Την αντίθεση της στο νομοσχέδιο για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια εκφράζει με απόφαση της η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.
Στη σχετική απόφαση μεταξύ άλλων επισημαίνεται ότι: παρά την αναφορά που υπάρχει στον τίτλο του σχεδίου νόμου περί «Ενίσχυσης του Δημόσιου Πανεπιστημίου», οι διατάξεις του σχεδίου νόμου που αφορούν στο Δημόσιο Πανεπιστήμιο περιορίζονται σχεδόν αποκλειστικά στην αντιμετώπιση ζητημάτων που προκλήθηκαν από τις αλλαγές που επέφερε ο νόμος 4957/2022, όπως π.χ. η παρατεταμένη αδυναμία εκλογής συμβουλίων διοίκησης, της οποίας γίναμε μάρτυρες κατά την προηγούμενη περίοδο. Αντιθέτως, δεν υπάρχει καμία πρόνοια για την αύξηση της χρηματοδότησης των δημοσίων Πανεπιστημίων, η οποία διαχρονικά υπολείπεται σημαντικά του αντίστοιχου Ευρωπαϊκού μέσου όρου, την υποστελέχωση, τις ελλιπείς υποδομές τόσο αναφορικά με την εκπαιδευτική και ερευνητική διάσταση της λειτουργίας τους (αίθουσες, εξοπλισμός, εργαστήρια) όσο και με τη διάσταση των παροχών προς τους φοιτητές (φοιτητικές εστίες, σίτιση).
Επιπλέον, στο νομοσχέδιο δεν ενσωματώνονται προβλέψεις για τη διάρκεια των σπουδών, ούτε και για τον κατώτατο και ανώτατο χρόνο φοίτησης από τους φοιτητές, στοιχεία που ρυθμίζονται καταλεπτώς για τα δημόσια Πανεπιστήμια.
Το σχέδιο νόμου προβλέπει την εισαγωγή στα προγράμματα σπουδών των ΝΠΠΕ φοιτητών που συγκεντρώνουν στις Πανελλήνιες εξετάσεις βαθμολογία τουλάχιστον ίση με την ελάχιστη βάση εισαγωγής του αντίστοιχου επιστημονικού πεδίου, ενώ αντιθέτως στα Δημόσια Πανεπιστήμια οι εισακτέοι ανά πρόγραμμα σπουδών πρέπει να επιτύχουν βαθμολογία ίση με τη βάση εισαγωγής του προγράμματος σπουδών. Ειδικότερα για προγράμματα σπουδών υψηλής ζήτησης, όπως π.χ. προγράμματα σπουδών ιατρικών, νομικών, ή πολυτεχνικών σχολών, η διαφορά στην ελάχιστη απαιτούμενη βαθμολογία αναμένεται να είναι ιδιαίτερα μεγάλη, πάνω από 9.000 μόρια, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν ισότιμοι όροι για την πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Το σχέδιο νόμου προβλέπει ότι κάθε ΝΠΠΕ οφείλει να έχει τουλάχιστον 30 μέλη διδακτικού ερευνητικού προσωπικού πλήρους απασχόλησης, ανεξάρτητα από το πλήθος των προγραμμάτων σπουδών τα οποία αυτά καλούνται να υποστηρίξουν, και χωρίς να υπάρχει οποιαδήποτε ρύθμιση που να θέτει περιορισμούς για τη σχέση εργασίας τους με το ΝΠΠΕ (tenure, tenure-track, adjunct) και τη βαθμίδα τους. Η έλλειψη ρύθμισης ενσωματώνει τον κίνδυνο να απασχολείται η πλειονότητα του προσωπικού σε χαμηλές βαθμίδες και ευκαιριακά, διαμορφώνοντας ένα περιβάλλον που δεν προάγει την ποιοτική εκπαιδευτική διαδικασία. Η ρύθμιση για τα ελάχιστα προσόντα του διδακτικού προσωπικού είναι ασαφής ως προς το εάν αναφέρεται στα προσόντα που προβλέπονται από την Ελληνική νομοθεσία ή τα (ενδεχομένως τυπικά υποδεέστερα) προσόντα που ισχύουν στο μητρικό ίδρυμα. Επιπλέον, το σχέδιο νόμου επιτρέπει να απασχολείται ποσοστό 10% του διδακτικού προσωπικού χωρίς διδακτορικό δίπλωμα. Τέλος, η απάλειψη από το κατατεθέν νομοσχέδιο του ανώτατου ορίου ωρών διδασκαλίας για κάθε μέλος του εκπαιδευτικού προσωπικού (το οποίο είχε τεθεί στις δώδεκα 12 ώρες εβδομαδιαίως), δημιουργεί τις προϋποθέσεις για υπεραπασχόληση των διδασκόντων σε εκπαιδευτικά μόνο καθήκοντα, αποκόπτοντάς τους ουσιαστικά από οποιαδήποτε δυνατότητα έρευνας, επικαιροποίησης και εξέλιξης των γνώσεών τους, αλλά και εκσυγχρονισμού του περιεχομένου των προγραμμάτων σπουδών.
Δεν ενσωματώνονται πρόνοιες για τη Φοιτητική Μέριμνα (σίτιση, στέγαση, παροχές). Υπάρχει μόνο μία αναφορά σε κτηριακή πιστοποίηση από τον ΕΟΠΠΕΠ, χωρίς ωστόσο να προσδιορίζονται κανόνες που θα διέπουν την πιστοποίηση, τα ελάχιστα όρια σε σχέση με τον φοιτητικό πληθυσμό κ.λπ.
Η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου εκφράζει την άποψη ότι εκτός των ανωτέρω σοβαρών ακαδημαϊκών και λειτουργικών ζητημάτων, θα πρέπει να συνεκτιμηθούν και οι κοινωνικές επιπτώσεις, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τη λειτουργία των Δημόσιων Πανεπιστημίων της περιφέρειας. Τυχόν αποδυνάμωση των Δημόσιων Πανεπιστημίων θα έχει ως αποτέλεσμα να στερηθούν οι τοπικές κοινωνίες (α) την κοινωνική μόχλευση που δημιουργεί η παρουσία των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων και ιδιαίτερα των φοιτητών, του πιο δυναμικού δηλαδή τμήματος της ακαδημαϊκής κοινότητας και (β) την ιδιαίτερη σύνδεση του Πανεπιστημίου με τους παραγωγικούς, οικονομικούς, κοινωνικούς και πολιτιστικούς φορείς του τόπου και την προστιθέμενη αξία που προσφέρει αυτή η σύνδεση στην οικονομία, την καινοτομία και τον πολιτισμό.
Εν κατακλείδι, η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου θεωρεί ότι οποιαδήποτε παρέμβαση στον χάρτη της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης οφείλει να έχει ως προαπαιτούμενο την ουσιαστική ενίσχυση του Δημόσιου Πανεπιστημίου, τόσο οικονομικά όσο και με θεσμικές παρεμβάσεις, ενώ θα πρέπει παράλληλα να είναι προϊόν εξαντλητικού διαλόγου με ευρεία συμμετοχή, και στον οποίο θα λαμβάνεται υπ’ όψιν το σύνολο των ακαδημαϊκών, εκπαιδευτικών, κοινωνικών, οικονομικών, νομικών και εθνικών παραμέτρων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου