Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Ίσως πρωί ή δείλι θα ήταν που ο Κωστής Παλαμάς ήρθε στην Κυπαρισσία και ταρακούνησε τα λιμνάζοντα ύδατα του εφησυχασμού, της αδιαφορίας και της πνευματικής μιζέριας. Η κοινωνική μιζέρια όντως υπάρχουσα, καθοδηγούμενη από την πολιτική ελίτ, ουδόλως προσφερόταν να βοηθήσει το πόπολο να ξυπνήσει. Έτσι ο ποιητής, είδε ότι είδε, τα κατέγραψε σε επιστολές διαμάντια και τις έστειλε στο περιοδικό << Μη χάνεσαι >> να μείνουν και να μη χαθούν! Επιστολές για τα ωραία ηλιοβασιλέματα της Κυπαρισσίας αλλά και φθινοπωρινές μουντές για τη μίζερη ζωή των κατοίκων της! Ο ίδιος μπόρεσε όμως κάτω από τη δαμόκλεια σπάθη της πνευματικής φτώχειας να κρατήσει το λυρισμό του υπό διαρκή κοχλασμό και να κάνει το μπαμ της ποιητικής δημιουργίας του εν ευθέτω χρόνω. Πολυσχιδής φυσιογνωμία των γραμμάτων και κορυφαίος ποιητής, στην πόλη αυτή εμπνεύστηκε το << Δωδεκάλογο του γύφτου >> και κάτω από τα χρυσαφένια σύννεφα τ’ ουρανού της πάνω πόλης να γράψει και να μας αφήσει ως δώρο << Το λουλούδι της ροδιάς >>. Έφυγε πληγωμένος. Πληγωμένος από την εποχή του περισσότερο κι όχι από τους ανθρώπους της. Η τέχνη χλευαζόταν από τους ασκούντες την εξουσία, ευνόητο να έχει θύματά της τους κατοίκους της πόλης που ζούσε ο ποιητής κι έκανε τους περιπάτους του.
Φακίρηδες και τότε, κομπογιαννίτες, βγαλμένοι από τα πανηγύρια πολιτικοί, τη ζωή του κοσμάκη έκαναν βίο αβίωτο. Αυτοί έφεραν τη μικρασιατική καταστροφή με όλα τα δεινά της. Δεν άντεξε τόση φρίκη και ντροπή ο ποιητής κι έγραψε το ποίημα << Οι λύκοι >>. Οχτώ οι στροφές του, αντιγράφουμε τρεις: << Βοσκοί, στη μάντρα της Πολιτείας, οι λύκοι! Οι λύκοι!/ Στα όπλα, Ακρίτες/. Μακριά και οι φαύλοι και οι περιττοί,/ καλαμαράδες και δημοκόποι και μπολσεβίκοι,/ για λόγους άδειους ή για του ολέθρου τα έργα βαλτοί/. […} Βοσκοί και σκύλοι, λώβα και ψώρα. Τ’ αρνιά; Μουζίκοι/. Ο λαός; Όνομα. Σκλάβος πλέμπας δούλα κ’ η οργή/. Δίκη από πάνω θεία των αστόχαστων καταδίκη/ και λογαριάζει και ξεπληρώνει όσο κι αν αργεί/. [… ] Στης Πολιτείας τη μάντρα οι λύκοι! Παντού είναι λύκοι!/ Ξανά στα τάρταρα ίσκιος, του ψάλτη λατρεία κ’ εσύ/. Ψόφια όλη η στάνη. Φέρτε να πιούμε, κούφιο νταηλίκι,/ για το αποκάρωμα που μας πρέπει κι όποιο κρασί//.
Μέγας και σημαίνων ποιητής και ο Μιχάλης Κατσαρός, τα ‘βαλε κι αυτός με τους δόλιους υπάτους της εξουσίας. Παιδί της Κυπαρισσίας γράφει στο << Κατά Σαδδουκαίων >>: [ …] Τους ύπατους εγώ ανέδειξα στις συνελεύσεις / κι αυτοί κληρονομήσανε τα δικαιώματα / φορέσαν πορφυρούν ατίθασον ένδυμα/ σανδάλια μεταξωτά ή πανοπλία / εξακοντίζουν τα βέλη τους εναντίον μου, / η θέλησή μου που καταπατήθηκε τόσους αιώνες //. [ … ] Δε μου επέτρεψαν να δω τον αυτοκράτορα / τους υπάτους δεν άφησαν να πλησιάσω / σε μυστικά συμπόσια και ένδοξα / τη θέλησή μου που την καταπατήσανε τόσους αιώνες //. [ … ] Νύχτα θα ρεύσει πολύ αίμα / νύχτα θα εγκαταστήσουν τη βασιλεία τους / νέοι πρίγκιπες με νέους στεφάνους //. [… ] Εγώ […] μαζεύω τους σπόρους μου / για την καινούργια, μακρινή μου ανάσταση, μαζεύω //.
ellinikoxronografima
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου