Pages

Κυριακή 1 Οκτωβρίου 2023

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: Ο ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΟΣ Τάσος Αριδάς για την τέχνη και τις εκλογές “μεταξύ του ευτελούς έως του ουσιώδους”


 Συνέντευξη στον Σταύρο Μαρτίνο 

Η πλήρης απουσία συζήτησης για τον πολιτισμό στην προεκλογική περίοδο των διπλών βουλευτικών εκλογών ήταν θέμα που ήθελα οπωσδήποτε να συζητήσω με τον ζωγράφο Τάσο Αριδά, όταν θα τον συναντούσα στην Κυπαρισσία. Η συνάντηση έγινε λίγο πριν από τις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές και λίγο μετά την πλημμύρα στη Θεσσαλία.

 “Όταν ανακατεύεται το κράτος στα «πολιτισμικά» τη βοηθείᾳ φανατισμένων συμβούλων και θεσμικών του καταστημάτων, η κατάσταση προσομοιάζει του Θεσσαλικού κάμπου κατόπιν ακραίας νεροποντής” σχολίασε, καθώς επίσης ότι “κοινωνία ασύντακτη, με την πλειοψηφία της ιδιωτεύουσα, τι ανάγκη να έχει την τέχνη;”. Ο ζωγράφος Τάσος Αριδάς μας μίλησε γενικότερα για την τέχνη της ζωγραφικής, σημειώνοντας ότι “ακολουθεί τη συλλογική παρακμή… ως  είναι φυσικό”, για τα καλλιτεχνικά ρεύματα και και τους εμπόρους τέχνης ή “ΙΚΕΑ τέχνης”.
“Κάποτε κατάλαβα ότι το σχέδιο οργανώνει και η αφαίρεση είναι πολύτιμο πράγμα. Αν αφαιρείς τα επουσιώδη, ώστε να αναδεικνύονται τα ουσιώδη, τότε η ζωγραφική κυριολεκτεί σιωπηλά” είπε για τη δική του ζωγραφική.

-Θα ήθελα να αρχίσουμε με ένα θέμα που είναι πολιτιστικό, πολιτικό, κοινωνικό. Στις βουλευτικές εκλογές, που προηγήθηκαν, δεν έγινε καθόλου συζήτηση για τον πολιτισμό. Σας έκανε εσάς εντύπωση αυτό; Ήταν αυτό καλό ή κακό για τον πολιτισμό;

    Το λήμμα πολιτισμός είναι ομόρριζο των λέξεων πόλις, πολίτης, πολίτευμα, κ.λ.π.. Το πολιτισμικό αποτύπωμα συγκροτημένης κοινωνίας είναι πρωτίστως η ύπαρξη των ανωτέρω και, κατά δεύτερον εξ ίσου σημαντικό, η ποιότητα ενασκήσεώς τους (πολιτεύομαι). Εκ του Επιταφίου του Περικλέους αντιλαμβανόμεθα το πόσο σημαντικό είναι το δεύτερο για να υπερασπιστεί κάνεις το πρώτο… Πολιτισμός είναι και το να μην βλέπεις πατημένη την άγρια ζωή στους  δρόμους. Πόσο μάλλον τον ανθό μιας κοινωνίας στον σιδηρόδρομο των Τεμπών. Αλλά έτσι είναι: συνηθίσαμε να ακούμε «πολιτισμός» και να εννοούμε «τέχνες». Σαφώς και δεν εντυπωσιάστηκα από την έλλειψη τέτοιας αναφοράς. Το αν είναι καλό ή κακό είναι άλλης τάξεως και εκτάσεως συζήτηση. Ας αρκεστούμε στο ότι: όταν ανακατεύεται το κράτος στα «πολιτισμικά» τη βοηθείᾳ φανατισμένων συμβούλων και θεσμικών του καταστημάτων, η κατάσταση προσομοιάζει του Θεσσαλικού κάμπου κατόπιν ακραίας νεροποντής.

    Άλλωστε, δεν εντυπωσιάστηκα για σοβαρότερα που είτε άκουσα, είτε δεν άκουσα. Φαινόμενο που έχω συνηθίσει πλέον.


Η ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ ΤΟΥ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ εγκαυστική σε ξύλο 45Χ85

Όπως; 

    Θυμάστε την καταληκτική φράση της ομιλίας του νυν πρωθυπουργού στην αναμέτρηση του Μαΐου της πρώτης Κυριακής; Αυτήν με φόντο την Ακρόπολη των Αθηνών;  "Σκεφτείτε ποιον θέλετε πρωθυπουργό" εν ολίγοις ποιον θα νομιμοποιήσετε ως "συνταγματικό μονάρχη"! Γι’ αυτό και καμιά συζήτησις ή εξαγγελία προγραμματική. Άρα και καμία ανάγκη δικαιολόγησης πόρων υλοποίησής της, ούτε και επιτελικών "πόστων" φυσικών προσώπων, που θα την υπουργήσουν, εγγυητικών ή μη της επιτυχίας της. Το τελευταίο αφήνεται ως ειδησεογραφική έκπληξη για μετά. Να έχουν δουλειά και οι "κωλοπετσωμένες" τηλεπερσόνες! Μόνο γενικόλογα συνθηματολόγα βεγγαλικά, χάριν εντυπώσεων! Πώς να μην θυμηθείς τη φράση του Παπαδιαμάντη, από άρθρο του με τίτλο «Άϊ μου Γιώργη» ήδη απ’ το 1892, στην εφημερίδα «Ακρόπολις»: «Α! αι εκλογαί, αυτή είναι η μόνη επί εβδομήκοντα έτη ασχολία μας, αφότου ηλευθερώθημεν, αφότου δηλαδὴ μετηλλάξαμεν τυράννους, τους οποίους δια των εκλογών φανταζόμεθα, ότι αντικαθιστώμεν τάχα συχνότερον, όπως μη αποδειχθῆ ψευδὲς το δημώδες λόγιον: Άλλαξε ο Μανολιὸς κι έβαλε τα ρούχ’ αλλοιώς».

Για τέχνες θα μιλάμε τώρα; Και αφού οι εντυπώσεις είναι ο οδηγός επιλογών γιατί μετά να μας κάνουν εντύπωση οι παραλήψεις στην αναφορά βασικότατων υπηρεσιών αφορούντων π.χ. στην δημόσια υγεία (πρόληψη και αξιοπρεπή νοσηλεία - αποθεραπεία) και όχι στα «money pass». Στην κοινωνική συνεκτικότητα και μετοχή και όχι στη διχαστική γελοιότητα των freedom pass διδάσκουσα συναλλαγή στην τρυφερή ηλικία των15-18 και γελοιοποίηση της τότε, «ιερής» κατά τα ’λλα εορταστικής συγκυρίας.

Το αξιοπρεπές διατροφικής του αυτάρκειας και όχι τα διάφορα καλάθια των food pass… Σε εναργή παιδεία με κριτική σκέψη και όχι εκπαίδευση και πληροφορία καθησυχαστική και μετά…. «passαπόρτι». Πικρή ξενηλασία αποκαλούμενη brain drain =διαρροή εγκεφάλου. Του δικού τους; Των υπηκόων; Της χώρας; Των παιδιών πάντως αποκλείεται.  Σταματώ εδώ, γιατί τα υπόλοιπα πρέπει να τα γράψουμε στα αγγλικά ή στα Greeklish  για να συνεννοηθούμε καλυτέρα.             

-Τις επόμενες ημέρες έχουμε τις Αυτοδιοικητικές εκλογές στους Δήμους και στις Περιφέρειες. Η άποψή μου είναι ότι στο παρελθόν οι Δήμοι πρόσφεραν πιο πολύ στον πολιτισμό απ’ ό,τι σήμερα. Η δική σας άποψη ποια είναι;

Αυτοδιοικητικές; Μα τέτοιο πράγμα εφροντίσθει να μην υπάρχει ούτε σαν εννοιολογικό κέλυφος. Έμεινε η κατ’ ευφημισμό ονομασία του. Όπως λέμε Ύδρα, ενώ το νησί είναι άνυδρο, ή όπως Αριδάς, αλλά μη διαθέτων μακριάς «αρίδας». Προσφάτως, τον καιρό των μνημονίων, τοποθετήθηκαν αλληλοδιαδόχως επί του  παλαιόθεν θανόντος καθ ημάς τρόπου διευθετήσεως τα του οίκου μας, δυο βαριές ταφόπλακες ονοματισμένες με ιερά ονόματα. Τα τέσσερα τελευταία χρόνια σφραγίζονται αύται  επιχριόμεναι συνεχώς δια νομών και τροποποιήσεων. Το πρώτο μέλημα της απελθούσης αλλά και νυν κυβερνήσεως, φοβούμενες αδικαιολογήτως «νεκροφάνεια». Αλλά, επειδή αυτά φαίνεται λίγους πλέον να απασχολούν και φειδόμενοι του δημοσιογραφικού χώρου, ας επικεντρωθούμε στην ουσία της ερωτήσεώς σας. Λοιπόν: δεν θα σας πω άποψη, γνώμη μετά κατά το δυνατό γνώσεως, θα σας πω. Δεν ξέρω τι γίνεται τώρα στους δήμους. Στον δικό μας φερ΄ ειπείν, δεν ασχολούμεθα με τόσον βδελυράς απασχολήσεις. Εν πάση περιπτώσει, όταν προσέφεραν οι Δήμοι σε δημοτικές καλλιτεχνικές δομές, πίσω ήταν ως κύριο οικονομικό στήριγμα οι κρατικές επιδοτήσεις, ακόμη και αν οι πρωτοβουλίες ήταν ελαχίστων τον αριθμό εμπνευσμένων δημαρχών, προεξάρχοντος του τότε δημάρχου της Καλαμάτας, που πρώτος πιλοτικά είχε ήδη δημιουργήσει τις δομές.

 
ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΜΕΘΩΝΗΣ ελαιογραφια 45Χ60

-Προφανώς εννοείτε τον Σταύρο Μπένο.

    Ακριβώς. Στους περισσότερους δεν περνούσε απ’ το νου η υποχρέωση που έχει μια δημοτική αρχή να προσφέρει υποδομές γνωστικού αντικειμένου στους πολίτες τους, ώστε να επιδίδονται δημιουργικά οι ίδιοι οι πολίτες, να μορφώνουν γνώμη πρόσφορη στην κοινότητα, ή να προσφέρονται πιο εξειδικευμένες συμπληρωματικές γνώσεις στα παιδιά τους μια και αδυνατεί η δημόσια εκπαίδευση προς τούτο. Οι μονάδες αυτές, με πολιτική απόφαση της κεντρικής Διοίκησης πολλαπλασιάστηκαν περιλαμβάνοντας και άλλους Δήμους, ώστε να φαίνεται «Επικράτεια Πολιτισμού» ενόψει, φευ, ανάληψης των Ολυμπιακών Αγώνων. Μετά την τέλεση τους, κοπήκαν και οι κρατικές επιδοτήσεις στην «Επικράτεια Πολιτισμού», πράγμα που αιφνιδίασε τους Δήμους. Δεν είχαν ούτε τους πόρους, ούτε το νομικό πλαίσιο να τις κρατήσουν ως αυτοτελείς Δημοτικές επιχειρήσεις. Τα αποτελέσματα γνωστά. Ελάχιστοι Δήμοι  αντέδρασαν προς τούτοις, με συρρίκνωση, βέβαια, του γνωστικού αντικειμένου και της ποιότητας στην προσφορά των αναλόγων υπηρεσιών. Εις ότι με αφορά, είχα ειδοποιήσει για τέτοια δυσμενή προοπτική εγγράφως και κατά την ανάληψη, όταν εκκλήθηκα να αναλάβω Υπευθυνότητα Διεύθυνσης του εικαστικού τομέα της ΔΕΠΑΚ, και τριετία πριν των μοιραίων πολιτικών αποφάσεων της κρατικής εποπτεύουσας αρχής, υποβάλλοντας αυτοβούλως αλλά αρμοδίως προτάσεις σωτηρίας του τομέα, που είχα την ευθύνη. Μην νομισθεί πάντως ή κριτική έστω, πολλώ δε μάλλον μομφή, προς την τότε διοίκηση της ΔΕΠΑΚ ή άλλα φυσικά πρόσωπα, η παρούσα δήλωσις. Ίσα-ίσα που οφείλω ευχαριστίες για την ποιότητα της συνεργασίας μας. Άλλωστε ο ίδιος δεν κόμιζα και τίποτε χειροπιαστές αποδείξεις επιχειρηματολογίας, περί των επερχομένων δυσάρεστων, πλην του ενστίκτου μου. Είναι κατανοητό ότι ουδείς μπορεί να πάρει πολιτικές αποφάσεις βασιζόμενος στο ένστικτο ζωγράφου και δη άγευστου, ακόμη και εσωκομματικών διεργασιών, πόσο μάλλον εσωτέρων σκέψεων και βουλήσεων Υπουργικών Συμβουλίων.                  

-«Ένα είναι το θέμα μελέτης μου μέχρι τώρα, το φως» έχετε πει για τη ζωγραφική σας. Τι εννοείτε;

   Μοιάζει παραδοξολόγημα. Αλλά ξέρετε, συνήθως γόνιμες αλήθειες κρύβονται στο παραδοξολόγημα, οι γονιμότερες θα έλεγα. Είναι δύσκολο να βρεθούν λέξεις να αφηγηθούν, με λογικό ειρμό, το βίωμα. Αυτό κοινωνείται ή όχι. Να «επικοινωνηθεί» αυτούσιο⸱ αδύνατον.  Είναι δύσκολη η ερώτηση, γιατί η απάντηση είναι προσλήψιμη ή μη προσλήψιμη κυρίως από την θέαση των ίδιων των έργων. Επιχειρώντας λεκτική εξήγηση θα ‘λεγα ως εξής. Όταν άρχισα να σπουδάζω, ούτως ειπείν, την τέχνη αυτή, η ελληνική πραγματικότητα σε σχέση με τις εικαστικές κυρίως τέχνες, αν και όχι μόνο, ήτο διαμορφωμένη ούτως. Με υπάρχοντα «ρεύματα» που ακολουθούσαν επιταγές της νεοτερικότητας και με «ρεύματα» στραμμένα σε μορφές παραδοσιακότερες. Αλλά και τα δύο, λίγο έως πολύ, είχαν έτοιμα δάνεια πρότυπα. Οι πιο πολλοί μα και γνωστοί καλλιτέχνες ήταν αυτοί που απασχολούντο κυρίως με το περίτεχνο αμπαλάζ μιας δάνειας, το πλείστον, πρωτότυπης κατά τα άλλα, «ιδέας». Χωρισμένοι σε στρατόπεδα με περιχαρακωμένα ιδεολογήματα προσπαθούσαν για τη νομή μιας «πίτας» μικρής ούτως ή άλλως, που εγίνετο όλο και μικρότερη με την πάροδο του χρόνου, τῇ συντελεία παραγόντων κοινωνικοοικονομικών κυρίως. Δεν έβρισκα νόημα, στις στρατοπεδεύεις ή στα αμπαλάζ τα κρύβοντα τον κίνδυνο αυτιστικής επανάληψης κι αντιγραφής του εαυτού μου.

   Το αναγνωρίσιμο «στυλ», που θα σε σημάνει, μου φάνηκε δευτερεύουσα έγνοια, καθώς είχα την πεποίθηση ότι αυτό θα προκύψει, εν αρχή, από την αντίσταση που προβάλλει κάθε σώμα, αντικείμενο ή τοπίο στην προσπάθειά σου να αποκρυπτογραφήσεις την κρυμμένη του αρμονία.

   Το «στυλ» είναι απότοκο αυτής της πάλης και τότε μπορεί να σε σημάνει πραγματικά.

Αναλώθηκα στο να κυριαρχήσω, κατά το δυνατόν, στα ζωγραφικά μέσα.  Αυτό μου φαινόταν εν αρχή, αναγκαία και ικανή συνθήκη, αφ ενός να εκφράζεται σαφέστερα κανείς , αφ’ έτερου να αυτοπροσδιορίζομαι απροσποιήτως. Δεν ήταν καθόλου εύκολο μέχρι να κυριαρχήσω, μερικώς έστω, στα εικαστικά μου μέσα. Αισθανόμουν, πράγματι, σαν να προσπαθούσα να «ρίξω» γερό τοίχο σπρώχνοντας με τα χέρια και να «δω» απέναντι. 

   Το φως ήταν ο οδηγός και σύμμαχος σ’ αυτήν την προσπάθεια αποκάλυψης του σχήματος, με την συνάμα αποκάλυψη της ταυτότητας τού χρώματος του,  απότοκη της έντασης και της κατεύθυνσης, αυτού του οδηγού.

 


Ο Όρμος της Λιβάδας - Τήνος, ελαιογραφία 80Χ160 

-Δουλεύετε από μνήμης;

   Κατά καιρούς ναι. Περιέργως πως ήταν συνθέσεις εφηβικών μου και μετ’ εφηβικών βιωμάτων και ενθυμήσεων. Κανένα απ’ αυτά τα έργα δεν διαθέτω ο ίδιος. Αλλά και σ’ αυτές τις συνθέσεις, οι ζωγραφικές λύσεις ήτο απότοκες διδαγμάτων παρατήρησης των ιδιοτροπιών του φωτός στα πράγματα.

-Αφηρημένη ζωγραφική έχετε κάνει;

   Έχω «χάσει» αρκετό χρόνο νέος, προσπαθώντας καλοπροαίρετα, πολλά ακατανόητα της νεοτερικότητας να τα εξηγήσω. Αν κι έφταναν ως απόηχος σε μας, με σημαντική διαφορά χρονικής φάσεως πλέον του μισού αιώνος, παραδόξως πως, πρωταγωνιστούσαν. Για καιρό είχα την αμφιβολία αν εγώ ήμουν σε λάθος δρόμο και όχι η πλειοψηφία των άλλων.

   Στη φοιτητική μου ζωή υπήρξα εξπρεσιονιστής, αν θέλετε. Με γοήτευε η εκφραστική δύναμη του χρώματος, πολλάκις εις βάρος της σχεδιαστικής σύνθεσης. Πολλά έργα μου, κυρίως τα ημιτελή, έμοιαζαν μάλλον αφηρημένα. Κάποτε κατάλαβα ότι το σχέδιο οργανώνει και η αφαίρεση είναι πολύτιμο πράγμα, αν αφαιρείς τα επουσιώδη, ώστε να αναδεικνύονται τα ουσιώδη, τότε η ζωγραφική κυριολεκτεί σιωπηλά. Στα έργα των περισσοτέρων γύρω μου έβλεπα το αντίθετο. Έτσι ξεχώρισα και κάποιους «αφηρημένους», που ακόμα τους τιμώ.

   Εκείνη την εποχή έχαιρα και της εκτιμήσεως του κυρίου Δ. Κοκκινίδη. Εγώ ήξερα ότι, όσον αφορά στη ζωγραφική, με συμπαθούσε για λάθος λόγους. Βλέπετε μέσα μου είχα αρχίσει να χαράζω πορεία. Εν πάση περιπτώσει, και τώρα τα έργα μου στα πρώιμα στάδιά τους είναι «αφηρημένα». Τα περισσότερα στα τελικά τους στάδια μορφοποιούνται και αναγιγνώσκονται, κατ’ άλλους ως ρεαλιστικά, κατ’ άλλους ως «μεταμοντέρνα» και κατ’ άλλους ως «κλασικά» κ.λ.π..

  Εξηγήσιμο είναι, εφ’ όσον πιστεύουμε στην κοινότοπη διαπίστωση, του πόσο διαφορετικά βλέπουν οι άνθρωποι το ίδιο πράγμα και πόσο διαφορετικά πράγματα καταλαβαίνουν βλέποντας το ίδιο έργο.


Τσεπέλοβο - (Ζαγοροχώρια) πλαστικά χρώματα σε μουσαμά 50Χ70

-Η κοινωνία σήμερα πόσο έχει ανάγκη την τέχνη;

  Θα σας εξομολογηθώ ότι, σε στιγμές απαισιοδοξίας μου, αμφιβάλω αν την έχει ανάγκη. Θεωρώ ότι η ανάγκη μιας κοινωνίας για την τέχνη είναι απότοκη των αναγκών της συνοχής της. Και η μορφή της τέχνης κάθε φορά αντανακλά την ποιότητα αυτής της ανάγκης. Κοινωνία ασύντακτη, με την πλειοψηφία της ιδιωτεύουσα, τι ανάγκη να έχει την τέχνη; Πριν την επικράτηση «μανιφεστικών» δογμάτων της νεοτερικότητας, «η τέχνη για την τέχνη» κλπ., οι κοινωνίες, ξεκινώντας με βάση το αρχαίο παράδειγμα, έδειχναν να μην μπορούν χωρίς την τέχνη. Ακόμα και τα χρηστικά τους αντικείμενα ή όπλα εκτός από έντεχνα ήτο και ιστορημένα. Δια της τέχνης κοινωνούσαν κοινές αξίες ζωογόνες της συνοχής των. Η ποιότητα της τέχνης «γραδάριζε» και την ποιότητα των σχέσεων εντός πληθυσμιακής ετερότητας, που την προσδιόριζαν εθνοτικά γνωρίσματα, αξίες, κριτήρια. Συνεπώς η τέχνη αποκτούσε αναγνώσιμη ταυτότητα με την ευρύτερη έννοια. Όταν βλέπεις ένα αρχαίο άγαλμα, καταλαβαίνεις αμέσως αν είναι αιγυπτιακό ή ελληνικό, ινδικό η κινέζικο κ.τ.λ.. Ανάλογα με τις ειδικές σου γνώσεις μπορείς να τα κατατάξεις σε περιόδους. Εκεί βλέπεις ότι το άγαλμα διαφοροποιείται μορφολογικά, ανάλογα με τις πρωτεύουσες κοινωνικές αξίες, που συνέχουν την κοινότητα ή εθνότητα ευρυτέρως, κατά την συγκεκριμένη ιστορική  περίοδο εν η εδημιουργήθη αυτό. Ήταν μια πλατφόρμα κοινής βάσης η αναγνωσιμότητα εθνότητος και χρονικής περιόδου δημιουργίας του, στερεωμένη σε κοινές παραδόσεις. Η βάση αυτή ήταν το εφαλτήριο να πατήσει με σιγουριά και δύναμη και να ξεπεταχθεί το ταλέντο, αναγνωρίσιμο και ως φυσικό πρόσωπο πλέον ⸱ ανάλογα των ειδικών γνώσεων σου πάλι… Κριτίας – Αγελάδας – Πολύκλειτος - Φειδίας - Πραξιτέλης…. Από την υστεροαρχαϊκή και προς την κλασική εποχή ιδιαιτέρως.   Ομοίως στη ζωγραφική … Νικοσθένης – Πολύγνωτος - Παράσιος - Απελλής – Νικίας …. και πάει λέγοντας.  Η αναγνωρισιμότητα του ταλέντου του φυσικού προσώπου στο ελληνικό πολιτισμικό παράδειγμα σε υποψιάζει και για άλλη ποιότητα πολιτειακού μοντέλου έναντι των υπολοίπων αναφερομένων. Η οντότητα π.χ. του ελεύθερου πολίτου είχε ιερότητα, ήταν απαραβίαστη. Κάνεις δεν τολμούσε να αγγίξει ατιμωρητί το σώμα του πολίτη. Αν πολίτης αμάρτανε στον ύψιστο βαθμό έναντι των νόμων της πόλεως, μόνος αυτός εκτελούσε τον επιβληθέντα δικαστικό κολασμό. Ή θα έφευγε (ξενηλατήτο) ή θα έπινε το κώνειο, οικεία βουλήσει. Επίσης, τα σπίτια ήταν μάλλον φτωχά. Οι δημόσοι χώροι (χώροι κοινής μετοχής) υπέρλαμπροι, με την αρχιτεκτονική τέχνη, τη γλυπτική, τη ζωγραφική, μουσική, θέατρο κ.λ.π να είναι σε άμιλλα μεταξύ τους, γιατί εκεί εξελισσόταν η δημόσια ζωή της πόλης.

   Με την Ρωμαϊκή περίοδο ξεκίνησαν οι τάσεις ιδιοποίησης αυτού του αγαθού, στις επαύλεις των ισχυρών και των πλουσίων.

   Απ’ όταν μπήκαν στις γαλαρίες (γκαλερί), οι εικαστικές τέχνες άρχισε και η σταδιακή τους ιδιωτεία. Το κοινό, προϊόντος του χρόνου, περιορισμένο και φθίνον.  Όσον αφορά στα καθ ημάς: Όταν το πάντα επί επιρροή κράτος μας πατούσε στοιχειωδώς στα πόδια του, ακόμη και μετά από καταστροφές, υπήρχαν θεσμοί όπως οι πανελλήνιες εκθέσεις εμποδιστικές αυτής της ιδιωτείας. Αλλά οι θεσμοί αυτοί προοδευτικά εξέλειπαν. Παθογένειες θα είχαν, αλλά τον ρόλο τους τον έπαιζαν.

   Θα ήταν άδικο να παραβλέψω ότι στις δεκαετίες του ’80 -’90, (που έχω ιδίαν αντίληψη) υπήρξαν γκαλερί-σχολεία κατά κάποιον τρόπο, που με αξιοκρατική επιλογή συνεργατών,  με περιοδικά ή άλλα έντυπα, καλλιεργούσαν το κοινό αίσθημα ενδιαφέροντος ενός ήδη περιορισμένου αριθμού φιλότεχνων, που ήδη από τις αρχές του νέου μας αιώνα και έως το τέλος της πρώτης 10ετίας εξέλιπε.

 

 -Δηλαδή σήμερα πώς θα μπορούσατε να χαρακτηρίσετε την κατάσταση στην τέχνη;

    Θα σας πω για τη ζωγραφική, που γνωρίζω περισσότερα. Ακολουθεί τη συλλογική παρακμή… ως  είναι φυσικό. Πολύ φτωχό το πολιτισμικό προϊόν, πλην εξαιρέσεων, ελαχίστων (αρκετοί καταστάθηκαν ανενεργοί).Εξαιρέσεων επιβεβαιωτικών, δυστυχώς, του γενικού κανόνα. Πάντα γινόταν προσπάθεια χειραγώγησης του προϊόντος αυτού απ’ όσο θυμάμαι. Και απ όσο εντρυφώ ήδη απ’ τα φοιτητικά χρόνια, καθώς έζησα μια τέτοια «αλλαγή». Χήρεψαν έδρες, που κατελήφθησαν από νέο αφιχθέντες καθηγητές. Μέσα σε δυο χρόνια η Σχολή από ακαδημία ιμπρεσιονισμού και μεταϊμπρεσσιονισμού μετεβλήθη αυθωρί σε ακαδημία μοντέρνας τέχνης με κυρίαρχα τα ρεύματα του «αφηρημένου εξπρεσιονισμού» και της τέχνης των «νεοαγρίων» των αρχών του αιώνα ή των αρχών του μεσοπολέμου στην γηραιά Αλβιόνα. Δεν κριτικάρω τις «σχολές». Το φαινόμενο καταθέτω. Αυτή η προσπάθεια είναι παλιά όσο και το ίδιο το κράτος. Ξεκίνησε από την Βαυαροκρατία η προσπάθεια, αδιάπτωτη και μάλλον θριαμβεύουσα σήμερα. Δεν μπορείς να κατισχύσεις πολιτικά εκεί που πας, χωρίς να αλλάξεις το εγχώριο πολιτισμικό μοντέλο  και συνήθειες, σύμφωνα με τα δικά σου μέτρα. Αν υπήρχε χαρακτηρισμός παραλληλίας, θα την προσομοίαζα την κατάσταση, που ρωτάτε, με το εθνικό μας πασχαλινό έδεσμα, εξοβελισμένο από τα μενού της Μεγάλης Ευρωπαϊκής μας Οικογενείας. Εμπεριέχει πολλά επί μέρους και συμφέρει οικονομικά! Αλλά κάνει κακό στην υγεία, όπως και η κακή τέχνη, γενικώς.

 


Φθινοπώριασε                             

-Εννοείτε το κοκορέτσι;

  Ακριβώς: όσο ψήνεται, τόσο ομογενοποιούνται όλα τα επιμέρους, σε γεύση και σε σχήμα. Η συνεκτική ουσία, που προκύπτει της θερμότητος, είναι μάλλον η «διακόσμηση». Πιστεύω ότι, όταν το «ψήσιμο» τελειώσει, την διανομή του θα αναλάβουν πολυεθνικές μονοπωλιακές μονάδες. Κάτι σαν ΙΚΕΑ τέχνης, ας πούμε.

   Φτηνές λύσεις διακόσμησης, ίσως και χρηστικές, από τα φτηνότερα υλικά που υπάρχουν, δεν θα διαρκούν πάνω από μια-δυο γενιές αλλά θα τονώσουν το άκριτο καταναλωτικό αίσθημα, το τόσο κυρίαρχο σήμερα.

   Κάποιοι καλλιτέχνες της σύγχρονης - νέας pop art ή art brut από το υποτιθέμενο «περιθώριο» θα βρεθούν στο επίκεντρο εμπορικά, κάποιοι θα τιτλοφορηθούν και ως «διεθνείς», κατά περίσταση, και θα ευημερήσουν τόσο όσο, πριν οι διεθνοποιημένες  αγορές κατακλύσουν με παρόμοιο εμπόρευμα τα μονοπωλιακά πολυκαταστήματα τέχνης. Όσες ακόμη από τις κεντρικές ή περιφερειακές γκαλερί είναι ακόμη ανοιχτές (ακόμη και διακινούσες το εμπόρευμα) θα κινδυνεύσουν σοβαρά με κλείσιμο ή εξαγορά.

 

 -Πραγματικά πιστεύετε προς τα εκεί πηγαίνουμε;

   Σε ποιο βάθος χρόνου δεν ξέρω. Πάντως τα σημεία αυτό δείχνουν. Ένα απ’ αυτά (ίσως όχι το χαρακτηριστικότερο) εξελίχθηκε τις προηγούμενες μέρες στο Ζάππειο, υπό την επωνυμία Art Athina!  Κάθε χρόνο, περίπου τέτοια εποχή, οι Γκαλερί παρουσιάζουν την «avant garde» των συνεργασιών τους. Όσοι την επισκέφθηκαν ίσως να με διαψεύσουν, ίσως όμως και να με επιβεβαιώσουν.

-Έχετε ταξιδέψει και στο εξωτερικό. Έχετε πει σε συνέντευξή σας για τα «σοκ» που βιώσατε και σας προσανατόλισαν στην τέχνη που ασκείτε. Αλλά δεν το εξηγήσατε. Θέλετε να γίνετε πιο συγκεκριμένος;

Ήταν λίγα αλλά ισχυρά τα «σοκ». Θα τα συνόψιζα, κατά οικονομία, στο εξής ένα: Τη δεύτερη φορά που ταξίδεψα ως τουρίστας εκτός Ελλάδας ήταν στην Πολωνία τη δεκαετία του ΄80, στην Κρακοβία. Επισκέφτηκα και το Άουσβιτς. Είχα «μέσες άκρες» υπ΄ όψιν μου από ασπρόμαυρες φωτογραφίες εποχής, καθώς και από ντοκιμαντέρ τον «βίον και την πολιτεία» κρατούντων και κρατουμένων εκεί. Έτσι δεν ήτο υπερβολικός ο ψυχολογικός φόρτος, όταν επεσκέφθην τα κρεματόρια ή τους θαλάμους κράτησης κ.λ.π..  Στο μουσείο του όμως (εκεί ήταν το σοκ) είδα να εκτίθεται -προς γνώση και, ει δυνατόν, συμμόρφωση- η απομνημόνευση της ανθρώπινης θηριωδίας. Λόφοι, πίσω απ’ τις βιτρίνες, τα ματογυάλια ή τα παιδικά παιχνίδια, τα ρούχα ή τα παπούτσια τους, πριν βάλουν τις ομοιόμορφες «στολές» κράτησης και καταναγκαστικής εργασίας, που θα τους…. «απελευθέρωνε». Στοίβες οι μπάλες από μαλλιά κρατουμένων γυναικών κ.λ.π.. Λίγα χρόνια αργότερα στο «Μπομπούρ», μπροστά στα «γλυπτά» του Tinguely, στις διάφορες «εγκαταστάσεις» φερ’ ειπείν, ή σωρού από «γαλότσες» ψαρέματος σε ποτάμι (αξιούμενου την αυτοσήμανσή του ως έργου τέχνης) ή στα πρώτα happenings της Marina Abramović, για να αρκεστώ στα ελάχιστα και όχι χαρακτηριστικότερα των παραδειγμάτων, ένοιωσα έναν αδιόρατο συνειρμό⸱ σαν να έβλεπα αποσπασματικά εκθέματα του Άουσβιτς πλαισιωμένα σε άλλο, «μοντερνοποιημένο» αρχιτεκτονικό περιβάλλον. Στο μουσείο του Άουσβιτς, τα «εκθέματα» έδειχναν καθαρά πως ένας στρατός «πολιτισμένου» έθνους – κράτους έσβηνε επιμελώς τα ίχνη του εγκλήματός του βγάζοντας «από τη μύγα ξύγκι». Εξαερώνοντας τα θύματα του ή μεταποιώντας τα σε προϊόντα απολύμανσης, ανακύκλωνε τα εξαρτήματά τους, φυσικά και κινητά. …… «επωφελούμενος» συγχρόνως από το διαπραττόμενο έγκλημα και το ύστατο όφελος προς συντήρηση και κίνηση του μηχανισμού του. Είχα μείνει εκεί, σε επίπεδο κοινωνιολογικής απορίας.  Όμως, στα ευρωπαϊκά μουσεία της μοντέρνας τέχνης ο προαναφερόμενος συνειρμός, η βίαιη α-σχημία της περίσσιας των εκθεμάτων, με χαρακτηριστικό της την κατάλυση της μορφής -πιστοποίηση θανάτου στις πρωτόγονες κοινωνίες - κατά τον Μιτσέα Εγλιάρ, και το ά-λογο της ύπαρξής τους, άφηνε πάντα ακαθόριστο, σε μένα, αν ήταν, εν τέλει, καταγγέλτης ή εξυμνητής της «κοινωνικής» βίας,  αυτή η τέχνη. Η αταβιστική α- τεχνία πλείστων των  εκθεμάτων με έπειθε μάλλον για το δεύτερο. Αναρωτήθηκα για πρώτη φορά, αν άξιζε τον χρόνο και την καλοπιστία, η ενασχόλησις μαζί τους στα χρόνια των σπουδών, προκειμένου να κατανοήσω τα και εις καθ’ ημάς «κρατούντα» ακατανόητα. Με τον καιρό, «πήρα» ενστικτωδώς αποστάσεις απ’ αυτές τις μορφές της μοντέρνας τέχνης. Τα χρόνια περνούσαν και η αμφιβολία είχε πλέον ατονήσει. Μας απασχολούσαν άλλα. Η πιστοποιημένη οικονομική μας συμφορά. Αίφνης, φίλη γαλλομαθής, ενθυμούμενη παλαιοτέρας συζητήσεις μας, μου έφερε ένα κείμενο επιλεκτικά κατά το πλείστον, μεταφρασμένο από την ίδια, υπό τον τίτλο «Entretiem», αν δεν σφάλω. Το υπέγραφε κυρία ονόματι Jacqueline Lichtenstein, φιλόσοφος, ιστορικός τέχνης και καθηγήτρια αισθητικής και φιλοσοφίας της τέχνης στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης και κάποιου άλλου Πανεπιστημίου του Παρισιού, δεν θυμάμαι τον αριθμό του. Και ω! της εκπλήξεως: αναφερόμενη σε επίσκεψή της στο Άουσβιτς - πλέον της δεκαετίας αργότερα της δικής μου επισκέψεως - περιέγραφε παρόμοια, μα αντίστροφη εμπειρία της δικής  μου εμπειρίας εκεί. (Αυτή, βέβαια, είχε ήδη δει τα μοντέρνα ευρωπαϊκά μουσεία, πριν τα δω εγώ. Όσα είδα, τέλος πάντων). Αλλά αυτό που με εντυπωσίασε (κατά την περιγραφή αντιπαραβολής της  βιωματικής εμπειρίας της, στο μουσείο του στρατοπέδου και των σύγχρονων Μουσείων Μοντέρνας Τέχνης των ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων) ήταν το συμπέρασμα της. «Ils ont gagné» - Αυτοί νίκησαν. Κατά την ίδια, οι Ναζί νίκησαν, γιατί «παρήγαγαν και επέβαλαν καθολικά μορφές αντίληψης της πραγματικότητας, εκδοχής της πραγματικότητας, που ανταποκρίνονταν απόλυτα στον τρόπο της βαναυσότητας, τον δικό τους, των Nαζί  τον τρόπο». Το κείμενο αυτό, εκτός του εντυπωσιασμού που μου προκάλεσε  η παρρησία – το θάρρος της ιστορικού να βάλει με ιδιότυπη σύγκριση το δάκτυλο στον τύπο των ήλων,  δικαιολόγησε - θεωρητικοποίησε την τάση της δική μου ιδιοσυγκρασιακής αποστροφής. Αλλά και την ενστικτώδη παρόρμηση μου να ερευνώ, σύμφωνα με τα βιωματικά μου ερεθίσματα και τις ενδογενείς ανάγκες και πόθους, που τους θεώρησα και συλλογικό μας ανομολόγητο ζητούμενο. Καθώς περνούσαν τα χρόνια και, ενώ βρισκόμαστε πια στους «εφαρμοστικούς» νόμους του τρίτου μνημονίου, έτυχε της προσοχής μου επιφυλλίδα Κυριακάτικου Φύλλου, με την υπογραφή του κ. Χ. Γιανναρά. Με αφορμή το πόνημα τής ως άνω ιστορικού, παραλλήλιζε την μετά Άουσβιτς ευρωπαϊκή τέχνη με το διοικητικό μοντέλο της Ενωμένης πλέον Ευρώπης, της  εναρμόνισής του με την λογική του ΔNT, τις  θεσμικές του εκφάνσεις, τις συνέπειές του σε μας. Προσφάτως, έπεσε στα χέρια μου το βιβλίο του κ. Jean Clair, διακεκριμένου ιστορικού και συγγραφέα, αφού διηύθυνε το Μουσείο Picasso στο Παρίσι επί 16ετία, επιμελητού εκθέσεων και προσφάτως τιμηθέντος, ως μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας, ο οποίος ανακάλυψε στα στερνά τον… «Χειμώνα στον πολιτισμό»!  Δεν έχω τελειώσει ακόμη αυτό το βιβλιαράκι, αλλά σταχυολογώντας συμπεράσματα και των τριών προαναφερόμενων, κυρίως δε του «μη ειδικού» {« Ό,τι στο Μουσείο του Άουσβιτς εκτίθεται απομνημονεύοντας κορυφώματα φρίκης και απανθρωπίας, η μεταπολεμική «μοντέρνα» Tέχνη στη Δύση το επιδείχνει σαν το καινότροπο «άλλο», άρνηση του συμβατικού, ρηξικέλευθη «πρωτοπορία», ξεπέρασμα του «παραδοσιακού», του «δεσμευτικού στερεότυπου». Kυρίως, σαν εκζήτηση εντυπωσιασμού (effet). «Tέχνη» μοντέρνα μπορεί να βαφτίζεται οτιδήποτε κατορθώνει να προκαλέσει την έκπληξη των πολλών ανίδεων – το αισθητικά στρεβλό, το αδιάντροπα άκοσμο, το χυδαία προκλητικό, το βάναυσα ανίερο»} δύσκολη η έλλογη  διαφωνία επί τού συμπεράσματος του -των, κατά την γνώμη μου…

 


Τελειώνοντας ο Μάιος νερόχρωμα σε βαμβακερό Γιαπωνέζικο χειροποίητο χαρτί 45Χ60

 

-Από τα λίγα που γνωρίζω, σε μουσεία και συλλογές πλεονάζουν αυτές οι μορφές τέχνης. Έχουν επενδυθεί πολλά χρήματα…

   Μα ποιος είπε ότι δεν έχει κόστος η παγίωση απόψεως; Μετά ειλικρινούς λύπης μου, σας λέω, κ. Μαρτίνο, ότι έχουν χαθεί ήδη και πολλά χρήματα, επίσης. Στις περισσότερες των περιπτώσεων οι απωλέσαντες δεν το ξέρουν εισέτι. Επιπλέον, δεν είναι μόνον αυτές οι μορφές τέχνης, που ενέχουν κίνδυνο κενότητος ή υπερτιμήσεως για τον παθιασμένο συλλέκτη. Όλες οι μορφές της τέχνης, σε χώρο που επικρατεί, το πλείστον, η εισαγωγή των μορφών και κακή χώνεψή τους, ενέχουν αυτόν τον κίνδυνο. Ούτε μπορεί άνθρωπος καλοπροαίρετος να τον προφυλάξει, ιδίως στην περίπτωση που βιώνει την μέθη του, όσο και αν του είναι συμπαθής. Κάποιοι μέσω της τέχνης εξάγουν πρότυπα και συνεπώς αξίες όχι άμοιρες και ασύνδετες των χρηματικών –χρηματιστηριακών, επιδιώκοντας οφέλη πολλαπλά, απ’ αυτούς που τα εισάγουν, βέβαια. Επιφυλάσσομαι πόσο άστοχος ή εύστοχος είναι ο όρος: «χρηματιστήριο της τέχνης». Ο «τζόγος» όμως αυτός δεν είναι υψηλού ρίσκου για τα ελλαδικά δεδομένα, παρ’ ότι επένδυση «πάθους», όπως λέγεται, μιας και το «χρηματιστήριο» αυτό είναι έτι «ρηχότερο» κι απ’ αυτό των Αξιών, της οδού Σοφοκλέους. Η ζημία των παικτών σ’ αυτό (αν υπάρξει) έγκειται στο ότι δεν λαμβάνουν υπ’ όψιν την Αριστοτέλεια συμβουλή, που έχουμε προείπει. Αλλά, με αυτό το ψάρεμα στα θολά, η μεγάλη ζημία είναι η σύγχυσις των ορίων διαβάθμισης  μεταξύ του ευτελούς έως του ουσιώδους. Αποτέλεσμα είναι το ουσιώδες να μην ανθεί και το νέο να μην «ξεμυτίζει». Σ’ αυτό συντελεί και η αποστασιοποίηση από την αγορά, μέσης ή και μικρότερης οικονομικής δύναμης  αγοραστικού κοινού. Δεν ξέρω αν συνετέλεσε  η συγκύρια της «κρίσης», η προοδευτική επικράτηση του καταναλωτικού μας μοντέλου προς υλικότερα πράγματα, βοηθούντος και της T.V. αλλά και της παιδευτικής μας έκπτωσης. Μπορεί και να το «υποψίασε» δυσμενώς το γεγονός ότι πουλήθηκαν και πολλά «φύκια για μεταξωτές κορδέλες». Εν πάση περιπτώσει, είναι κοινωνικό φαινόμενο που έχει πάψει πλέον να με εκπλήσσει. 

-Μας υπενθυμίζετε ποια είναι η Αριστοτέλεια συμβουλή στην οποία αναφέρεστε;

   Στην προ δύο χρόνων συνάντηση μας, κ. Μαρτίνο, είχα αναφέρει, σε σχετική ερώτησή σας, περί του «αν ήταν δικαιολογημένες οι αντιδράσεις εκπαιδευτικών των καλλιτεχνικών μαθημάτων για την μείωση των ωρών διδασκαλίας τους», το σχετικό χωρίο και με την τώρα ερώτηση σας, απ’ τα «πολιτικά» του  Αριστοτέλους. (Για το ποια θα πρέπει να είναι η παιδεία των νέων)…. «ὁμοίως δὲ καὶ τὴν γραφικὴν οὐχ ἵνα ἐν τοῖς ἰδίοις ὠνίοις μὴ διαμαρτάνωσιν ἀλλ’ὦσιν ἀνεξαπάτητοι πρὸς τὴν τῶν σκευῶν ὠνήν τε καὶ πρᾶσιν, μᾶλλον δ’ ὅτι ποιεῖ θεωρητικὸν τοῦ περὶ τὰ σώματα κάλλους. τὸ δὲ ζητεῖν πανταχοῦ τὸ χρήσιμον ἥκιστα ἁρμόττει τοῖς μεγαλοψύχοις καὶ τοῖς ἐλευθερίοις» Ας επιχειρήσουμε τούτη τη φορά την μετάφραση (του χωρίου) τονίζοντας λέξεις «κλειδιά». {«….. ομοίως δε και την ιχνογραφίαν, όχι διά να μη σφάλλουν περί την εκτίμησιν των υπό των ιδίων αγοραζομένων και διά να είναι ανεξαπάτητοι  κατά την αγοράν και την πώλησιν (ειδών τέχνης ή διακόσμησης προφανώς), αλλά μάλλον, διότι η σπουδή αύτη καθιστά τον άνθρωπον ικανόν εις την θεωρητικήν του σωματικού κάλλους απόλαυσιν· αλλ' εκτός τούτων, η πανταχού αναζήτησις του χρησίμου  καθόλου δεν αρμόζει εις τους μεγαλοψύχους και τους ελευθέρους.}  Φαίνεται ότι είχε, ορθώς κατά την κρίση μας,  την αντίληψη ότι το σχέδιο είναι δυνατόν να διδαχθεί, ως απότοκο διανοητικής κυρίως διεργασίας. 

 

-Δηλαδή τι πρέπει να κάνουν οι συλλέκτες, σύμφωνα με την Αριστοτέλεια συμβουλή;

    Μα το λέει: θα έπρεπε να έχουν επιδοθεί έστω ανεπιτυχώς, έστω στις εγκύκλιες σπουδές τους, με την γραφική. Ώστε ασφαλώς (μὴ διαμαρτάνωσιν) να αντιλαμβάνονται στοιχειωδώς το βαθμό ειλικρινείας αλλά και της δυσκολίας του επιχειρούμενου από τον καλλιτέχνη. Από το «μάλλον» και έπειτα ας τ’ αφήσουμε καλύτερα. Το  πολιτισμικό μας πρότυπο δεν αφήνει πολλά περιθώρια για τέτοιες «θεωρητικές απολαύεις», ούτε η παιδεία μας για μεγαλοψυχίες ελευθέρων ανθρώπων.

-Στους τρελούς ρυθμούς του επαγγελματικού μας βίου ποιος θα ασχοληθεί έτσι. Γνωρίζετε εσείς κανέναν τέτοιο συλλέκτη;         

    Γνώρισα δυο, ο ένας συνταξιοδοτούμενος μάλλον, άρχισε πάλι να ζωγραφίζει. Κάπου διάβασα ότι ετοιμαζόταν για έκθεση των έργων του.

-Ποιός να κάνει τέτοια τώρα; Ευκολότερο να διαβάσουν ή καλυτέρα να συμβουλευτούν κάποιον ειδικό ή ζωγράφο.

   Εκεί θα δοκιμαστεί το λήμμα «ανεξαπάτητος»… προσέξτε, δεν λέω ότι θα εξαπατηθούν «ντε και καλά», αλλά και αν συμβεί, δεν θα είναι από δόλο. Θα είναι φυσική συνέπεια ενός πλέγματος εκπτώσεως θεσμικών ρόλων, μικροσυμφερόντων, ατολμίας εκφοράς γνώμης, φόβου και ανασφάλειας, κακώς εννοούμενης ευγενείας, συναδελφικής αλληλεγγύης κ.λ.π..  Με μια κουβέντα, η κοινωνική μας παρακμή είναι παρούσα και σ’ αυτή την δευτερεύουσα, αν θέλετε,  πτυχή της κοινωνικής ζωής.        

 


Καλλιτέχνης - θαρραλέος - τολμηρός - "Παρακμάζουμε 200 χρόνια τώρα και το γιορτάζουμε κιόλας!"


 

-Δηλαδή οι τεχνοκριτικοί, οι ιστορικοί, οι ιδιοκτήτες των αιθουσών τέχνης θα πρέπει να ζωγραφίζουν;

…… για γραφική μιλάει ο Αριστοτέλης, η ζωγραφική είναι πράγμα συνθετότερο,  πολυπλοκότερο….. Ας είναι. Προσωπικά γνώρισα δυο ιδιοκτήτες αιθουσών τέχνης, που ζωγράφιζαν, και έναν ιστορικό. Αντιλήφτηκα την ικανότητά τους να βλέπουν και να ιεραρχούν το καλό, το αξιόλογο, το ουσιώδες… Γνώρισα και γκαλερίστες με οξεία κρίση στην επιλογή συνεργατών. Η εμπειρία, του να «περνούν απ’ τα χέρια τους»  πλήθος έργων, αλλά και η πεποίθηση τους να γνωρίζουν τον καλλιτέχνη στον χώρο του, επισκεπτόμενοι τα εργαστήρια, το διάβασμα επίσης, τους είχαν οπλίσει με εμπεριστατωμένη για των τεχνών τα δρώμενα αντίληψη και την ικανότητα να υποστηρίξουν αποτελεσματικά και έντιμα αυτό που εμπορεύονταν.  Ο συνδυασμός σ’ αυτούς, εμπειρίας με ένα είδος οξύνοιας, πολλές φορές και συναισθηματικής, τους έκανε να νοιάζονται ιδιαίτερα για το ευτυχές της ζωγραφικής πράξης αποτέλεσμα, ενθαρρύνοντας προς τούτοις τους ζωγράφους. Ο συνδυασμός αυτός τους καθιστούσε ιδανικούς συνεργάτες.

 

-Στη συνέντευξη που είχαμε κάνει πριν δύο χρόνια, διακόψαμε για να ζωγραφίσετε. Ζωγραφίζετε κάθε μέρα;

     Όχι καλέ. Είναι και αυτός ένας τρόπος να ξεχάσει κανείς τη ζωγραφική.  Πρόσχημα ήταν να τελειώσει η μακρά συνέντευξις. Κυρίως, επειδή ο κόσμος, όπως «κουράστηκε να βάζει τη δασεία και την περισπωμένη…», κουράζεται και να διαβάζει πια.

 


Αστακός ακρυλικά σε χαρτόνι κολλημένο σε μουσαμά  40Χ70 

 

-Πώς ξεχνάει κανείς τη ζωγραφική, αν ζωγραφίζει κάθε μέρα;

   Με το να την «θεσμοθετήσει» ως επάγγελμα ξεχνώντας ότι είναι μέσον ερεύνης.

   Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 είχα την αίσθηση ότι οι ζωγράφοι ζωγράφιζαν εις ανάμνησιν αλλοτινών εποχών, που αντανακλαστικά έγιναν αντιληπτές εντός ελλαδικού χώρου. Ελάχιστοι οι ερανιζόμενοι και ακόμη λιγότεροι οι τολμούντες να αρθρώσουν πρόταση.

   Οι ζωγράφοι ζωγραφίζουν πλέον γράφοντες εργατοώρες, προσπαθώντας να ανταποκριθούν είτε στις απαιτήσεις των συνεργασιών τους –γκαλερί-, είτε στη ζήτηση –όση υπάρχει πλέον-, είτε στην τελειοποίηση του «στυλ» τους.

    Σε εμένα, δυστυχώς, συμβαίνει να αποσπώμαι και να ανατρέπομαι και από κοινωνικούς, είτε και συναισθηματικούς παράγοντες, εκτός καλλιτεχνικής διαδικασίας. Παραδείγματος χάριν, εξ αιτίας «αποδημίας» φίλου μου ζωγράφου, έκανα χρόνια να ζωγραφίσω,

Απασχολήθην με παραζωγραφική ετεροαπασχόληση.

   Είμαι και άτυχος, γιατί την τελευταία δεκαπενταετία, μία η ανομολογούμενη πτώχευση, μία το ό,τι αυτή συνεπάγει, μία η διαπίστωση της θλιβερής μισαλλοδοξίας, πότε με αφορμή τα μνημόνια, πότε με την διαχείριση της «πανδημίας», πότε με τον πόλεμο Ρωσίας – Ουκρανίας… ακόμη και κατά τον εορτασμό της «παλιγγενεσίας», κατορθώσαμε να διχαστούμε με την προβολή διαφόρων «σχολών σκέψης». Πότε με κοινωνικές συμπεριφορές, από τις πυρκαγιές, τις πλημύρες, ως τα πρόσφατα θλιβερά γεγονότα στα διεθνή ύδατα της περιοχής μας ή του Πειραιά προχθές, δεν μπορώ να σεμνύνομαι ότι ζωγραφίζω απερίσπαστος. Με θλίβει και η με κάθε ευκαιρία διαπίστωσις της συλλογικής μας παρακμής…..  Είμαι και της υπερβολής! Αν έχω κάτι να πω ή να μάθω δια της ζωγραφικής, μπορεί να δουλεύω ημερόνυχτα αναστέλλοντας τις ανάγκες τακτού φαγητού ύπνου  ή ξεκούρασης κ.λ.π.….. Αλλά, αν δεν έχεις να πεις κάτι, και δη νέο, γιατί να ταλαιπωρείσαι εσύ και να ζαλίζεις και τον κόσμο με τα ίδια και τα ίδια;

   Μάλλον είμαι της ιδίας φιλοσοφίας του αυλητού Καφισία. Ρήση του παραφρασμένη ως συμβουλή σε μαθητή του μας μεταφέρει ο Διογένης Λαέρτιος, αλλά και ο Αθήναιος στους Δειπνοσοφιστές του. "οὐκ ἐν τῷ μεγάλῳ τὸ εὖ κείμενον εἶναι, ἀλλὰ ἐν τῷ εὖ τὸ μέγα". 

 

-Για τα πρόσφατα γεγονότα και μάλιστα γι΄ αυτό του Πειραιά τοποθετήθηκαν κι άλλοι καλλιτέχνες. Διάβαζα πρόσφατα την δημόσια τοποθέτηση του κ. Αγγελάκα στα social mindia…..

Την διάβασα και εγώ δυστυχώς….

 

-Γιατί δυστυχώς;

Η σύγχυσις των εννοιών που λέγαμε και στην προηγούμενη συνάντηση μας.

Κοιτάξτε, κατατοπιστική και εύστοχη η παράθεση της περικοπής του κειμένου του κ. Λυκιαρδόπουλου. [ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΤΗΝ ΘΑΛΑΣΣΑ]. Αλλά η εισαγωγική δήλωση του κ. Αγγελάκα  τα κάνει λίγο θάλασσα. Μας πληροφορεί ότι πέρασε «άλλη μια μέρα γεμάτος ντροπή για το παρανοημένο (ή όπως αλλιώς το αναφέρει) μόρφωμα  που μας προέκυψε ως πατρίδα». Τι σχέση έχει η πατρίδα με αυτούς που ιδιοποιούνται κάθε φορά το κράτος; Παρανοεί ο κ. Γ.  Αγγελάκας, όταν μας λέει πατρίδα και εννοεί το κράτος. Άλλωστε της πατρίδας της προκύπτουμε δεν μας προκύπτει. Ακόμη  και ο Μπακούνιν είναι σαφής, στο «Άλλο πατρίδα και άλλο κράτος»! Αχαρακτήριστο να προσωποποιείται η πατρίδα, ταυτιζόμενη με τη συμπεριφορά κρετίνων. Αν ο κύριος Αγγελάκας, αντί να ντρέπεται, οργιστεί, όχι με την πατρίδα βέβαια, (αυτόχειρος η οργή αυτή), αν οργιστούμε όλοι, κατά το δυνατόν με τα συμβαίνοντα, ενδέχεται κάτι να γίνει. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου