Οι υποψήφιοι της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ υπερτερούν σε πρόθεση ψήφου σε όλες τις περιφέρειες, καθώς οι υποψήφιοι του ΣΥΡΙΖΑ έχουν τεράστιο μειονέκτημα αναγνωρισιμότητας, που μπορεί να τους αφήσει εκτός δεύτερου γύρου
Εκπληξη ακόμη και σε έμπειρους εκλογικούς αναλυτές προκαλεί το ασαφές πεδίο που διαγράφεται έντεκα εβδομάδες πριν από τις αυτοδιοικητικές κάλπες της 18ης Μαΐου. Τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων, που σωρηδόν διεξάγονται αυτή την περίοδο, καθώς κορυφώνονται οι διεργασίες για το «κλείσιμο» των υποψηφιοτήτων που θα στηρίξουν τα κόμματα στις 13 περιφέρειες και στους μεγάλους δήμους, δείχνουν χαμηλό ενδιαφέρον της κοινής γνώμης και έντονες τάσεις αποχής κυρίως από τους ψηφοφόρους των νεότερων ηλικιών.
Από τα πιο εντυπωσιακά στοιχεία των ερευνών που διεξάγονται το τελευταίο διάστημα είναι το σαφές πλεονέκτημα που εμφανίζονται να διαθέτουν στην πρόθεση ψήφου οι νυν περιφερειάρχες που έχουν εκλεγεί με τα δύο κυβερνητικά κόμματα. Σε ορισμένες περιπτώσεις δε μοιάζουν αδιαφιλονίκητα φαβορί, καθώς επωφελούνται από τις ιδιαιτέρως χαμηλές δημοσκοπικές επιδόσεις για τους υποψηφίους της αντιπολίτευσης, οι οποίοι σε αρκετές περιφέρειες μπαίνουν στην αφετηρία της αναμέτρησης με μεγάλο μειονέκτημα αναγνωρισιμότητας. Είναι χαρακτηριστικό ότι υποψήφιοι του ΣΥΡΙΖΑ παρουσιάζουν μονοψήφια ποσοστά αποδοχής στην κοινή γνώμη των περιοχών όπου εκτίθενται, συσπειρώνοντας λιγότερους από τους μισούς ψηφοφόρους που επέλεξαν το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές.
Η εξήγηση που δίνουν οι αναλυτές είναι ότι στην πλειονότητά τους οι «εκλεκτοί» της Κουμουνδούρου «προέρχονται από το στελεχιακό δυναμικό του 4%», οι οποίοι εξελέγησαν μεν βουλευτές, ιδιότητα που έχουν 8 από τους 13 υποψηφίους, πλην όμως δεν έχουν καταφέρει να αποκτήσουν απήχηση στο ευρύτερο εκλογικό ακροατήριο. Την ίδια ώρα μια μεγάλη γκάμα διαμαρτυρόμενων, κυρίως κεντροαριστερής προέλευσης, ψηφοφόρων, οι οποίοι λόγω των μνημονιακών πολιτικών «μετανάστευσαν» προς σριστερά, δείχνουν να μην έχουν διαρρήξει πλήρως τους δεσμούς τους με τους τοπικούς αξιωματούχους, οι οποίοι, εκτός από δοκιμασμένοι, είναι και ιδιαιτέρως αναγνωρίσιμοι από τις κοινωνίες της περιοχής τους.
Αντίστοιχη είναι η εικόνα και στις περιφέρειες που στις προηγούμενες εκλογές είχαν «γαλάζιο» χρώμα, καθώς οι εν ενεργεία περιφερειάρχες διατηρούν επαφή με παραδοσιακούς δεξιούς ψηφοφόρους που έχουν λάβει αποστάσεις από τη Ν.Δ. εξαιτίας και του γεγονότος ότι δεν φαίνεται στον ορίζοντα ο σχηματισμός ισχυρών συνδυασμών από τον ευρύτερο κεντροδεξιό χώρο που θα μπορούσε να τους απειλήσει. Βαρόμετρο, ωστόσο, των αυτοδιοικητικών εκλογών, στις οποίες όλοι αναγνωρίζουν τη μεγάλη σημασία που διαδραματίζουν τα πρόσωπα που ηγούνται, αλλά και τα στελέχη που τα πλαισιώνουν, αποτελεί η διάρθρωση του εκλογικού σώματος που, εντέλει, θα προσέλθει στις κάλπες. Τα ευρήματα των περισσότερων ερευνών οδηγούν στο συμπέρασμα ότι, τουλάχιστον, ο πρώτος γύρος των αυτοδιοικητικών θα σημαδευτεί από την υψηλότατη αποχή, η οποία το πιθανότερο είναι ότι θα ξεπεράσει το ρεκόρ όλων των εποχών που σημειώθηκε στην προηγούμενη αναμέτρηση του Νοεμβρίου του 2010, φτάνοντας το 40% την πρώτη Κυριακή και το 53% τη δεύτερη. Ειδικά στους νέους ψηφοφόρους, η πρόθεση συμμετοχής είναι από μηδαμινή έως ανύπαρκτη, γεγονός που αν επιβεβαιωθεί στις κάλπες, η εκτίμηση των αναλυτών είναι ότι θα πλήξει κυρίως τους υποψηφίους του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος στηρίζεται εκλογικά στην πρωτοκαθεδρία που διατηρεί στους εκλογείς των μικρότερων ηλικιών, έναντι των κυβερνητικών κομμάτων τα οποία προσελκύουν τους πιο ηλικιωμένους.
Από τα πιο εντυπωσιακά στοιχεία των ερευνών που διεξάγονται το τελευταίο διάστημα είναι το σαφές πλεονέκτημα που εμφανίζονται να διαθέτουν στην πρόθεση ψήφου οι νυν περιφερειάρχες που έχουν εκλεγεί με τα δύο κυβερνητικά κόμματα. Σε ορισμένες περιπτώσεις δε μοιάζουν αδιαφιλονίκητα φαβορί, καθώς επωφελούνται από τις ιδιαιτέρως χαμηλές δημοσκοπικές επιδόσεις για τους υποψηφίους της αντιπολίτευσης, οι οποίοι σε αρκετές περιφέρειες μπαίνουν στην αφετηρία της αναμέτρησης με μεγάλο μειονέκτημα αναγνωρισιμότητας. Είναι χαρακτηριστικό ότι υποψήφιοι του ΣΥΡΙΖΑ παρουσιάζουν μονοψήφια ποσοστά αποδοχής στην κοινή γνώμη των περιοχών όπου εκτίθενται, συσπειρώνοντας λιγότερους από τους μισούς ψηφοφόρους που επέλεξαν το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές.
Η εξήγηση που δίνουν οι αναλυτές είναι ότι στην πλειονότητά τους οι «εκλεκτοί» της Κουμουνδούρου «προέρχονται από το στελεχιακό δυναμικό του 4%», οι οποίοι εξελέγησαν μεν βουλευτές, ιδιότητα που έχουν 8 από τους 13 υποψηφίους, πλην όμως δεν έχουν καταφέρει να αποκτήσουν απήχηση στο ευρύτερο εκλογικό ακροατήριο. Την ίδια ώρα μια μεγάλη γκάμα διαμαρτυρόμενων, κυρίως κεντροαριστερής προέλευσης, ψηφοφόρων, οι οποίοι λόγω των μνημονιακών πολιτικών «μετανάστευσαν» προς σριστερά, δείχνουν να μην έχουν διαρρήξει πλήρως τους δεσμούς τους με τους τοπικούς αξιωματούχους, οι οποίοι, εκτός από δοκιμασμένοι, είναι και ιδιαιτέρως αναγνωρίσιμοι από τις κοινωνίες της περιοχής τους.
Αντίστοιχη είναι η εικόνα και στις περιφέρειες που στις προηγούμενες εκλογές είχαν «γαλάζιο» χρώμα, καθώς οι εν ενεργεία περιφερειάρχες διατηρούν επαφή με παραδοσιακούς δεξιούς ψηφοφόρους που έχουν λάβει αποστάσεις από τη Ν.Δ. εξαιτίας και του γεγονότος ότι δεν φαίνεται στον ορίζοντα ο σχηματισμός ισχυρών συνδυασμών από τον ευρύτερο κεντροδεξιό χώρο που θα μπορούσε να τους απειλήσει. Βαρόμετρο, ωστόσο, των αυτοδιοικητικών εκλογών, στις οποίες όλοι αναγνωρίζουν τη μεγάλη σημασία που διαδραματίζουν τα πρόσωπα που ηγούνται, αλλά και τα στελέχη που τα πλαισιώνουν, αποτελεί η διάρθρωση του εκλογικού σώματος που, εντέλει, θα προσέλθει στις κάλπες. Τα ευρήματα των περισσότερων ερευνών οδηγούν στο συμπέρασμα ότι, τουλάχιστον, ο πρώτος γύρος των αυτοδιοικητικών θα σημαδευτεί από την υψηλότατη αποχή, η οποία το πιθανότερο είναι ότι θα ξεπεράσει το ρεκόρ όλων των εποχών που σημειώθηκε στην προηγούμενη αναμέτρηση του Νοεμβρίου του 2010, φτάνοντας το 40% την πρώτη Κυριακή και το 53% τη δεύτερη. Ειδικά στους νέους ψηφοφόρους, η πρόθεση συμμετοχής είναι από μηδαμινή έως ανύπαρκτη, γεγονός που αν επιβεβαιωθεί στις κάλπες, η εκτίμηση των αναλυτών είναι ότι θα πλήξει κυρίως τους υποψηφίους του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος στηρίζεται εκλογικά στην πρωτοκαθεδρία που διατηρεί στους εκλογείς των μικρότερων ηλικιών, έναντι των κυβερνητικών κομμάτων τα οποία προσελκύουν τους πιο ηλικιωμένους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου