Στο άρµα της «καλοπληρωµένης» ανωνυµίας δείχνει να ποντάρει ο κλάδος του ελαιολάδου στην Ελλάδα, σε µια συνθήκη ζωηρής ανοδικότητας τιµών, που προσελκύει κόσµο στον ελαιώνα αλλά τοποθετεί σε δεύτερο πλάνο τη διαχρονικότητα που διασφαλίζει µια ταυτότητα προϊόντος.
Σε μια υπό συρρίκνωση αγορά, ακόμα και η συντήρηση αμετάβλητων μεγεθών θεωρείται επιτυχία, αφού, καθώς η πίτα μικραίνει, το ίδιο κομμάτι καταλαμβάνει περισσότερο χώρο. Υπό συρρίκνωση λοιπόν θεωρούνται οι διεθνείς εξαγωγές ελαιολάδου, εξαιτίας των περιορισμένων ποσοτήτων που έδωσαν πανευρωπαϊκά οι δύο τελευταίες χρονιές. Κι αν φέτος η ελληνική παραγωγή δεν ξέφυγε από τον κανόνα των μικρών αποδόσεων (μετά βίας 140.000 τόνους ελαιολάδου έδωσε το 2023), πέρυσι, σε μια χρονιά υψηλών επιδόσεων που άγγιξαν τους 350.000 τόνους (σχεδόν 60% της ποσότητας των πανίσχυρων Ισπανών), θα περίμενε κανείς να αντικρίσει έναν αλλαγμένο παγκόσμιο χάρτη εξαγωγών.
Τα επίσημα στοιχεία του IΟC απορρίπτουν το σενάριο αυτό. Από την ελαιοκομική περίοδο 2021-2022 μέχρι το τέλος της τρέχουσας, 2023-2024, οι εκτιμήσεις του IOC αναμένουν μια μείωση των εξαγωγών κοντά στο 18,5% για την Ελλάδα. Πρόκειται για εξαγωγές εκτός του ευρωπαϊκού μπλοκ, σε αγορές δηλαδή στις οποίες το ελληνικό ελαιόλαδο φτάνει κατά κανόνα συσκευασμένο και επώνυμα αντί χύμα σε ανοξείδωτης όψης βυτία.
Μάλιστα, απώλειες σημειώθηκαν και στην περσινή εμπορική περίοδο, αφού από τους ούτως ή άλλως λιγοστούς 24.500 τόνους του 2021-2022, λείπουν πάνω από 1.200 τόνοι.
Εν συντομία, αυτό που συνέβη ήταν μια χωρίς προηγούμενο πλειοδοσία ανάμεσα σε ξένους αγοραστές οι οποίοι αναζητούσαν διακαώς «λάδι» για να καλύψουν συμβόλαια και την εγχώρια βιομηχανία που ποτέ δεν κοίταξε πέρα από τα σύνορα της χώρας. Αυτός ο ανταγωνισμός για την πρώτη ύλη, άφησε ελάχιστο ή και καθόλου ζωτικό χώρο στις επιχειρήσεις που επένδυσαν στην επωνυμία και το branding.
Οι μεσίτες, οι βιομήχανοι και τα χαμένα μερίδια
Στη γοητευτική Μπαριβέκια, το ιστορικό «κέντρο» της πόλης του Μπάρι, πίσω από το πολύβουο λιμάνι, το Εμπορικό Επιμελητήριο ανακοινώνει το μεσημέρι της Τρίτης 16 Ιανουαρίου τιμές για τα κοινά έξτρα παρθένα ελαιόλαδα στα 9,90 ευρώ το κιλό. Τα ΠΟΠ και ΠΓΕ της ευρύτερης περιοχής έχουν ήδη πατήσει τα 10 ευρώ, ενώ τα βιολογικά evoo έχουν αναρριχηθεί στα 10,50 ευρώ.
Οι τιμές αυτές ανέκαθεν λειτουργούσαν ως σημείο αναφοράς για τις τιμές στην Ελλάδα, αφού τουλάχιστον η μισή ελληνική παραγωγή ξεφορτώνεται στο πολυσύχναστο λιμάνι πριν «εξαφανιστεί» στις αναρίθμητες δεξαμενές της Ιταλίας.
Για τους μεσίτες και τους εμπόρους που ειδικά τους τελευταίους μήνες γεμίζουν βυτία από τα χωριά της Ελλάδας, υποχρεώνοντας τα φορτηγά από συχνές στάσεις εξαιτίας των περιορισμένων διαθεσιμοτήτων, οι τιμές αυτές υπαγορεύουν και ένα ταβάνι, κάτω από το οποίο θα αναζητήσουν και τη δική τους κερδοφορία. Ειδικά τώρα, πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί στους υπολογισμούς τους, αφού δύο γεμάτα φορτηγά, χωρητικότητας 27 τόνων, σημαίνουν «επένδυση» άνω του μισού εκατομμυρίου.
Την ίδια στιγμή, η εγχώρια βιομηχανία, η οποία καλείται και αυτή να εξυπηρετήσει συμβόλαια, κυρίως της εσωτερικής αγοράς, αναζητά ποσότητες, μιας και η μεταμόρφωση του τοπίου σε μια αγορά με υψηλές απαιτήσεις ρευστότητας, δεν επιτρέπει πιο μαζικές αγορές. Εν προκειμένω, η στρατηγική εφοδιασμού είναι μάλλον «ευθύβολη», αφού η εγχώρια βιομηχανία -μέχρι στιγμής τουλάχιστον- φαίνεται να ενσωματώνει στις προσφορές της μέρος των μεταφορικών ως την Ιταλία. Πληρώνοντας τις υψηλότερες τιμές στην εγχώρια αγορά, που φτάνουν τα 10,11 ευρώ το κιλό, έναντι των 9,35 ευρώ που εξασφάλισε πρόσφατα μεσίτης για λογαριασμό ιταλικής εταιρείας στην Τοσκάνη, η εγχώρια βιομηχανία αποκτά προτεραιότητα.
Τόσο τα στοιχεία του IOC, όσο και η επιστροφή από δεκάδες επιχειρήσεις που επιχείρησαν όλο το προηγούμενο διάστημα να αναπτύξουν ένα αναγνωρίσιμο brand γύρω από το ελληνικό ελαιόλαδο, συγκλίνουν προς τη διαπίστωση ότι η υφιστάμενη ισορροπία δεν έχει ευνοήσει τη διείσδυση του επώνυμου ελληνικού ελαιολάδου στις διεθνείς αγορές. Με απλά λόγια, εκεί που οι ανταγωνίστριες χώρες (Ιταλία και Ισπανία) αδυνατούσαν να εξυπηρετήσουν συμβόλαια για δικά τους ελαιόλαδα, η εγχώρια παραγωγή, αντί να τοποθετηθεί με αποφασιστικότητα, προσφέροντας ανταγωνιστικές τιμές και ποσότητες που διέθετε πέρυσι, κερδίζοντας μερίδια που θα στήριζαν τις τιμές παραγωγού και στο μέλλον, περιορίστηκε στις χύμα πωλήσεις που επέτρεψαν σε Ιταλία και Ισπανία να κρατήσουν έστω τις αγορές προτεραιότητάς τους.
Εκείνοι που συμπιέζονται μέσα στο υφιστάμενο εμπορικό τοπίο, είναι οι επιχειρήσεις που από την αρχή της λειτουργίας βοήθησαν στην ανάπτυξη υπεραξίας για το ελληνικό ελαιόλαδο, αφού από ένα σημείο και έπειτα, δεν κατάφεραν να ακολουθήσουν το ράλι των τιμών και υποχρεώθηκαν να στηριχθούν αποκλειστικά στις δικές τους παραγωγικές δυνατότητες. Φυσικά, προβληματική στην περίπτωσή τους ήταν και η απουσία χρηματοδοτικών εργαλείων που θα παρείχαν την απαιτούμενη ρευστότητα για ανάλογες υπερβάσεις με αυτές που επιχειρούν οι μεγάλες βιομηχανίες. Άλλωστε, όπως εξηγούν παράγοντες της αγοράς του premium ελαιολάδου, όλους αυτούς τους μήνες η ζήτηση για premium ελαιόλαδο εκτοξεύτηκε, η προσφορά από την άλλη, δεν ακολούθησε το τρένο.
Στο λεξιλόγιο των χρηματιστών υπάρχει η έκφραση «hot commodity». Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ή μεταφορικά κάποιον που σε μια δεδομένη στιγμή γνωρίζει υψηλή ζήτηση ή αποκτά υψηλή αποτίμηση.
Αφήνει ταυτόχρονα ένα υπονοούμενο παροδικότητας, ειδικά όταν τα κέρδη έρχονται από τη μια στιγμή στην άλλη και δεν τίθεται ζήτημα σπανιότητας, όπως συμβαίνει για παράδειγμα με ορισμένες σπάνιες γαίες, μέταλλα που χρησιμοποιούνται ευρέως στην κατασκευή προϊόντων υψηλής τεχνολογίας και τα κοιτάσματά τους είναι περιορισμένα.
Στους Financial Times οι Έλληνες εξαγωγείς
Στους δραστήριους εξαγωγείς ελληνικού ελαιολάδου και στη στρατηγική τους για διεύρυνση των µεριδίων τους στις διεθνείς αγορές στάθηκε πρόσφατα, εκτενές ρεπορτάζ των Financial Times. Σε αυτό, η Χριστίνα Στριµπάκου, η οποία δραστηριοποιείται στο χώρο με το brand LIA από τα Φιλιατρά δυσφορεί για την ελληνική τάση εξαγωγής χύµα, ειδικά πέρυσι, όταν η ισπανική και η ιταλική παραγωγή µειώθηκαν κατά 40% λόγω ακραίων ξηρασιών, ενώ η Ελλάδα είχε µια καλή χρονιά, µε 350.000 τόνους. «Αντί να εκµεταλλευτούµε την έλλειψη ιταλικών και ισπανικών προϊόντων και να τοποθετήσουµε το δικό µας ελαιόλαδο στα ράφια διεθνών σούπερ µάρκετ, τους βοηθούµε να διατηρήσουν τη θέση τους πουλώντας τους χύµα», είπε η Χριστίνα Στριµπάκου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου