Ξεκινούν τις επόμενες ημέρες οι πρώτες φυτεύσεις καρπουζιών σε χαμηλή και μεσαία κάλυψη στη περιοχή της Τριφυλίας.
Μια καλλιέργεια που έχει ιδιαίτερη δυναμική και έντονο εξαγωγικό προσανατολισμό αν και τα τελευταία χρόνια έχει καταγραφεί μείωση των παραγωγών που αλλά και των εκτάσεων που καλλιεργούνται. Ωστόσο παραμένει ένα προϊόν που ταξιδεύει σε σχεδόν όλη την Ευρώπη έχοντας κερδίσει τις αγορές λόγω της πρωιμότητας και της ποιότητας του.
Ήδη αυτή την περίοδο, όσο το επιτρέπουν οι καιρικές συνθήκες, γίνονται οι απαραίτητες προετοιμασίες στις εκτάσεις που θα καλλιεργηθούν που υπολογίζονται περίπου στις 5-6 χιλιάδες στρέμματα, έτσι ώστε άμεσα να ξεκινήσουν οι φυτεύσεις που θα ολοκληρωθούν στο τέλος Φεβρουαρίου.
Για την καλλιέργεια του καρπουζιού, τη δυναμική που έχει αποκτήσει αλλά και τις διαφοροποιήσεις που έχουν γίνει, μίλησε στην «Ε» ο διευθυντής Αγροτικής Οικονομίας και Κτηνιατρικής Τριφυλίας Αντώνης Παρασκευόπουλος.
Ξεκινούν τις επόμενες ημέρες οι φυτεύσεις επεσήμανε: «Ήδη άρχισαν προετοιμασίες για το πρώιμο καρπούζι. Οι παραγωγοί έχουν οργώσει τα χωράφια τους, έχουν κάνει τις βασικές λιπάνσεις και αρκετοί έχουν απλώσει τα πλαστικά και τα συστήματα άρδευσης ώστε να είναι έτοιμοι στις πολύ πρώιμες φυτεύσεις. Οι φυτεύσεις ξεκινούν – ανάλογα και με τον καιρό- αρχές Φεβρουαρίου και ολοκληρώνονται τέλος Φεβρουαρίου, ελάχιστες μένουν για αρχές Μαρτίου. Και φέτος η καλλιεργούμενη έκταση θα είναι 5-6.000 στρέμματα περίπου ίδια με πέρυσι. Τα υβρίδια είναι τα ίδια, οι παραγωγοί όμως κάθε χρόνο δοκιμάζουν νέα υβρίδια κυρίως άσπερμα και μικρόκαρπα τα οποία έχουν μικρό παραγωγής, για να μπορούν να απευθύνονται και σε αγορές που ενδιαφέρονται για αυτά.
Τα κύρια υβρίδια εδώ έχουν να κάνουν με στρογγυλά καρπούζια κατά ένα ποσοστό 75% και το υπόλοιπο είναι μπουκάλες. Όλα αυτά οι παραγωγοί τα καλλιεργούν με βάση τις συνεργασίες που έχουν στις αγορές, γιατί υπάρχουν χώρες, όπως η Ιταλία, που θέλουν μεγαλόκαρπα καρπούζια, αλλά και χώρες στη κεντρική Ευρώπη που επιθυμούν μικρόκαρπα ή μεσόκαρπα καρπούζια, η επιλογή γίνεται ανάλογα με τη συνεργασία που έχουν οι παραγωγοί με τους εξαγωγικούς φορείς και σε ποια αγορά απευθύνονται.
Είναι γεγονός ότι η περιοχή έχει μια τεχνογνωσία μοναδική, που ξεκινά με τη προετοιμασία, με τις σωστές βασικές λιπάνσεις. Ταυτόχρονα προσθέτοντας οργανική ουσία, καθώς τα εδάφη εδώ είναι «κουρασμένα» βοηθούν πάρα πολύ ώστε να έχουμε καλή γονιμότητα στο έδαφος με καλές αποδόσεις και παραγωγές. Τα φυτά είναι στο σύνολο τους εμβολιασμένα, αντέχουν έτσι στις ασθένειες και δεν γίνεται χρήση χημικών φυτοπροστατευτικών στο έδαφος, με αποτέλεσμα να μπορούμε να καλλιεργούμε κάθε χρόνο. Αυτό θα πρέπει να το διατηρήσουμε σαν κόρη οφθαλμού. Να αποφεύγουμε την εφαρμογή φυτοπροστατευτικών με ριζοπότισμα, ώστε να μην έχουμε στο έδαφος καθόλου χημικά και οι μικροοργανισμοί και οι βιολογικοί παράγοντες που υπάρχουν στη περιοχή να συνεχίσουν να δραστηριοποιούνται για να αναπτύσσεται ένα πλούσιο ριζικό σύστημα».
Το προϊόν παρουσιάζει έντονο εξαγωγικό ενδιαφέρον, ξεκίνησαν το 1987 οι εξαγωγές σε 5 χώρες και πλέον πάει σε όλη την Ευρώπη. «Η εξαγωγή του καρπουζιού από τη περιοχή μας ξεκίνησε το 1987, στην αρχή με 3-5 χώρες, μετά έγιναν 10-15 και σήμερα εξάγεται στο σύνολο των χωρών της Ευρώπης, από τη Πορτογαλία μέχρι τη Ρωσία και από τις σκανδιναβικές χώρες μέχρι το νότο, σε όλες τις βαλκανικές χώρες που έχουμε το πλεονέκτημα ότι είναι κοντά οι αγορές, αλλά και στη Κεντρική Ευρώπη. Κάθε χρόνο βλέπουμε ότι σε αγορές που πήγαιναν μικρές ποσότητες πλέον αυξάνονται, όπως για παράδειγμα στη Λιθουανία».
Λιγοστεύουν οι παραγωγοί που απασχολούνται με την καλλιέργεια, λόγο κόστους, έλλειψης εργατικών χεριών και μικρού κλήρου. «Οι παραγωγοί που απασχολούνται με τη καλλιέργεια γίνονται όλο και πιο λίγοι, διότι το κόστος παραγωγής είναι αυξημένο , η έλλειψη εργατικών χεριών δημιουργεί προβληματισμό στους παραγωγούς και όταν ο κλήρος είναι μικρός η πρόσοδος και το προσδοκώμενο κέρδος είναι χαμηλό. Δεν διαμορφώνεται σημαντική πρόσοδος. Κατά συνέπεια έχουμε παραγωγούς οι οποίοι έχουν μεγάλες εκτάσεις που καλλιεργούν είτε δικές τους είτε ενοικιαζόμενες και σιγά – σιγά οι παραγωγοί που μένουν – οι πολλοί μεγάλοι- μειώνουν τις εκτάσεις και οι μικροί φεύγουν από τη καλλιέργεια. Τα τελευταία 2-3 χρόνια η καλλιέργεια έχει σταθεροποιηθεί σε επίπεδα του 50-60% των αρχικών εκτάσεων που είχαμε στη περιοχή και ήταν 10-12 χιλιάδες στρέμματα.
Αυτό όμως που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι ότι οι αποδόσεις ανά στρέμμα είναι διαρκώς αυξανόμενες. Που είναι πολύ σημαντικό, γιατί αν θέλουμε σήμερα να αντιμετωπίσουμε, να δούμε το καθαρό κέρδος ανά στρέμμα, δεν έχουμε την πολυτέλεια των τιμών, όμως αν αυξήσουμε τη παραγωγή είναι το ζητούμενο. Ενώ κανείς θα έλεγε πως είναι δυνατό να καλλιεργούνται 35 και 40 χρόνια στο ίδιο χωράφι με μεγάλη χαρά διαπιστώνουμε ότι το παραγωγικό δυναμικό της περιοχής είναι προοδευτικοί ενημερωμένοι, ακούν τους συμβούλους γεωπόνους και συνεχώς βελτιώνονται».
Δεν φτάνει να είμαστε στις αγορές με πρωιμότητα και ποιότητα, οι καταναλωτές θέλουν προϊόντα που λαμβάνουν μέριμνα για το περιβάλλον. «Θα μπορούσαμε να πούμε ότι εφαρμόζονται καλές πρακτικές, μείωση της χρήσης των φυτοπροστατευτικών, στο σύνολο πιστοποιείται η διαδικασία παραγωγής με πρωτόκολλα που απαιτούν οι αγορές. Ενώ αν δούμε και τα βήματα που γίνονται για το περιβάλλον και τη διαχείριση των πλαστικών μπορούμε να πούμε ότι συνεχώς γίνονται προσπάθειες.
Δε φτάνει να έχουμε ένα προϊόν ώριμο και καλό, δεν φτάνει να είμαστε στις αγορές με πρωιμότητα και ποιότητα, οι καταναλωτές έχουν ευαισθητοποιηθεί θέλουν να καταναλώνουν προϊόντα που λαμβάνουν μέριμνα για το περιβάλλον».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου