φωνές των ζώων. Αν είσαι τυχερός/-ή, βρίσκεις πού και πού καμία και κανέναν (ενώ παλιά υπήρχε άκοπη αλυσίδα), για να τους πεις μια καλημέρα, μια καλησπέρα ή μια καληνύχτα, όχι για κανέναν άλλον λόγο, αλλά για να μη καλημερίζεις και να μη σε καλημερίζουν οι αλεπούδες και ίσως σε λίγο και οι αρκούδες και το σημαντικότερο, για να μην πάθεις (από τη στενοχώρια σου) κανένα εγκεφαλικό.
Οπωσδήποτε, δεν μπορούμε να περιμένουμε «ΖΩΗ» σε χωριά, που σχεδόν δεν κατοικούνται, που δεν βρίσκεις πια χωράφι να μαζέψεις χόρτα, δεν βρίσκεις άλογο και γαϊδούρι, δεν βρίσκεις γλάστρες, δεν υπάρχουν κοτέτσια, δεν σπέρνονται τα χωράφια τους (μπήκαν οι λόγγοι μέσα τους), δεν καρπίζουν τ’ αμπέλια τους, δεν τρέφονται τα κατσίκια και τα πρόβατά τους. Και οι άνθρωποι, αν δεν τσακώνονται μεταξύ τους (κακό χωριό τα λίγα σπίτια, που λέει και η παροιμία), σίγουρα έχουν κλειστεί στα σπίτια τους και στον εαυτό τους. Η παράδοση λοιπόν αρχίζει σιγά-σιγά και χάνεται, πολλά ήθη και έθιμα αλλοιώνονται σε τέτοιον βαθμό που να μην αναγνωρίζονται πια και μαζί τους και το περιβάλλον, το οποίο ήταν και είναι πολύ δεμένο με όλα αυτά.
Πώς θα κατορθώσουμε όμως να σώσουμε το χωριό, «το χωριό μας» και τη ζωή μέσα σ’ αυτό, ώστε να ξαναγίνει ζωντανό και αν όχι όπως ήταν πριν, αλλά τουλάχιστον να μπορούμε να το επισκεπτόμαστε και να φεύγουμε από εκεί ευχαριστημένοι/-ες και πάντα με τη χαρά ότι και την επόμενη φορά, με τη διάθεση στα ύψη, να το επισκεφτούμε ξανά. Είναι ένα ερώτημα, το οποίο δύσκολα απαντιέται.
Η δική μου σκέψη και πρόταση είναι απλή: Αφήνουμε τους ψευτο-εγωισμούς ο καθένας και η καθεμιά στην άκρη, γιατί τις προηγούμενες δεκαετίες (πριν την οικονομική κρίση βέβαια), τους είχαμε αναπτύξει, λόγω και του άφθονου χρήματος που έρεε, σε μεγάλο βαθμό, βάζουμε μπροστά τη νεολαία μας, αφού πρώτα τους δώσουμε αρμοδιότητες και πρωτοβουλίες, χώρους για να κινηθούν, κίνητρα (όχι απαραίτητα οικονομικά) για να μπορέσουν μέσα από αυτά να νιώσουν ότι δεν είναι στη γωνία, αλλά στο προσκήνιο και με αυτόν τον τρόπο να τα καταφέρουμε να επισκέπτονται πιο τακτικά το χωριό τους, διότι όπως λέει και ο λαός μας: «Μάτια που δεν βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται», το οποίο ελαφρώς παραφρασμένο σημαίνει: «χωριό που δεν επισκέπτεται, γρήγορα λησμονιέται».
Τους παρέχουμε ηθική υποστήριξη και βοήθεια (εδώ είμαστε εμείς και μη φοβάστε τίποτε), τη νέα τεχνολογία «παραμάσχαλα» και ακολουθούμε εμείς με την εμπειρία στις πλάτες μας, γιατί αυτή η κατασταλαγμένη «σοφία» που αποκτήσαμε και κουβαλάμε «ζαλικωμένη», αποτελεί χωρίς αμφιβολία έναν ανεκτίμητο πλούτο για αυτούς. Χαράζουμε τον «δημόσιο δρόμο» και τη «λεωφόρο», καθώς και τα «μονοπάτια» {δηλ. κάνουμε τον προγραμματισμό το τι θέλουμε σαν χωριό, το τι οικονομική άνεση έχουμε (από τις εισφορές των μελών του συλλόγου και πώς μπορούμε να τις αποκτήσουμε και να τις εκμεταλλευτούμε καλύτερα, γιατί η αλήθεια είναι ότι η κατάσταση οικονομικά είναι δύσκολη, αλλά αν δεν υπάρχουν και αυτές και δεν πληρώνουν τα μέλη τα 5 ή τα 10 ευρώ τον χρόνο, τότε το «κλείσαμε το μαγαζί» και αποτύχαμε !), τι μπορούμε να πετύχουμε και με την προσωπική εργασία ολονών (χωρίς αυτή, δεν γίνεται τίποτα σήμερα), αλλά και με την οποιαδήποτε βοήθεια του Δήμου (θα πρέπει να τη θεωρούμε απαραίτητη οπωσδήποτε και ειδικά τώρα)} και με «σταθερή ταχύτητα» προχωράμε.
Το καλοκαίρι και στο πανηγύρι, ψήνουμε τρία τέσσερα αρνιά ή κατσίκια, {δεν χρειάζονται περισσότερα, γιατί δεν είναι «για χόρταση», αλλά η κίνηση μετράει, η καλή διάθεση, το κοίταγμα στα μάτια, το σφίξιμο των χεριών, οι παρουσίες, αν όχι όλων, αλλά των περισσότερων συγχωριανών μας και η σύσφιξη των σχέσεων μεταξύ μας, η δίκαιη οικονομική τόνωση των καφενείων και των συγχωριανών που τα στηρίζουν και που κρατάνε «τις Θερμοπύλες και τη ζωή του κάθε χωριού»}, φωνάζουμε και τα κλαρίνα μας και ακολουθεί τρικούβερτο γλέντι και τότε να δεις πώς θα ξανακοκκινίσουν και πάλι τα μάγουλά μας. Πώς την άλλη μέρα, όλες και όλοι δεν θα περπατάμε, αλλά θα τρέχουμε. Πώς για έναν μήνα θα γεμίσει η πλατεία με χαρές και με παιδικές φωνές. Θα βγαίνεις στο καφενείο και δεν θα προλαβαίνεις να δίνεις τα χέρια, τις ευχές σου και τις καλημέρες σου. Θα πηγαίνεις την Κυριακή στην εκκλησία και θα σε κοιτάνε εκατοντάδες χαρούμενα μάτια και ένας ιερέας που και ο ίδιος θα μείνει με το στόμα ανοιχτό, γιατί τόσο κόσμο ούτε να το φανταστεί δεν θα περίμενε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου