της Βασιλικής Μαντά
Τo φθινόπωρο αποτελεί ίσως τη σημαντικότερη εποχή όσον αφορά στην πρόληψη των ασθενειών της ελιάς, καθώς η έναρξη της περιόδου των βροχοπτώσεων, σε συνδυασμό με την αυξημένη σχετική υγρασία της ατμόσφαιρας αλλά και την πτώση της θερμοκρασίας, δημιουργεί τις κατάλληλες συνθήκες για την απελευθέρωση μολυσμάτων από τους μύκητες που προκαλούν οικονομικά σημαντικές ασθένειες στον ελαιώνα. \
Ένας εξ αυτών, το γνωστό σε όλους γλοιοσπόριο ή παστέλλα, καραδοκεί στα ελαιοχώραφα από την περίοδο της ανθοφορίας, παραμένοντας σιωπηλός πάνω στο δέντρο έτοιμος να κάνει το ντεμπούτο του. Ο μύκητας ευνοείται σε θερμοκρασίες μεταξύ 12 – 25°C, και σε συνδυασμό με τις ανοιξιάτικες βροχοπτώσεις και την άνοδο της θερμοκρασίας που επικρατούν την περίοδο μεταξύ Απριλίου – Μαίου εξαπλώνεται ραγδαία. Οι προσβολές περιορίζονται μόνο σε άνθη και φύλλα, τα οποία αποκτούν ελαφρώς καστανοκόκκινο χρωματισμό, ενώ όσον αφορά τους πράσινους, ανώριμους καρπούς, μπορεί να μην έχει προς το παρόν την ικανότητα να τους μολύνει, ωστόσο δημιουργεί λανθάνουσες προσβολές στο εσωτερικό τους.
Οι καρποί που κινδυνεύουν να μολυνθούν είναι αυτοί που βρίσκονται στο στάδιο της ωρίμανσης ή έχουν πλήρως ωριμάσει και έχουν αποκτήσει το μωβ χρώμα τους. Η προσβολή του ελαιοκάρπου από εχθρούς, όπως ο δάκος, μπορεί να αποτελεί προαιρετικό παράγοντα εκδήλωσης της ασθένειας, καθώς ο μύκητας μπορεί να προσβάλει και ώριμους καρπούς, οι οποίοι δεν έφεραν κανένα τραυματισμό, εξίσου αποτελεσματικά με καρπούς που έχουν προηγουμένως τραυματιστεί, είτε από νύγματα δάκου, είτε από χτυπήματα κατά τη διαδικασία της συγκομιδής. Σε ποικιλίες με επιμήκεις καρπούς, όπως η Καλαμών, η σήψη ξεκινά συνήθως από το κορυφαίο άκρο και επεκτείνεται στην υπόλοιπη επιφάνεια.
Μουμιοποιημένοι καρποί και ολοκληρωτική απώλεια παραγωγής
Η μόλυνση από τον παθογόνο μύκητα μπορεί να συμβεί σε όλα τα στάδια ανάπτυξης του ελαιοκάρπου, από την εμφάνιση των ανθέων έως και την ωρίμανση. Η ανθοφορία είναι το πιο κρίσιμο στάδιο για την εγκατάσταση και την εξάπλωση του μύκητα, με τη μεταφορά του μολύσματος να ευνοείται ιδιαίτερα από τον αέρα και τις σταγόνες βροχής. Στο τέλος του καλοκαιριού, που η θερμοκρασία αρχίζει να μειώνεται και ιδιαίτερα στις αρχές του φθινοπώρου, με τις πρώτες φθινοπωρινές βροχοπτώσεις, ενεργοποιείται η λανθάνουσα μορφή του μύκητα και η ασθένεια αρχίζει να αναπτύσσεται στους άγουρους καρπούς. Τα πρώτα συμπτώματα είναι ορατά όταν ο καρπός αλλάζει χρώμα, όπου αποκτά χαρακτηριστικές σκούρες κηλίδες που υπό ευνοϊκές συνθήκες υγρασίας επεκτείνονται, καλύπτοντας τον ολόκληρο. Από τους προσβεβληµένους καρπούς, αυτοί που παραµένουν στο δέντρο, αποσαρθρώνονται και συρρικώνονται, δίνοντας τη χαρακτηριστική όψη μούμιας. Οι ελιές που προσβάλλονται και πέφτουν πρόωρα μειώνουν με τη σειρά τους την απόδοση της συγκομιδής και στο στάδιο της ελαιοπαραγωγής παράγουν ένα κοκκινωπό λάδι χαμηλής ποιότητας, πολύ θολό και με υψηλό βαθμό οξύτητας. Επιβάλλεται η απομάκρυνση του πεσμένου στο έδαφος καρπού, γιατί αποτελεί τη βασική εστία μόλυνσης του επόμενου έτους.
Κλαδέματα και προληπτικοί ψεκασμοί
Η πρόληψη και καταπολέμηση του γλοιοσπορίου αποτελεί κρίσιμη διαδικασία για την προστασία των ελαιοδέντρων, ιδιαίτερα στις περιοχές όπου η ασθένεια ενδημεί. Ένα από τα πιο αποτελεσματικά μέτρα είναι η μείωση της υγρασίας μέσω φθινοπωρινών κλαδεμάτων, τα οποία επιτρέπουν καλύτερο αερισμό. Η αφαίρεση κλάδων με μουμιοποιημένους καρπούς καθώς και η ελαφριά κατεργασία του εδάφους για ενσωμάτωση τυχόν υπολειμμάτων είναι ύψιστης σημασίας. Πολλές φορές, μάλιστα, συνιστάται η πρώιμη συγκομιδή για την αποφυγή δευτερογενών μολύνσεων στους ώριμους καρπούς.
Για τη χημική καταπολέμηση γίνεται εφαρμογή προληπτικών ψεκασμών που τείνουν να έχουν τα καλύτερα ποσοστά αντιμετώπισης της ασθένειας. Ο σημαντικότερος ψεκασμός, ο οποίος συμπίπτει με τα αρχικά μολύσματα, ξεκινά την άνοιξη και ιδιαίτερα κατά το κρόκιασμα των ταξιανθιών. Σε περιοχές που έχουν υψηλή πίεση προσβολής γλοιοσπορίου συνιστάται επιπλέον επέμβαση στο νεαρό καρπίδιο, αμέσως μετά την καρπόδεση. Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται σε περίπτωση που έχει επικρατήσει βροχόπτωση σε ελαιώνα που ήδη αντιμετωπίζει την ασθένεια, γεγονός που απαιτεί τη χρήση θεραπευτικών μυκητοκτόνων.
Στις αρχές του φθινοπώρου, πριν ξεκινήσουν οι πρώτες βροχές και πέσει η θερμοκρασία, συστήνεται ένας επιπλέον ψεκασμός με σχολαστική «κάλυψη» όλης της κόμης των ελαιοδέντρων. Εφόσον κριθεί απαραίτητο και ανάλογα με τις περιβαλλοντικές συνθήκες (υγρασία, θερμοκρασία) που θα επικρατήσουν, οι ψεκασμοί θα επαναληφθούν μετά από περίπου ένα μήνα και σε διάστημα 15-20 ημερών πριν τη συγκομιδή. Σκευάσματα που χρησιμοποιούνται για την καταπολέμηση του παθογόνου είναι ο βορδιγάλειος πολτός, ο οξυχλωριούχος χαλκός και οι στρομπιλουρίνες. Η χημική καταπολέμηση του γλοιοσπορίου γίνεται και για την αντιμετώπιση του κυκλοκόνιου, που ευνοείται από παρόμοιες συνθήκες ανάπτυξης.
Γλοιοσπόριο και κυκλοκόνιο κόβουν αποδόσεις στις ελιές
Ένα μεγάλο ποσοστό ελαιοπαραγωγών δεν δίνει μεγάλη σημασία στο κυκλοκόνιο, διότι θεωρεί ότι δεν κάνει ζημιά στο δέντρο ή δεν τη γνωρίζει. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη μειωμένη παραγωγή του καρπού στο φυτό και κατ’ επέκταση στο εισόδημα του παραγωγού. Τα πιο συχνά φαινόμενα εκδηλώνονται στα φύλλα, στους μίσχους των φύλλων και στους ποδίσκους των ανθέων, ταξιανθιών και καρπών με κηλίδες επιμήκεις και τεφροκαστανές. Η έντονη φυλλόπτωση προκαλεί μείωση της φυλλικής επιφάνειας και εξάντληση του δέντρου, καθώς και εμφάνιση μερικώς «άδειων» κλάδων. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της ικανότητας του δέντρου να δημιουργήσει καρποφόρα όργανα. Συχνά, δε, παρατηρούμε τα δέντρα αυτά να ανθίζουν, αλλά να μην «δένουν» καρπό. Η ασθένεια λαμβάνει μεγαλύτερη έκταση όσο περνούν τα χρόνια, εφόσον δεν γίνεται η κατάλληλη αντιμετώπιση.
Γλοιόσποριο ελιάς και η λύση από την Κ&Ν Ευθυμιάδης
Μια απο τις σημαντικότερες ασθένειες της ελιάς αποτελεί το γλοιοσπόριο. Μεγάλος όγκος ελαιουργικών προϊόντων χάνεται κάθε χρόνο λόγω των αποτελεσμάτων της προσβολής ελαιώνων από την ασθένεια αυτή. Η μείωση της παραγωγής είναι τόσο ποσοτική, αφού οι προσβεβλημένοι καρποί πέφτουν στο έδαφος, όσο και ποιοτική, αφού στην επιτραπέζια ελιά οι καρποί καθίστανται μη εμπορεύσιμοι, ενώ στην ελαιοποιήσιμη το λάδι που παράγεται έχει υψηλή οξύτητα και είναι πολύ χαμηλής ποιότητας.
Η περίοδος που διανύουμε είναι πολύ σημαντική όσον αφορά στην καταπολέμηση του γλοιοσπορίου, αφού οι κλιματικές συνθήκες (υψηλή υγρασία, βροχοπτώσεις και θερμοκρασία 20-28 oC) ευνοούν την απελευθέρωση των κονιδίων του μύκητα και τη βλάστησή τους. Αυτό ισχύει για όλα τα ήδη που είναι παρόντα στον ελληνικό χώρο (C. acutatum, C. Clavatum και C. gloesporioides). Παράλληλα η παρουσία οπών ωοθεσίας από τον δάκο, ο οποίος επίσης ευνοείται από τις συνθήκες αυτές, μπορεί να εντείνει και να επιταχύνει την ανάπτυξη της ασθένειας. Για το λόγο αυτό συστήνονται προληπτικοί ψεκασμοί με κατάλληλα φυτοπροστατευτικά σκευάσματα, τα οποία έχουν υψηλή αποτελεσματικότητα και μικρό διάστημα τελευταίου ψεκασμού πριν τη συγκομιδή (PHI).
H Κ&Ν Ευθυμιάδης προτείνει τη χρήση του προληπτικού και θεραπευτικού μυκητοκτόνου MEVALONE CS. Το MEVALONE CS είναι ένα μείγμα δραστικών ουσιών που λόγω της καινοτόμου μορφής τυποποίησης του σκευάσματος (μικροκάψουλες ζυμομύκητα – τεχνολογία SUSTAINE), απελευθερώνονται σταδιακά και όταν χρειάζεται.
Όταν δηλαδή οι συνθήκες είναι κατάλληλες για τη βλάστηση των κονιδίων του γλοιοσπορίου. Παράλληλα, έχει μικρό PHI (7 ημέρες), δεν λερώνει τους καρπούς, και μπορεί να εφαρμοστεί και στη βιολογική γεωργία, ενώ λόγω του πολυθεσικού τρόπου δράσης των δραστικών ουσιών του είναι κατάλληλο εργαλείο για τη διαχείριση της ανθεκτικότητας. Η χρήση του MEVALONE CS την περίοδο αυτή δίνει λύση στο πρόβλημα του γλοιοσπορίου και οδηγεί στην παραγωγή ελαιουργικών προϊόντων υψηλής ποιότητας και αξίας.
Ανδρέας Γιαννόπουλος – Υπεύθυνος Ανάπτυξης Καλλιεργειών |Ελιά, Εσπεριδοειδή και Μηδική | Κ&Ν Ευθυμιάδης ΑΒΕΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου