Η ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΑΨΙΔΑ στο Κάστρο των Γιγάντων που διαλύθηκε αποτελεί διαχρονικό ανοσιούργημα - kyparissianews.com- ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΡΙΦΥΛΙΑ, ΜΕΣΣΗΝΙΑ, ΕΛΛΑΔΑ

kyparissianews.com- ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΡΙΦΥΛΙΑ, ΜΕΣΣΗΝΙΑ, ΕΛΛΑΔΑ

24ΩΡΗ ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΑ-ΤΡΙΦΥΛΙΑ- ΜΕΣΣΗΝΙΑ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ


Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2020

Η ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΑΨΙΔΑ στο Κάστρο των Γιγάντων που διαλύθηκε αποτελεί διαχρονικό ανοσιούργημα



 

Ένα κάστρο που δεσπόζει πάνω από την Kυπαρισσία και προσφέρει μοναδική θέα προς την πόλη και το Ιόνιο πέλαγος.

To κάστρο στη μορφή που σώζεται σήμερα είναι Φράγκικο. Κτίστηκε στα θεμέλια ενός παλιότερου Βυζαντινού φρουρίου που είχε κτιστεί στη θέση αρχαίας ακρόπολης.

Υπήρξε ένα από τα πιο σημαντικά κάστρα στην Πελοπόννησο επί Φραγκοκρατίας.

ΤΟ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΑΝΟΣΙΟΥΡΓΗΜΑ ΗΤΑΝ Η ΔΙΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΑΨΙΔΑΣ

Εκτός από την εγκληματική σύμφωνα με τους αρχαιολόγους τότε οικοπεδοποίηση της Μούσγας, η Άνω Πόλη "κατακρεουργήθηκε" δυστυχώς τότε χωρίς να ανοίξει ρουθούνι με την καταστροφή της περίφημης αψίδας στο Κάστρο που ήταν από τις ελάχιστες στην Ελλάδα.
Μάλιστα στο βιβλίο του αείμνηστου Δήμου Χριστόπουλου "Το σταυροπάζαρο" φιλοξενείται.. ενα σπάνιο σχέδιο της αψίδας που κοσμούσε το σπίτι του Παλαμά δίπλα από το Κάστρο των Γιγάντων.
Διαλύθηκε από την τότε Δημοτική αρχή και κατασκευάστηκε το θεατράκι που βρίσκεται πάνω στο κάστρο...
Η Κυπαρισσία θα είχε ένα ακόμα στολίδι, αλλά δυστυχώς...δεν αφήσαμε τίποτα για τις επόμενες γενιές.

Ιστορία


Σύμφωνα με τη τη Μυθολογία, η Κυπαρισσία υπήρξε κτίσμα των «Γιγάντων», οι οποίοι λέγεται πως έχτισαν και την ακρόπολή της πάνω στην οποία κτίστηκε το κατοπινό μεσαιωνικό κάστρο.
Ένα κάστρο θεμελιωμένο επάνω σε «κυκλώπεια» τείχη, με ογκόλιθους διαστάσεων μέχρι 4μ.✖1,64μ. Οι τεράστιες αυτές πέτρες ενέπνευσαν την ονομασία «κάστρο των Γιγάντων».

Κατά τα ομηρικά χρόνια, η Κυπαρισσία ονομαζόταν «Κυπαρισσίεντας» και ανήκε στο βασίλειο της Πύλου. Στον Τρωικό Πόλεμο ο Κυπαρισσίεντας συμμετείχε με 11 πλοία υπό τη διοίκηση του Νέστορα, σύμφωνα με την Ιλιάδα. Αργότερα η περιοχή υποδουλώθηκε στους Σπαρτιάτες μαζί με την υπόλοιπη Μεσσηνία.

Κατά τα Βυζαντινά χρόνια, στη θέση της αρχαίας Ακρόπολης χτίστηκε κάστρο. Η ονομασία της πόλης αυτήν την περίοδο - από τον 10ο ή 11ο αιώνα- ήταν «Αρκαδιά».

Φαίνεται ότι το κάστρο ήταν σε καλή αμυντική ετοιμότητα γιατί δεν υπέκυψε αμέσως στους Φράγκους, όταν μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, εισέβαλαν το 1205 στο Μοριά. Λόγω της αντίστασης του κάστρου, οι Φράγκοι αποφάσισαν να το παρακάμψουν και συνέχισαν προς Καλαμάτα και Κορώνη, Μεθώνη.

Μετά τη Μάχη του Κούνδουρου και την οριστική επικράτηση των Φράγκων στη Μεσσηνία, οι επικεφαλής των εισβολέων Σταμπλίτης και Βιλεαρδουίνος αποφάσισαν να επιστρέψουν στην Κυπαρισσία.

Η πολιορκία κράτησε τρεις μέρες. Οι υπερασπιστές του κάστρου μη περιμένοντας βοήθεια από πουθενά και γνωρίζοντας την πλήρη επικράτηση των Φράγκων στις υπόλοιπες περιοχές, αποφάσισαν να παραδοθούν.

Με τη διανομή του Μοριά στους Φράγκους ευγενείς, η Αρκαδιά και η Καλαμάτα με τις περιοχές τους έμειναν προσωπική κτήση του Πρίγκιπα της Αχαΐας και της οικογένειας των Βιλεαρδουΐνων. Ο τελευταίος από αυτούς, ο Γουλιέλμος Β’ (Guillaume II de Villehardouin), γεννημένος στη Καλαμάτα και με το παρατσούκλι «Καλαμάτας», νικήθηκε στη μάχη της Πελαγονίας (βορείως της Καστοριάς) το 1259, αιχμαλωτίστηκε από τους Βυζαντινούς και έμεινε αιχμάλωτος μέχρι το 1262. Στο μεταξύ, το 1261, η Πόλη απελευθερώθηκε από τον στρατηγό Στρατηγόπουλο και ο τελευταίος λατίνος αυτοκράτορας Βαλδουίνος Β’ αναζήτησε καταφύγιο στη Δύση περνώντας από την Πελοπόννησο.

Το Ελληνικό Χρονικό του Μορέως αναφέρει πώς, ο Γουλιέλμος Β’ Βιλεαρδουίνος χάρισε την Αρκαδιά στον «Πρωτοστράτορα της Ρωμανίας» Vilain D' Aulnay (Βιλαίν ντ’Ωλνέ ή, κατά το Χρονικό, Βηλές ντ’Ανόε) που είχε ακολουθήσει στο Μοριά τον αυτοκράτορά του.

Έτσι, το 1262 το κάστρο πέρασε στη δικαιοδοσία του Μαρεσάλου (ή Πρωτοστράτορα) Vilain D' Aulnay, αυλικού του έκπτωτου -πλέον- Λατίνου αυτοκράτορα Βαλδουίνου. Οι λόγοι της παραχώρησης του κάστρου ήταν μάλλον οι συγγενικές και φιλικές σχέσεις των δύο ανδρών. Ο Γουλιέλμος Βιλεαρδουίνος ήταν ξάδελφος του D' Aulnay, ενώ από το 1249 του είχε αναθέσει την οικονομική διαχείριση των κτημάτων του στην Καμπανία. Επίσης ο Γουλιέλμος ήταν αιχμάλωτος μαζί με το γιο του D' Aulnay Γοδεφρείδο μετά τη μάχη της Πελαγονίας.

Τότε, το 1262, η Αρκαδιά έγινε βαρονία, ενώ μέχρι τότε, ως πριγκιπική ιδιοκτησία, δεν συγκαταλεγόταν στις 12 αρχικές βαρονίες του Πριγκιπάτου. Τον επόμενο ενάμιση αιώνα εξελίχθηκε σε μια από τις πιο σπουδαίες βαρονίες επί Φραγκοκρατίας.

Όταν ο D' Aulnay πέθανε το 1269, η βαρονία πέρασε στους δυο γιους του, Εράρδο και Γοδεφρείδο. Ο Εράρδος έλαβε ενεργό μέρος στις υποθέσεις του βασιλείου της Νάπολης και μετά το 1279, όταν αιχμαλωτίστηκε από τους Βυζαντινούς, χάθηκε. Μετά από διάφορες ίντριγκες και κληρονομικές διαμάχες, η βαρονία πέρασε το 1293 εξ ολοκλήρου στα χέρια του Γοδεφρείδου, που όπως και ο Γουλιέμος Β’ Βιλεαρδουίνος ήταν ικανός, ελληνοτραφής και δημοφιλής.

Ο Γοδεφρείδος πέθανε το 1297 και τον διαδέχθηκε ο γιος του Βιλαίν Β’ που πέθανε γρήγορα και τον διαδέχθηκαν τα παιδιά του Εράρδος Β’ και Αγνή ή Ανιέζα. Ο Εράρδος Β’ πέθανε κάποια στιγμή πριν το 1338. Μετά τον θάνατό του η γυναίκα του παντρεύτηκε τον τριτημόριο της Ευβοίας Pietro Dalle Carceri που ήταν άρχοντας των Ωρεών και ο οποίος με το γάμο του πήρε προίκα το μισό από τη Βαρονία της Αρκαδιάς.

Στο μεταξύ, η αδερφή του Εράρδου Ανέζα παντρεύτηκε το 1324 τον Stephen le Maure ή Στέφανο τον Μαυριτανό ή Στέφανο Μαύρο που ήταν άρχοντας του Σαφλαούρου (Saint-Sauveur) και του Αετού.

Ο Στέφανος Μαύρος πέθανε μετά το 1330 και τον διαδέχθηκε ο γιος του Εράρδος Γ’ που το 1344 κατόρθωσε να ενώσει τα δύο κομμάτια της βαρονίας. Ο Εράρδος Γ’ υπήρξε από τους πιο σημαντικούς Φράγκους στο Μοριά του 14ου αιώνα και έπαιξε σημαντικό ρόλο στα γεγονότα της εποχής του μεταξύ 1344-1388. Μεταξύ άλλων υπήρξε υποστηρικτής του επιδόξου πρίγκιπα της Αχαΐας Ιακώβου του Μπω (Jaques De Baux) ο οποίος απένειμε στον Εράρδο τον τίτλο του Μαρεσάλη της Αχαΐας.

Το 1348 σημειώθηκε ένα πρωτοφανές συμβάν. Ένας Βουργουνδός ιππότης ονόματι Louis of Chafor κατέλαβε αιφνιδιαστικά το κάστρο της Κυπαρισσίας και κράτησε ομήρους τη γυναίκα του βαρόνου και τα παιδιά του. Το επεισόδιο έληξε αφού ο Εράρδος πλήρωσε λύτρα για να ξαναπάρει πίσω το κάστρο και την οικογένειά του.

Ο Εράρδος Γ’ πέθανε το 1388 και τον διαδέχθηκε η κόρη του, της οποίας το όνομα δεν γνωρίζουμε. Η κόρη παντρεύτηκε τον Ανδρόνικο Ασάνη Ζαχαρία (Zaccaria) και έτσι το κάστρο πέρασε στην οικογένεια των Zaccaria (που ήταν Γενοβέζοι από τη Χίο που είχαν συμπεθεριάσει με τους Ασάν, ελληνοβουλγαρική οικογένεια ευγενών). O νέος βαρόνος αντιμετώπισε για ένα διάστημα διεκδικήσεις της βαρονίας από τον Εράρδο Λάσκαρη, γιο της αδερφής του Εράρδου Γ’

Ο Ανδρόνικος Ασάνης Ζαχαρίας ήταν ήδη και βαρόνος της Χαλανδρίτσας και όντας κουνιάδος του Ναβαρέζου ηγεμόνα του πριγκιπάτου, Pedro de San Superano, απέκτησε μεγάλη δύναμη και τον τίτλο του Κοντόσταυλου της Αχαΐας. Πέθανε το 1401 και την περιουσία του κληρονόμησαν οι τέσσερις γιοι του. Δεν είναι σαφές ποιος γιος πήρε το κάστρο της Αρκαδιάς, αλλά όπως φαίνεται από την μετέπειτα ιστορία αυτός ήταν μάλλον ο Κεντυρίων Ζαχαρίας που λίγο μετά, το 1404, έγινε (ο τελευταίος ) ηγεμόνας του Πριγκιπάτου της Αχαΐας.

Από το 1417 οι Βυζαντινοί είχαν αρχίσει να διεισδύουν και να κυριεύουν εδάφη του Πριγκιπάτου της Αχαΐας χωρίς μεγάλη αντίσταση. Το 1429 ο πρίγκηπας της Αχαΐας Κεντυρίων Β’ Ζαχαρίας πολιορκήθηκε στη Χαλανδρίτσα από τον δεσπότη του Μυστρά Θωμά Παλαιολόγο ενώ ο αδελφός του Θωμά, Κωνσταντίνος πολιορκούσε την Πάτρα. Μετά την πτώση της Πάτρας στον Κωνσταντίνο, ο Κεντυρίων έκανε συμφωνία με τον Θωμά: του έδωσε για γυναίκα του την κόρη του Αικατερίνη Ζαχαρία μαζί με τα τελευταία εδάφη που κατείχε. Κράτησε για τον εαυτό του το κάστρο της Αρκαδιάς. Έμεινε εκεί μέχρι το θάνατό του το 1432, οπότε το κάστρο πέρασε στους Παλαιολόγους του Δεσποτάτου του Μυστρά.

Έτσι το Κάστρο της Κυπαρισσίας ήταν το μέρος όπου πέθανε ο τελευταίος Φράγκος ηγεμόνας του πριγκιπάτου της Αχαΐας. Με άλλα λόγια, υπήρξε το τελευταίο προπύργιο των Φράγκων και το μέρος όπου γράφτηκε η τελευταία πράξη της πολυτάραχης ιστορίας του πριγκιπάτου της Αχαΐας. Εκεί έπεσε η αυλαία της 200ετούς Φράγκικης κατοχής στο Μοριά (1205-1432).

Το 1432 το κάστρο ξανάγινε λοιπόν Βυζαντινό. Αυτό δεν κράτησε πολύ καθώς το 1460 οι Τούρκοι υπό τον Μωάμεθ Β’ σάρωσαν τα κάστρα της Πελοποννήσου και μαζί το κάστρο της Κυπαρισσίας που δεν πρόβαλε ιδιαίτερη αντίσταση. Η Αρκαδιά περνά στα χέρια των Τούρκων και 10.000 Αρκαδινοί υποχρεούνται να μετοικήσουν στα μικρασιάτικα παράλια.

Ακολουθεί η περίοδος της πρώτης Τουρκοκρατίας, η οποία κρατά ως το 1685. Οι Τούρκοι οχυρώνονται στο Κάστρο για να αντιμετωπίσουν Έλληνες και Ενετούς, αλλά η οχύρωση στα χρόνια αυτά δεν ήταν εντυπωσιακή, απλώς συμπληρωματική εκείνης των Φράγκων.

Από το 1685 ακολουθεί η περίοδος της Ενετοκρατίας ως το 1715. Οι Ενετοί χρησιμοποίησαν το κάστρο και ίσως να έκαναν κάποιες επισκευές, αλλά δεν φαίνεται ότι έκαναν κάποια σημαντική τροποποίηση ή προσθήκη.

Μετά το 1715, το κάστρο έπεσε ξανά στα χέρια των Τούρκων, οι οποίοι κάποια στιγμή το επάνδρωσαν με φρουρά 300 Αλγερινών.

Το κάστρο απελευθερώθηκε από τους Έλληνες χωρίς μάχη την 25η Μαρτίου 1821. Το 1825 η πόλη λεηλατήθηκε από τα στρατεύματα του Ιμπραήμ πασά. Γενικά κατά την περίοδο 1825 έως 1828, όταν οι τελευταίοι τουρκοαιγύπτιοι εγκατέλειψαν την Πελοπόννησο, η περιοχή υπέφερε από τις επιδρομές και τις συνεχείς μάχες ενώ απ’ό,τι φαίνεται το κάστρο δεν ήταν πλέον σε κατάσταση να προσφέρει προστασία.

Το 1970 έγινε μια προσπάθεια αναστήλωσης και τότε κτίστηκε και ένα μικρό αμφιθέατρο εκεί, που το καλοκαίρι φιλοξενεί καλλιτεχνικές εκδηλώσεις.


Δομικά, Αρχιτεκτονικά, Οχυρωματικά Στοιχεία

Το κάστρο είναι χτισμένο στο λόφο όπου κατά την αρχαιότητα βρισκόταν η ακρόπολη της αρχαίας Κυπαρισσίας στις υπώρειες του όρους Ψυχρό. Σήμερα φτάνει κανείς εύκολα στην πύλη του από ασφαλτοστρωμένο δρόμο.

Οι δόμοι της αρχαιοελληνικής κατασκευής διακρίνονται εύκολα, όπως και τα αρχαία υλικά που επαναχρησιμοποιήθηκαν από Βυζαντινούς και Φράγκους. Φανερές ακόμη είναι και οι τούρκικες προσθήκες ενώ δεν φαίνεται να υπάρχουν ίχνη από την εποχή που οι Βενετσιάνοι κυριάρχησαν στην Πελοπόννησο (Β’ Ενετοκρατία, 1685-1715).


Η κάτοψη του κάστρου είναι τραπέζιο που έχει μήκος πλευρών 100 μ. από βορρά προς νότο και 60 μ. από ανατολικά προς δυτικά.

O ερευνητής Αntoine Βon διαχώρισε το τραπεζοειδές αυτό σχήμα σε δύο τρίγωνα από τα οποία το βόρειο αντιστοιχεί στον άνω περίβολο ή «Πάνω Κάστρο», το δε νότιο, στον κάτω περίβολο ή «Κάτω Κάστρο».

O κάτω περίβολος με κορυφή τη νότια γωνία του είναι το μεγαλύτερο κομμάτι του κάστρου και καλύπτει το πιο επίπεδο και ομαλό τμήμα του λόφου. Εκεί υπήρχε η κυρία πύλη του κάστρου που σήμερα δεν υπάρχει και που πρέπει να βρίσκονταν πιο κάτω από τη σημερινή πρόχειρη είσοδο.

Η προσπέλαση στο κάστρο γινόταν από ένα επίχωμα (ράμπα) που στο πλησιέστερο προς την πύλη τμήμα του προστατευόταν από ένα τείχος με πολεμίστρες. Αυτό το τείχος, οι νεώτεροι μελετητές το αποδίδουν στην οθωμανική περίοδο.

Η πύλη προστατευόταν, κατά πάσα πιθανότητα, από έναν πύργο ο οποίος σήμερα δεν σώζεται και που πρέπει να ήταν στη θέση όπου σήμερα υπάρχει ένα μισογκρεμισμένο τζαμί. Η πιο ισχυρή οχύρωση του Κάτω Κάστρου ήταν ένας πύργος-προμαχώνας στη νοτιοανατολική γωνία του. Το πάνω μέρος του οχυρώματος αυτού δεν σώζεται.

Το κάτω μέρος της τοιχοποιίας διασώζεται μέχρι το ύψος του εδάφους στο εσωτερικό και είχε χτιστεί από αρχαίους ογκόλιθους (πωρόλιθους) από τους οποίους διακρίνονται έξι σειρές (δόμοι).
Το υπόλοιπο τμήμα των τειχών είναι χτισμένο με μικρούς πωρόλιθους και ασβεστόλιθους ανακατεμένους με κομμάτια από κεραμίδια και κονίαμα, σε μια χαρακτηριστική μορφή μεσαιωνικής δόμησης.

Αν και δεν είναι ακριβώς γνωστή η περίοδος που έγιναν οι προσθήκες πάνω στο τείχος της αρχαίας ακρόπολης, μπορούμε να υποθέσουμε ότι τα περισσότερα από τα νεώτερα στοιχεία είναι βυζαντινά, με φράγκικα και οθωμανικά μεταγενέστερα συμπληρώματα.

Το τείχος κατά μήκος της ΝΔ πλευράς διακόπτεται από ρήγματα και σε μερικά σημεία έχει εντελώς εξαφανιστεί. Σε πολύ λίγα σημεία ξεπερνάει το εσωτερικό επίπεδο του εδάφους του κάστρου. Προχωρώντας προς τα δυτικά συναντάμε ένα μικρό τετράγωνο πύργο που προεξέχει από το τείχος αλλά από το οποίο τίποτα δεν διασώζεται πάνω από το εσωτερικό έδαφος. Είναι αυτός που στην άκρη του σήμερα υπάρχει ο κοντός της σημαίας του κάστρου και ένα μικρό κανονάκι.

Το τείχος στη συνέχεια ανεβαίνει για να φτάσει στο μεγάλο δυτικό πύργο από τον οποίο διασώζεται ένα μέρος από το δυτικό τμήμα του με ένα κατεστραμμένο (ίσως από το πυροβολικό) διπλό αψιδωτό παράθυρο.

Μετά τον πύργο υπάρχει ένα χάσμα περίπου 20- 25 μέτρων που μάλλον οφείλεται σε σεισμούς και μετά υπάρχει η βάση πύργου με δεξαμενή, ακριβώς απέναντι από τις κερκίδες του μικρού (και σχετικά σύγχρονου) θεάτρου.

Στη ΒΑ πλευρά του κάστρου διασώζονται ελάχιστα ίχνη από οχυρώσεις. Η πλευρά αυτή πρέπει ανέκαθεν να μην είχε ισχυρή οχύρωση καθώς έχει καλή φυσική προστασία.

Η ανατολική πλευρά του κάστρου, δηλαδή εκεί όπου ο λόφος ενώνεται με το βουνό πιο πάνω, είναι το πιο ευπρόσβλητο σημείο. Γι’ αυτό έχει κατασκευαστεί εκεί ένας προμαχώνας με κύριο οχύρωμα ένα στρογγυλό πύργο. Πρόκειται μάλλον για φράγκικο πύργο -παρά την ονομασία του «ο Πύργος του Ιουστινιανού»- ενώ το παραπέτο και οι κανονιοθυρίδες είναι τουρκικές κατασκευές.

Το τείχος που χώριζε το Πάνω- Κάστρο από το Κάτω- Κάστρο είναι σχεδόν εξαφανισμένο. Σποραδικά τοιχία και βράχοι σηματοδοτούν αμυδρά τη διαχωριστική γραμμή. Ο Στρογγυλός Πύργος που περιγράφηκε προηγουμένως και ένας μεγάλος τετράγωνος (αυτός με το σταυρό) αποτελούν τα χαρακτηριστικά οχυρωματικά στοιχεία του Πάνω- Κάστρου. Ο τετράγωνος πύργος είναι χτισμένος από ακανόνιστους πωρόλιθους και τούβλα και είναι φανερό πως πρόκειται για Βυζαντινό κτίσμα. Παρά τις μεταγενέστερες προσθήκες, μπορούμε να υποθέσουμε με βεβαιότητα ότι αυτός είναι ο «Πύργος των Γιγάντων» που αναφέρεται στο Χρονικόν του Μορέως.


Ανακεφαλαιώνοντας, το είδος και η προέλευση των διαφόρων κτισμάτων του κάστρου έχει ως εξής:

Α. Βυζαντινά κτίσματα.
Βασικά ο τετράγωνος Πύργος του Πάνω- Κάστρου, ο Νότιος Πύργος (συμπλήρωση πάνω στο τείχος της αρχαίας Κυπαρισσίας) το ίδιο ισχύει πιθανότατα για το δυτικό Πύργο και για κομμάτια του εξωτερικού και διαχωριστικού τείχους.

Β. Φράγκικα.
Ο στρογγυλός Πύργος και διάφορες άλλες προσθήκες όπως οι δύο μικροί τετράγωνοι πύργοι της ΒΑ πλευράς, ίσως ο Πύργος με τη δεξαμενή και διάφορα τιμήματα του τείχους.

Γ. Οθωμανικά
Διάφορες συμπληρώσεις σε προγενέστερες κατασκευές που είχαν σχέση κυρίως με τη χρήση κανονιών. Σαν καθαρά οθωμανικό κτίσμα πρέπει να θεωρηθεί ο προστατευτικός τοίχος με τις πολεμίστρες έξω από την κύρια πύλη και το τζαμί.

Βενετσιάνικες προσθήκες δεν έχουν εντοπισθεί στο κάστρο αν και οι κατά καιρούς Προβλεπτές κατά τη Β’ Ενετοκρατία διαβάζουμε πώς είχαν ζητήσει έγκριση δαπανών για την αξιοποίηση του Κάστρου. Μάλλον, ελλείψει κονδυλίων.  ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΩΤΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Pages