Όλα ξεκίνησαν το 2012, όταν η Χριστίνα Στριμπάκου διάβασε στην εφηµερίδα Ελευθεροτυπία ότι η οικονοµική κρίση θα φέρει το τέλος των ανθρωπιστικών σπουδών. Είχε σπουδάσει ιταλική γλώσσα και Ιστορία της Τέχνης στη Φλωρεντία, ζούσε στα Φιλιατρά και δίδασκε ιταλικά σε παιδιά. Προβληµατίστηκε για το µέλλον της.
Την ίδια περίοδο ένας Ολλανδός φίλος της οικογένειας, καθηγητής Αγροτικής Οικονοµίας σε πανεπιστήµιο της Ολλανδίας, καταφθάνει στα 76 του χρόνια στη Μεσσηνία µε ποδήλατο, για να ξεπεράσει µια προσωπική του απώλεια. Μαζί του συζητούσε τις αγωνίες της και έκαναν βόλτες µε τα ποδήλατα, ώστε να βάλει σε τάξη τις σκέψεις της και να πάρει αποφάσεις. Ο αδελφός της, Κωνσταντίνος, από νωρίς είχε αναλάβει τον οικογενειακό ιδιόκτητο ελαιώνα µε τα 2.000 δέντρα και πουλούσε το ελαιόλαδο χύµα.
Θυµάται, λοιπόν, την ηµέρα που βρίσκονταν σε έναν λόφο και ο Ολλανδός συν-ποδηλάτης σταµατάει και της λέει κάπως επιθετικά: «Κοίτα µπροστά σου! Κοίτα τι πλούτο έχεις». Εκείνη η στιγµή έγινε η αφορµή για να κάνει ένα flashback στη ζωή της, στον τρόπο που είχε µεγαλώσει, µε τις αξίες και τον σεβασµό µιας αγροτικής οικογένειας στην ελληνική γη, και να συνειδητοποιήσει τη δυνητική επιχείρηση που είχε στα χέρια της. «Γιατί να ψάχνοµαι αλλού και να παγιδεύοµαι στα ταµπού της κοινωνίας που σου λέει “φιλόλογος σπούδασες, φιλόλογος θα γίνεις”». Και γίνεται το κρίσιµο «κλικ» στο µυαλό της.
«Το Orange Grove µε βοήθησε να µείνω σταθερή στην ιδέα µου, να έχω κάποιον σαν τον Jan Versteeg, τον τότε πρέσβη, να πιστεύει σε αυτό που κάνω και να µε στηρίζει. Με βοήθησε επίσης πολύ το τµήµα marketing της Heineken για να καταλάβω πώς λειτουργεί το marketing plan, ενώ καταλυτική ήταν η βοήθεια του µέντορά µου Μιλτιάδη Γκουτζούρη στο business plan και την κοστολόγηση του προϊόντος».
Τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν για τα δύο αδέλφια γεµάτα απαιτήσεις και σκληρή δουλειά, ώστε στο τέλος του 2017 να έχουν πλέον αναπτύξει ένα σηµαντικό δίκτυο συνεργατών σε 12 χώρες. Από το 2014 η αύξηση του κύκλου εργασιών της LIÁ Cultivators ανέρχεται σε 90% κατά µ.ό. κάθε χρόνο, ενώ, παράλληλα, σαρώνει τα διεθνή βραβεία. Κορυφαία διάκριση για το LIÁ το 2017, αυτή του καλύτερου ελαιόλαδου κορωνέικης ποικιλίας στον κόσµο, σύµφωνα µε το World Evoo Ranking, αφήνοντας πίσω κολοσσούς του κλάδου τόσο από την Ελλάδα όσο και από επιθετικά αναπτυσσόµενες χώρες στον ελαιοκοµικό χώρο, όπως η ΗΠΑ και η πολιτεία της Καλιφόρνιας, η Αυστραλία, η Χιλή κ.ά.
Η εταιρεία έχει µηδενικό δανεισµό και επενδύει ετησίως άνω του 50% των κερδών στη σταθεροποίηση και την ανάπτυξή της. Το 92% των πωλήσεων είναι προς το εξωτερικό, µε κύριες αγορές την Αγγλία, την Ολλανδία, την Ελβετία, την Αµερική, τη Γερµανία και τη Σιγκαπούρη. Έχει επίσης σηµαντική παρουσία στο Βέλγιο, τη Φινλανδία, την Πολωνία, τη Γαλλία, την Ουγγαρία και την Αυστρία, στην οποία, µεταξύ άλλων, συνεργάζονται µε τον Michelin Chef Konstantin Filippou. Το 2017 έκλεισε µια σηµαντική συµφωνία µε τη γνωστή αλυσίδα Waitrose στη Μεγάλη Βρετανία και παρουσία σε 200 καταστήµατά της, ενώ το LIÁ βρίσκεται σε περίοπτη θέση στα ράφια των διάσηµων πολυκαταστηµάτων Harrods, Harvey Nichols, Fortnum & Mason, The Cornar Shop (σε Αγγλία και Γαλλία) και των Whole Food Stores (σε Αγγλία και ΗΠΑ). Αργά αλλά σταθερά τα δύο αδέλφια κτίζουν το µέλλον πατώντας στις αξίες µε τις οποίες γαλουχήθηκαν. Όπως λέει χαρακτηριστικά η Χριστίνα, «στο brainstorming για την επικοινωνία και την πώληση του προϊόντος, ο Κώστας, που είναι φυσιολάτρης, άνθρωπος σταθερός, µε αρχές και αξίες, έλεγε πάντα “Πουλάµε αυτό που εµείς τρώµε. Και µάθαµε από τους γονείς µας να τρώµε πάντα το καλύτερο”».
Και η συσκευασία; Είναι βασικός λόγος επιτυχίας, καθώς µάλιστα πολλοί υποστηρίζουν ότι η Ελλάδα υπολείπεται στο packaging σε σχέση µε την Ιταλία και την Ισπανία; «Ασφαλώς, το packaging σίγουρα τραβάει την προσοχή. Όταν είσαι στο Waitrose και ανάµεσα στα πράσινα και καφέ µπουκάλια φιγουράρει ένα λευκό, σίγουρα τραβάει την προσοχή. Όµως ο Άγγλος θα σε αγοράσει µία φορά για το design. Αν το περιεχόµενο δεν του αρέσει, δεν θα σε ξαναπάρει. Τώρα σε σχέση µε τα ιταλικά και ισπανικά ελαιόλαδα, το κενό µας είναι τεράστιο. Αν το δούµε σε παγκόσµιο διαγωνιστικό επίπεδο, τα ελαιόλαδα αυτά βραβεύονται συνεχώς». Μου εξηγεί ότι αυτό συµβαίνει για δύο λόγους: Οι ιταλικές και ισπανικές ποικιλίες οργανοληπτικά είναι πιο έντονες. Τις µυρίζεις και σε ενθουσιάζουν. Ενώ οι ελληνικές είναι πιο delicate στο άρωµα και πιο δυνατές στη γεύση. Έπειτα, η Ιταλία και η Ισπανία είναι γεµάτες από σχολεία γευσιγνωσίας, µε αποτέλεσµα οι γευσιγνώστες του κόσµου να πηγαίνουν και να εκπαιδεύονται εκεί. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει σχολείο εκπαίδευσης γευσιγνωστών ελαιολάδου. Αυτό είναι και το επόµενο business που σκέφτεται να στήσει: ένα σχολείο στη Μεσσηνία όπου θα εκπαιδεύονται οι µεγάλοι γευσιγνώστες του κόσµου σε ελαιόλαδα ελληνικών ποικιλιών.
Σήµερα η παραγωγή της LIÁ Cultivators φθάνει τα 25.000 λίτρα τον χρόνο. Στόχος τα επόµενα πέντε χρόνια είναι η παραγωγή να φθάσει τα 50.000 λίτρα, ώστε να συνεχίσει να αναπτύσσεται και να είναι µια πραγµατικά κερδοφόρα και βιώσιµη επιχείρηση. Ο κύκλος εργασιών ανέρχεται στα 200.000 ευρώ, το 50% των κερδών επανεπενδύεται στην επιχείρηση, ενώ το ποσοστό ανάπτυξης επί των κερδών είναι άνω του 450%!
Στους άµεσους στόχους συγκαταλέγονται το brand recognition σε νέες αγορές και η ανάπτυξη στην Ελλάδα, ενώ στα σκαριά βρίσκεται η δηµιουργία ενός καινοτόµου snack ελιάς, σε συνεργασία µε µια νέα εταιρία και µε τη συµβολή του ΚΑΕΜ. Ποια είναι η µεγαλύτερη επιθυµία της; «να δουλέψει όλος ο πρωτογενής τοµέας και σε πέντε χρόνια η Gallerie Lafayette να έχει έναν διάδροµο ‘‘Made in Greece’’, όπως τώρα έχει ένα ολόκληρο τετράγωνο ‘‘Μade in Italy’’».
* Το άρθρο δημοσιεύεται στο περιοδικό Fortune
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου