Εγκύκλιο πρός τόν Ίερόν κλήρον καί τόν εύσεβή λαόν τής καθ’ ήμάς Ίεράς Μητροπόλεως
Εύλαβέστατοι Κληρικοί,
Χριστιανοί μου Άγαπητοί,
Περνάμε όλοι μαζί μία παντοειδή δοκιμασία. Ό κορωνοϊός μεταδίδεται μέ ταχύτητα σέ όλόκληρη την γή. Ένόμιζα ότι τό κακό θά περιοριζόταν σύντομα. Αύτός άλλωστε είναι ό κύριος λόγος, πού δέν έπικοινώνησα μέ σάς. Τώρα όμως έπιστήμονες κύρους καί άλλοι ύπεύθυνοι μάς διαβεβαιώνουν ότι πρόκειται γιά πανδημία, τής όποίας πότε θά έρθει τό τέλος μόνον ό Θεός γνωρίζει.
Καθ’ όλον αύτόν τόν χρόνο, καταφεύγαμε καί καταφεύγουμε στήν μόνη μας έλπίδα, τόν Θεό. Ζητούσαμε καί ζητούμε, Ιδίως τώρα, τούς οίκτιρμούς Του. Έπειδή στίς πράξεις μας πρέπει πάντοτε νά έχουμε όδηγό τήν Άγία Γραφή, άς δούμε τί όρίζει γιά τίς καταστάσεις αύτού τού είδους.
(Η τρομερή άρρώστια τής άρχαίας έποχής ήταν ή λέπρα, τής όποίας τό φάρμακο βρήκαν οί έπιστήμονες μόλις στόν είκοστό αίώνα. Ό Θεός διά μέσου τού προφήτου Έλισσαίου έθεράπευσε τόν έθνικό Ναιμάν άπό τήν λέπρα (N Βασιλ. 5, 1 καί 6), άλλά στούς πιστούς είχε δώσει έντολές διά μέσου τού προφήτου Μωυσέως. Έχει καταγράΨει ό προφήτης τίς σχετικές έντολές τού Θεού στό βιβλίο τής Αγίας Γραφής, πού όνομάζεται Λευιτικόν. Έκεί ό λόγος τού Θεού γιά τήν άντιμετώπιση τής λέπρας καί όλων τών δερματικών παθήσεων όρίζει τήν αύστηρότατη άπομόνωση. Στό δέκατο τρίτο καί στό δέκατο τέταρτο κεφάλαιο τού Λευιτικού μέ λεπτομέρεια καταγράφονται όλα τά ύποπτα καί όλα τά άδιαμφισβήτητα σημάδια τής λέπρας. Έκεί όρίζεται ή διαδικασία όλη τής άπομόνωσης αύτού, πού προσβλήθηκε άπό τήν λέπρα ή άπό κάποια άλλη δερματική πάθηση. Μέ τήν ίδια λεπτομέρεια έπίσης όρίζεται τί πρέπει νά γίνει, άν θεραπευτεί ό άσθενής.
Βλέπουμε λοιπόν ότι ό νόμος τού Θεού άπομακρύνει τούς άσθενείς άπό τήν κοινότητα, γιά νά μήν μεταδοθεί ή νόσος. Ή συνέπεια ήταν ότι δέν έλάμβαναν μέρος στήν καθημερινή λατρεία τού Θεού, πού πρόσφεραν οί πιστοί στήν σκηνή τού Μαρτυρίου καί στό ναό τών Ίεροσολύμων άργότερα. Αύτό όμως δέν ήταν έμπόδιο, προκειμένου οί ξεχωρισμένοι λόγω νόσου νά εισέλθουν στήν Γή τής έπαγγελίας. Στήν Γή τής έπαγγελίας δέν εισήλθαν μόνον όσοι άπίστησαν ή όλιγοπίστησαν στούς λόγους τού Θεού.
Ό λόγος τού Θεού μάς διδάσκει ότι όσα συνέβησαν κατά τήν Παλαιά Διαθήκη ήταν προτύπωση γιά μάς, ώστε νά μήν είμαστε έπιθυμητές τών κακών (Α’ Κορ. 10, 6). Μάς διδάσκει έπιπλέον ότι έκείνη ή κατάπαυση στή Γή τής έπαγγελίας ήταν προτύπωση τής αίωνίας στήν όποία μάς είσάγει ό Χριστός (Εβρ. 4, 7-9). Στήν πρώτη κατάπαυση «0ύΚ ήδυνήθησαν είσελθεϊν διά άπιστίαν» (Εβρ. 3, 19). Γιά μάς ό Θεός έχει έτοιμάσει τήν δευτέρα καί αιωνία κατάπαυση. Τό Αγιον Πνεύμα μάς διδάσκει νά προσέξουμε νά μήν έπαναλάβουμε τά άμαρτήματα τών παλαιών καί μάλιστα τήν άπείθεια στούς θείους λόγους «σπουδάσωμεν ούν είσελθείν είς έκείνην τήν κατάπαυση, ίνα μή έν τω αύτή) τις ύποδείγματι πέσει τής άπειθείας» (Εβρ. 4, 11). Τό συμπέρασμα είναι ότι έπιβάλει ό λόγος τού Θεού τήν άπομόνωση τών άσθενών, γιά νά μήν μεταδοθεί ή νόσος, μέ άποτέλεσμα νά μήν μπορούν οί ξεχωρισμένοι νά μετέχουν τής κοινής λατρείας καί νά κυκλώνουν τό άγιον θυσιαστήριον. Προκειμένου όμως νά λάβουν τήν μεγαλύτερη δωρεά τού Θεού, τήν είσοδο στή γή τής έπαγγελίας, κανένα άλλο έμπόδιο δέν ύπάρχει παρά μόνο ή άπιστία. Αύτό μάς διδάσκουν καί τά έξής γεγονότα.
Ό δίκαιος καί πολύαθλος Ίώβ είχε άνέβει σέ ύψηλή πνευματική κατάσταση, τήν όποία μαρτυρούσε ό Θεός «ότι ούκ έστι κατ’ αύτών τών έπί γής άνθρωπος άμεμπτος, άληθινός, θεοσεβής, άπεχόμενος άπό παντός πονηρού πράγματος» (Ιώβ 1, 8). Ό Ίώβ κατά τό διάστημα τής πρώτης εύτυχίας τηρούσε όλες τίς έντολές τού Θεού καί συχνά πρόσφερε θυσίες (Ίώβ 1, 5). Τόν σατανά όμως τόν κατενίκησε όταν τόν κτύπησαν όλες οί μεγάλες δυστυχίες καί προσβλήθηκε άπό τήν λέπρα. Τότε ό ίδιος ό δίκαιος, ζώντας έξω άπό τήν πόλη (Ιώβ 2, 8) δέν είχε δυνατότητα πλέον νά θυσιάζει, άλλά μόνον έδόξαζε τόν Θεόν καί γιά τίς δοκιμασίες του: «είη τό όνομα Κυρίου εύλογημένον» (Ιώβ 1, 21 καί 2, 10). Τότε άκριβώς έφτασε στό ύψος τής άρετής. Βλέπουμε άρα ότι ή πίστη, ή ύπομονή καί ή άνδρεία όδηγούν τόν άνθρωπο στόν Θεό, άκόμα καί άν δέν ύπάρχει ή έξωτερική λατρεία.
Οί διατάξεις τού Μωσαϊκού νόμου γιά τήν άπομόνωση τών λεπρών ίσχυαν καί έπί τής έποχής τού Χριστού. Ό Κύριος συνιστούσε τήν τήρηση αύτών τών διατάξεων καί όταν θαυματουργούσε καί θεράπευε λεπρούς. Αφού μέ ένα Του λόγο καθάρισε τόν λεπρό, τού συνέστησε: «ύπαγε, σεαυτόν δεϊξον τώ ίερεϊ καί προσένεγκε τό δώρον, ό προσέταξε Μωσής είς μαρτύριον αύτής» (Ματθ. 8, 4). ‘O Κύριος θαυματουργεί άφενός, άφετέρου όμως διατηρεί καί όλα τά μέτρα, πού σκοπό είχαν νά μήν μεταδίδεται ή άρρώστια. Διδακτικό περισσότερο είναι τό θαύμα, πού έκανε στούς δέκα λεπρούς. Μέ ένα καί τόν ίδιον Του λόγον τούς θεράπευσε καί τούς συνέστησε νά πάνε στούς ίερείς γιά όσα όρίζει ό νόμος. Στόν μοναδικό όμως, τόν Σαμαρείτη, πού έγύρισε νά εύχαριστήσει καί νά προσκυνήσει, είπε ή πίστη σου σεσωκέ σε (Λουκ. 17, 19). Οί λεπροί βρίσκονται μακριά άπό τήν κοινωνία, άπό τόν ναό καί τήν λατρεία. O Κύριος μέ τήν θαυματουργία φανέρωσε ότι ήταν μέσα στήν πρόνοιά Του, μόνον όμως ό ένας κέρδισε τήν αίώνια σωτηρία, διότι αύτός είχε πίστη πραγματική και εύγνωμοσύνη, καί άς ήταν μακριά άπό τίς θυσίες καί τίς έορτές.
Τήν έμμονή στήν σωτήρια πίστη καί τήν συνεχή δοξολογία του όνόματος τού Θεού μάς διδάσκουν καί οί άρχαίοι χριστιανοί. Όταν κινούσαν διωγμό οί αύτοκράτορες σέ έναν τόπο, οί πιστοί κατά τόν λόγο τού Χριστού έφευγαν άλλού, καί στίς έρημιές άκόμη. Άν καί μακριά άπό τίς συνάξεις καί τήν πνευματική λατρεία, δέν εμποδίζονταν νά έχουν τήν διαρκή προσευχή καί τήν συνεχή δοξολογία. Καί συνέβαινε μερικές φορές νά τούς άνακαλύΨουν οί έθνικοί. Αλλά τότε άκριβώς φανερωνόταν ή άπειρη πίστη καί ή άγάπη τους πρός τόν Χριστό. Τότε μέ άνδρεία όμολογούσαν καί μαρτυρούσαν.
Γνωρίζουμε ότι είχε ένσκύψει λοιμώδης άρρώστια στήν Λατινική Αφρική κατά τόν τρίτον αίώνα. Πληροφορίες λεπτομερείς γιά τήν στάση τών χριστιανών μάς δίνει ό άγιος Κυπριανός, έπίσκοπος Καρθαγένης καί μάρτυρας. Τό μόνο μέσο, πού είχαν τότε γιά νά τήν άντιμετωπίσουν, ήταν νά έγκαταλείπουν τίς πόλεις, νά άπομονώνονται. Οί χριστιανοί διακρίθηκαν τότε μόνο γιά τά έργα Τής εύποιίας καί μέσω αύτών έδόξασαν τό όνομα τού Θεού καί πάλι δέν βλάφτηκαν άπό τόν διασκορπισμό καί τήν μόνωση.
Η σημερινή κατάσταση έπιβάλει τήν μόνωση. Οί πιστοί τηρούμε τίς διατάξεις πού είσηγούνται οί άρχές μέ γνώμη τών είδικών έπιστημόνων. Γνωρίζουμε ότι ή κοινή λατρεία δέν είναι τώρα δυνατή. Δέν έπιμένουμε νά τήν άσκούμε, διότι αύτό είναι άμάρτημα. Απαιτούμε άπό τόν Θεό νά θαυματουργήσει καί κατά τήν φράση τής Αγίας Γραφής Τόν έκπειράζουμε, ένώ ή έντολή είναι «ούκ έκπειράσεις Κύριον τόν Θεόν σου» (Δευτ. 6, 16). Από τίς διατάξεις τής Αγίας Γραφής γιά παρόμοιες περιπτώσεις καί άπό τήν στάση τών άρχαίων χριστιανών πρό τού διωγμού καί τού λοιμού διδασκόμαστε ότι όταν οί συνθήκες δέν έπιτρέπουν τήν κοινή λατρεία, οί πιστοί δέν έμποδίζονται. Έπιδίδονται μέ περισσότερη θέρμη στήν κατ’ ίδίαν προσευχή καί δέν άμελούν τά έργα τής φιλανθρωπίας καί τής εύποιίας πού συνιστούν θυσίες, στίς όποϊες εύαρεστεϊται ό Θεός. Μέ πίστη στόν παντοδύναμο Θεό, τόν Πατέρα, τόν Υίόν καί τό Άγιον Πνεύμα, άς έορτάσουμε τίς άγιες έορτές μέ τήν πίστη, τήν προσευχή καί τήν καρτερία τών άρχαίων χριστιανών.
Θερμός εύχέτης πρός τόν έρχόμενον έπί τό έκούσιον πάθος Κύριον μας
διά τήν ήμών σωτηρίαν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου