Χαρακτηρίστηκε ως ο πιο άδικος φόρος των μνημονίων αλλά και το πιο πετυχημένο εισπρακτικά μέτρο αφού απέφερε στα δημόσια ταμεία έσοδα 2,65 δισ. ευρώ ετησίως
Ο ΕΝΦΙΑ αποδεικνύεται τελικά πολύ σκληρός για να πεθάνει. Διατηρείται και φέτος και ενδεχομένως και το 2018, με την κυβέρνηση να επιθυμεί τη μείωσή του εντάσσοντας τον στα λεγόμενα αντισταθμιστικά μέτρα τα οποία θα εφαρμοστούν μόνο εφόσον επιτευχθεί πρωτογενές πλεόνασμα μεγαλύτερο του 3,5% του ΑΕΠ το 2018.
Έτσι, και φέτος ο ΕΝΦΙΑ θα επιβληθεί σε περισσότερους από 6 εκατ. ιδιοκτήτες ακινήτων και μάλιστα επί των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων, όπως αυτές διαμορφώθηκαν στις αρχές Ιανουαρίου του 2016. Η επιβολή του φόρου επί των σημερινών αντικειμενικών αξιών των ακινήτων κι όχι επί των πραγματικών τιμών της κτηματαγοράς, όπως υποσχόταν η κυβέρνηση, οφείλεται στο γεγονός ότι οι υπηρεσίες του υπουργείου Οικονομικών δεν έχουν ακόμη καταφέρει να καταρτίσουν το νέο σύστημα προσδιορισμού των φορολογητέων αξιών των ακινήτων με το οποίο θα αντικατασταθεί το ισχύον σήμερα σύστημα των αντικειμενικών αξιών.
Από τις αρχές του 2016 έχει συσταθεί μια επιτροπή που ανέλαβε να μελετήσει όλα τα στοιχεία που υπάρχουν σχετικά με τις αξίες των ακινήτων και να βρει τον τρόπο με τον οποίο θα καταρτιστεί μια βάση δεδομένων αξιών ακινήτων, το λεγόμενο Μητρώο Αξιών Ακινήτων. Η επιτροπή αυτή όμως δεν κατάφερε να υλοποιήσει εντός του 2016 το δύσκολο αυτό έργο.
Έτσι, το υπουργείο Οικονομικών δεν πρόλαβε να εφαρμόσει από τις αρχές του τρέχοντος έτους το νέο σύστημα προσδιορισμού των φορολογητέων αξιών των ακινήτων με βάση τις πραγματικές τιμές τους, οπότε εξακολουθεί να ισχύει το σύστημα προσδιορισμού των φορολογητέων αξιών των ακινήτων, το οποίο βασίζεται στις αντικειμενικές τιμές.
Kι όπως όλα δείχνουν, το νέο αυτό σύστημα δεν θα είναι έτοιμο ούτε μέχρι το τέλος του έτους. Συνεπώς, και φέτος και του χρόνου η φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας θα γίνει με βάση τις ισχύουσες σήμερα αντικειμενικές αξίες κι όχι με βάση τις πραγματικές τιμές της κτηματαγοράς. Προβλήματα και τεχνική βοήθεια Σύμφωνα με το μνημόνιο μέχρι το τέλος Ιουνίου 2017, οι αντικειμενικές αξίες των ακινήτων θα πρέπει να αντικατασταθούν από ένα νέο σύστημα προσδιορισμού της αξίας με βάση τις εμπορικές τιμές. Όμως η επιτροπή έχει σηκώσει τα χέρια ψηλά.
Η μετάβαση στο νέο σύστημα κρίνεται ανέφικτη στους επόμενους τρεις μήνες και η βασική αιτία είναι η ρηχή αγορά ακινήτων, με τις μετρημένες αγοραπωλησίες οι οποίες διαμορφώνουν μια περιορισμένη δεξαμενή στοιχείων. Παράλληλα έχει παρατηρηθεί το φαινόμενο ακόμα και στην ίδια γειτονιά, οι τιμές στις οποίες γίνονται οι αγοραπωλησίες και υπογράφονται τα συμβόλαια να διαφέρουν πολύ. Ανάλογα με την ανάγκη στην οποία βρίσκεται ο πωλητής, ένα ακίνητο μπορεί να πουληθεί σε εξευτελιστική τιμή ή να πωληθεί κοντά στην πραγματική του αξία.
Ανάμεσα στις δύο περιπτώσεις, η απόσταση τιμής ενδέχεται να είναι τεράστια και το ερώτημα είναι «ποια είναι η πραγματική εμπορική τιμή η οποία θα πρέπει να καταγραφεί». Μπροστά σε αυτά τα αδιέξοδα, η ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών ζήτησε και πήρε τεχνική βοήθεια από τα κλιμάκια Κομισιόν και ΔΝΤ που συνδράμουν τα τελευταία χρόνια σε φορολογικά ζητήματα.
Ήδη, ένας ξένος καθηγητής ειδικός στη φορολογία των ακινήτων και στον προσδιορισμό των τιμών έχει εγκατασταθεί στο υπουργείο Οικονομικών και έπιασε δουλειά.
Έτσι, και φέτος ο ΕΝΦΙΑ θα επιβληθεί σε περισσότερους από 6 εκατ. ιδιοκτήτες ακινήτων και μάλιστα επί των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων, όπως αυτές διαμορφώθηκαν στις αρχές Ιανουαρίου του 2016. Η επιβολή του φόρου επί των σημερινών αντικειμενικών αξιών των ακινήτων κι όχι επί των πραγματικών τιμών της κτηματαγοράς, όπως υποσχόταν η κυβέρνηση, οφείλεται στο γεγονός ότι οι υπηρεσίες του υπουργείου Οικονομικών δεν έχουν ακόμη καταφέρει να καταρτίσουν το νέο σύστημα προσδιορισμού των φορολογητέων αξιών των ακινήτων με το οποίο θα αντικατασταθεί το ισχύον σήμερα σύστημα των αντικειμενικών αξιών.
Από τις αρχές του 2016 έχει συσταθεί μια επιτροπή που ανέλαβε να μελετήσει όλα τα στοιχεία που υπάρχουν σχετικά με τις αξίες των ακινήτων και να βρει τον τρόπο με τον οποίο θα καταρτιστεί μια βάση δεδομένων αξιών ακινήτων, το λεγόμενο Μητρώο Αξιών Ακινήτων. Η επιτροπή αυτή όμως δεν κατάφερε να υλοποιήσει εντός του 2016 το δύσκολο αυτό έργο.
Έτσι, το υπουργείο Οικονομικών δεν πρόλαβε να εφαρμόσει από τις αρχές του τρέχοντος έτους το νέο σύστημα προσδιορισμού των φορολογητέων αξιών των ακινήτων με βάση τις πραγματικές τιμές τους, οπότε εξακολουθεί να ισχύει το σύστημα προσδιορισμού των φορολογητέων αξιών των ακινήτων, το οποίο βασίζεται στις αντικειμενικές τιμές.
Kι όπως όλα δείχνουν, το νέο αυτό σύστημα δεν θα είναι έτοιμο ούτε μέχρι το τέλος του έτους. Συνεπώς, και φέτος και του χρόνου η φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας θα γίνει με βάση τις ισχύουσες σήμερα αντικειμενικές αξίες κι όχι με βάση τις πραγματικές τιμές της κτηματαγοράς. Προβλήματα και τεχνική βοήθεια Σύμφωνα με το μνημόνιο μέχρι το τέλος Ιουνίου 2017, οι αντικειμενικές αξίες των ακινήτων θα πρέπει να αντικατασταθούν από ένα νέο σύστημα προσδιορισμού της αξίας με βάση τις εμπορικές τιμές. Όμως η επιτροπή έχει σηκώσει τα χέρια ψηλά.
Η μετάβαση στο νέο σύστημα κρίνεται ανέφικτη στους επόμενους τρεις μήνες και η βασική αιτία είναι η ρηχή αγορά ακινήτων, με τις μετρημένες αγοραπωλησίες οι οποίες διαμορφώνουν μια περιορισμένη δεξαμενή στοιχείων. Παράλληλα έχει παρατηρηθεί το φαινόμενο ακόμα και στην ίδια γειτονιά, οι τιμές στις οποίες γίνονται οι αγοραπωλησίες και υπογράφονται τα συμβόλαια να διαφέρουν πολύ. Ανάλογα με την ανάγκη στην οποία βρίσκεται ο πωλητής, ένα ακίνητο μπορεί να πουληθεί σε εξευτελιστική τιμή ή να πωληθεί κοντά στην πραγματική του αξία.
Ανάμεσα στις δύο περιπτώσεις, η απόσταση τιμής ενδέχεται να είναι τεράστια και το ερώτημα είναι «ποια είναι η πραγματική εμπορική τιμή η οποία θα πρέπει να καταγραφεί». Μπροστά σε αυτά τα αδιέξοδα, η ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών ζήτησε και πήρε τεχνική βοήθεια από τα κλιμάκια Κομισιόν και ΔΝΤ που συνδράμουν τα τελευταία χρόνια σε φορολογικά ζητήματα.
Ήδη, ένας ξένος καθηγητής ειδικός στη φορολογία των ακινήτων και στον προσδιορισμό των τιμών έχει εγκατασταθεί στο υπουργείο Οικονομικών και έπιασε δουλειά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου