Από τον Σεπτέμβριο, τα σχολεία της χώρας θα έχουν αλλαγές αναφορικά με την διδακτέα ύλη, καθώς το υπουργείο Παιδείας (ΥΠΑΙΘΑ) και το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ) προχωρούν σε ένα πείραμα που ήδη έχει προκαλέσει συζητήσεις: τη διδακτέα ύλη «δύο ταχυτήτων». Κοντολογίς, στα Δημοτικά και τα Γυμνάσια θα θεσπιστεί για πρώτη φορά διάκριση ανάμεσα σε υποχρεωτική ύλη, που ο δάσκαλος ή καθηγητής οφείλει να καλύψει, και προαιρετική ύλη, που θα διδάσκεται μόνο αν το επιτρέπουν οι συνθήκες της τάξης και η κρίση του εκπαιδευτικού.Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι, ειδικά σε μαθήματα όπως η Ιστορία, η Φυσική ή η Βιολογία, θα μπορεί να «αφαιρείται» έως και το 30% της ύλης, ανάλογα με το επίπεδο, τον ρυθμό και τις ανάγκες των μαθητών. Αντίθετα, στη Γλώσσα και τα Μαθηματικά το ποσοστό αυτό θα είναι μικρό, καθώς θεωρείται πως χωρίς στέρεες βάσεις οι μαθητές δεν μπορούν να παρακολουθήσουν τις επόμενες τάξεις.
Το σκεπτικό, όπως εξηγούν αρμόδιες πηγές του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής, στόχος αυτής της παρέμβασης είναι να δοθεί στους εκπαιδευτικούς μεγαλύτερη ελευθερία και ευελιξία. Να μην ασφυκτιά, λένε, ο εκπαιδευτικός κάτω από το βάρος της «ολικής ύλης» και να μπορεί να προσαρμόζει τη διδασκαλία στις ανάγκες της τάξης.
Η «ύλη δύο ταχυτήτων» υπόσχεται να ανακουφίσει την καθημερινότητα, αφήνοντας περιθώριο για περισσότερη συζήτηση, δημιουργικές δραστηριότητες, ακόμα και επανάληψη όπου χρειάζεται.
Το σχέδιο βρίσκεται σε τελικό στάδιο επεξεργασίας, προτού υποβληθεί στην υπουργό για έγκριση.
Αναμένονται ενημερωτικές συναντήσεις του ΙΕΠ με τους Συμβούλους Εκπαίδευσης επόμενο χρονικό διάστημα, ώστε οι εκπαιδευτικοί να λάβουν σαφείς οδηγίες και να προετοιμαστούν για την εφαρμογή του νέου πλαισίου.
Η εύθραυστη ισορροπία
Στα χαρτιά, η πρόταση ακούγεται ελκυστική. Στην πράξη, όμως, ανοίγει μια σειρά από δύσκολα ερωτήματα που θα καθορίσουν την ουσία του σχολείου.
Η ιδέα της ύλης «δύο ταχυτήτων» δημιουργεί εξαρχής μια αντίφαση:
- από τη μια δίνεται η εντύπωση πως το σχολείο γίνεται πιο ανθρώπινο, με λιγότερη πίεση και περισσότερο χώρο για κατανόηση,
- από την άλλη, αφήνεται η αίσθηση πως ορισμένα τμήματα γνώσης είναι... προαιρετικά.
Ποιος όμως θα καθορίσει τι θεωρείται προαιρετικό και τι απαραίτητο; Και, κυρίως, ποιος θα διασφαλίσει ότι όλοι οι μαθητές της χώρας θα έχουν τα ίδια εφόδια στο τέλος της χρονιάς;
Η παρέμβαση αυτή εμφανίζεται ως «απελευθέρωση» του εκπαιδευτικού. Στην πραγματικότητα, όμως, μεταθέτει σε αυτόν την ευθύνη επιλογών που κανονικά θα έπρεπε να είναι συλλογικές και συστημικές.
Ο δάσκαλος ή καθηγητής θα βρεθεί να αποφασίζει αν θα προχωρήσει στην προαιρετική ύλη ή αν θα την αφήσει εκτός. Αν την παραλείψει, θα κατηγορηθεί ότι «δεν κάλυψε το πρόγραμμα». Αν την εντάξει, ίσως δεν προλάβει να εμπεδώσουν οι μαθητές τα βασικά. Πρόκειται για ένα δίλημμα που, αντί να λύνει προβλήματα, τα μεταθέτει στην καθημερινότητα του σχολείου.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΙΕΠ, Σπύρο Δουκάκη, πρόκειται για ένα σχέδιο που δεν έχει στόχο απλώς τη μείωση ύλης, αλλά την αναδιοργάνωση των μαθησιακών στόχων σε δύο κατηγορίες:Πρώτη, ο βασικός κορμός γνώσεων (υποχρεωτική).
Δεύτερη, επιπλέον στόχοι που μπορούν να ενσωματωθούν δημιουργικά ή να προωθήσουν εμπλουτισμό, έως και 30%.
Ωστόσο, καθόλου άδικα, εκπαιδευτικοί και γονείς ήδη εκφράζουν ανησυχίες:
Όπως υπογραμμίζει ο έμπειρος εκπαιδευτικός Γιώργος Καββαδίας: «Το ζητούμενο δεν είναι απλώς η κάλυψη ύλης, αλλά τι μαθαίνει πραγματικά ο μαθητής και πώς αυτό τον εξοπλίζει να κατανοήσει και να αμφισβητήσει κριτικά τον κόσμο».
Η παρέμβαση αυτή εμφανίζεται ως «απελευθέρωση» του εκπαιδευτικού. Στην πραγματικότητα, όμως, μεταθέτει σε αυτόν την ευθύνη επιλογών που κανονικά θα έπρεπε να είναι συλλογικές και συστημικές.
Ο δάσκαλος ή καθηγητής θα βρεθεί να αποφασίζει αν θα προχωρήσει στην προαιρετική ύλη ή αν θα την αφήσει εκτός. Αν την παραλείψει, θα κατηγορηθεί ότι «δεν κάλυψε το πρόγραμμα». Αν την εντάξει, ίσως δεν προλάβει να εμπεδώσουν οι μαθητές τα βασικά. Πρόκειται για ένα δίλημμα που, αντί να λύνει προβλήματα, τα μεταθέτει στην καθημερινότητα του σχολείου.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΙΕΠ, Σπύρο Δουκάκη, πρόκειται για ένα σχέδιο που δεν έχει στόχο απλώς τη μείωση ύλης, αλλά την αναδιοργάνωση των μαθησιακών στόχων σε δύο κατηγορίες:Πρώτη, ο βασικός κορμός γνώσεων (υποχρεωτική).
Δεύτερη, επιπλέον στόχοι που μπορούν να ενσωματωθούν δημιουργικά ή να προωθήσουν εμπλουτισμό, έως και 30%.
Ωστόσο, καθόλου άδικα, εκπαιδευτικοί και γονείς ήδη εκφράζουν ανησυχίες:
- Άνιση εφαρμογή: Τι θα σημαίνει πρακτικά όταν ένα σχολείο προχωρά στην προαιρετική ύλη και ένα άλλο όχι; Θα έχουμε μαθητές με διαφορετικό γνωστικό επίπεδο;
- Πίεση στους εκπαιδευτικούς: Ο «χώρος ευθύνης» που αποκτούν οι δάσκαλοι και καθηγητές μπορεί να μετατραπεί σε νέα μορφή άγχους. Θα κατηγορηθούν για «παραλείψεις» αν αφήσουν εκτός ύλης σημαντικές ενότητες;
- Αναπαραγωγή ανισοτήτων: Ένας μαθητής σε προνομιούχο σχολικό περιβάλλον μπορεί να επωφεληθεί από την προαιρετική ύλη, ενώ ένας άλλος, σε πιο δύσκολες συνθήκες, ίσως στερηθεί γνώσεις που θα του χρειαστούν αργότερα.
Όπως υπογραμμίζει ο έμπειρος εκπαιδευτικός Γιώργος Καββαδίας: «Το ζητούμενο δεν είναι απλώς η κάλυψη ύλης, αλλά τι μαθαίνει πραγματικά ο μαθητής και πώς αυτό τον εξοπλίζει να κατανοήσει και να αμφισβητήσει κριτικά τον κόσμο».
Και στο Λύκειο;
Εδώ προστίθεται μια ακόμη αντίφαση: η αλλαγή δεν αφορά το Λύκειο. Εδώ το τοπίο είναι διαφορετικό: το νέο μοντέλο δεν θα εφαρμοστεί. Οι τρεις τάξεις του Λυκείου παραμένουν αμετακίνητες, η ύλη παραμένει ακριβώς η ίδια, βαρύτατη και εξετασιοκεντρική, καθώς συνδέεται άμεσα με τις Πανελλαδικές εξετάσεις. Το γεγονός αυτό εγείρει νέα ερωτήματα: Μπορεί το Γυμνάσιο να δίνει «ανάσα» στους μαθητές, όταν ακολουθεί ένα Λύκειο που δεν αφήνει περιθώρια χαλάρωσης; Και πώς θα μεταβούν τα παιδιά από μια πιο ελαστική φιλοσοφία σε ένα αυστηρό εξεταστικό πλαίσιο;
Πώς θα προσαρμοστούν οι μαθητές που στο Γυμνάσιο διδάχτηκαν μια «ελαστική» ύλη, σε ένα Λύκειο που απαιτεί πειθαρχία, αποστήθιση και αδιάκοπο τρέξιμο; Δεν είναι σαν να τους λες ότι μέχρι την Γ΄ Γυμνασίου υπάρχει περιθώριο αναπνοής, αλλά μετά πρέπει να βουτήξουν σε μαραθώνιο χωρίς στάση;
Σχολείο δύο ταχυτήτων: Η ύλη που περισσεύει – και τα παιδιά που μένουν πίσω
Στην εκπαίδευση οι αλλαγές δεν κρίνονται μόνο από την πρόθεση, αλλά από τη συνέπεια και την εφαρμογή. Η «ύλη δύο ταχυτήτων» μοιάζει περισσότερο με ένα ημίμετρο που επιχειρεί να θεραπεύσει ένα χρόνιο πρόβλημα –την υπερβολική ύλη– χωρίς να αγγίζει τον πυρήνα του.
Αντί για γενναία αναμόρφωση των προγραμμάτων σπουδών, βλέπουμε μια μερική προσαρμογή που αφήνει το σχολείο να ισορροπεί σε τεντωμένο σχοινί: από τη μια το άγχος της ύλης, από την άλλη η αίσθηση της αποσπασματικότητας.
Η εκπαίδευση δεν είναι λογιστική υπόθεση, να «βγάζεις» ή να «κόβεις» ύλη ανάλογα με τις περιστάσεις. Είναι υπόθεση ουσίας, καλλιέργειας, ισότητας. Γιατί το σχολείο δεν χρειάζεται δύο ταχύτητες. Χρειάζεται έναν κοινό ρυθμό, που να χωράει όλα τα παιδιά – με τις διαφορές τους, με τις ανάγκες τους, αλλά και με το δικαίωμά τους να έχουν ίση πρόσβαση στη γνώση. Χρήστος Κάτσικας
Εδώ προστίθεται μια ακόμη αντίφαση: η αλλαγή δεν αφορά το Λύκειο. Εδώ το τοπίο είναι διαφορετικό: το νέο μοντέλο δεν θα εφαρμοστεί. Οι τρεις τάξεις του Λυκείου παραμένουν αμετακίνητες, η ύλη παραμένει ακριβώς η ίδια, βαρύτατη και εξετασιοκεντρική, καθώς συνδέεται άμεσα με τις Πανελλαδικές εξετάσεις. Το γεγονός αυτό εγείρει νέα ερωτήματα: Μπορεί το Γυμνάσιο να δίνει «ανάσα» στους μαθητές, όταν ακολουθεί ένα Λύκειο που δεν αφήνει περιθώρια χαλάρωσης; Και πώς θα μεταβούν τα παιδιά από μια πιο ελαστική φιλοσοφία σε ένα αυστηρό εξεταστικό πλαίσιο;
Πώς θα προσαρμοστούν οι μαθητές που στο Γυμνάσιο διδάχτηκαν μια «ελαστική» ύλη, σε ένα Λύκειο που απαιτεί πειθαρχία, αποστήθιση και αδιάκοπο τρέξιμο; Δεν είναι σαν να τους λες ότι μέχρι την Γ΄ Γυμνασίου υπάρχει περιθώριο αναπνοής, αλλά μετά πρέπει να βουτήξουν σε μαραθώνιο χωρίς στάση;
Σχολείο δύο ταχυτήτων: Η ύλη που περισσεύει – και τα παιδιά που μένουν πίσω
Στην εκπαίδευση οι αλλαγές δεν κρίνονται μόνο από την πρόθεση, αλλά από τη συνέπεια και την εφαρμογή. Η «ύλη δύο ταχυτήτων» μοιάζει περισσότερο με ένα ημίμετρο που επιχειρεί να θεραπεύσει ένα χρόνιο πρόβλημα –την υπερβολική ύλη– χωρίς να αγγίζει τον πυρήνα του.
Αντί για γενναία αναμόρφωση των προγραμμάτων σπουδών, βλέπουμε μια μερική προσαρμογή που αφήνει το σχολείο να ισορροπεί σε τεντωμένο σχοινί: από τη μια το άγχος της ύλης, από την άλλη η αίσθηση της αποσπασματικότητας.
Η εκπαίδευση δεν είναι λογιστική υπόθεση, να «βγάζεις» ή να «κόβεις» ύλη ανάλογα με τις περιστάσεις. Είναι υπόθεση ουσίας, καλλιέργειας, ισότητας. Γιατί το σχολείο δεν χρειάζεται δύο ταχύτητες. Χρειάζεται έναν κοινό ρυθμό, που να χωράει όλα τα παιδιά – με τις διαφορές τους, με τις ανάγκες τους, αλλά και με το δικαίωμά τους να έχουν ίση πρόσβαση στη γνώση. Χρήστος Κάτσικας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου