Με τις τιμές παραγωγού για το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο να υποχωρούν δραματικά και τις τιμές στο ράφι να παραμένουν ψηλά, η εγχώρια τυποποίηση επιχειρεί να ρίξει ευθύνες στον «τενεκέ», διεκδικώντας τον περιορισμό της διάθεσης χύμα ελαιολάδου από τους παραγωγούς.
Αλγεινή εντύπωση προκαλεί στους ελαιοπαραγωγούς η εικόνα που διαμορφώνεται τις τελευταίες εβδομάδες στην αγορά του έξτρα παρθένου ελαιολάδου, με τις τιμές παραγωγού να υποχωρούν ακόμη και στα 3,5 ευρώ το λίτρο, την ώρα που οι καταναλωτές συνεχίζουν να πληρώνουν πάνω από 9 ευρώ το κιλό στο ράφι.
Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσίασαν εκπρόσωποι του ΣΕΒΙΤΕΛ σε άτυπη ενημέρωση προς δημοσιογράφους, η τιμή παραγωγού έχει μειωθεί έως και 70% σε σχέση με την περσινή κορύφωση (από 10,5 ευρώ/λίτρο σε 3,5), ενώ η αντίστοιχη μείωση στο ράφι δεν ξεπερνά το 30%, καθώς από τα 12,5 ευρώ/λίτρο η τιμή διαμορφώνεται σήμερα περίπου στα 9,5 ευρώ.
Αντί να δοθεί λύση στην αναντιστοιχία τιμής παραγωγού και καταναλωτή, η εγχώρια βιομηχανία τυποποίησης φαίνεται να επικεντρώνεται στο να περιορίσει τη δυνατότητα των παραγωγών να διαθέτουν χύμα ελαιόλαδο σε δοχεία των 16 λίτρων – τον γνωστό «τενεκέ». Πρόκειται για μια πρακτική που διατηρεί τη βιωσιμότητα χιλιάδων μικρών παραγωγών, οι οποίοι καταφέρνουν να πωλούν σε τιμές που στοιχειωδώς καλύπτουν το κόστος παραγωγής.
Όπως αναφέρεται, υπάρχουν ήδη συνεννοήσεις με τις αρμόδιες αρχές για την εφαρμογή περιοριστικών μέτρων που ενδέχεται να καταργήσουν αυτή τη δυνατότητα. Ένα τέτοιο μέτρο, εκτιμάται ότι θα πλήξει σημαντικά την ευελιξία των παραγωγών και θα ενισχύσει τη μονοπωλιακή θέση των μεγάλων τυποποιητών.
Παρά τις υψηλές τιμές που πλήρωσαν οι καταναλωτές την τελευταία διετία, η εγχώρια τυποποιητική βιομηχανία δεν κατάφερε να ενισχύσει τη θέση της στις διεθνείς αγορές. Αντιθέτως, η διαρροή ποσοτήτων χύμα ελληνικού ελαιολάδου προς Ισπανία και Ιταλία συνεχίζεται, με το ποιοτικό ελληνικό προϊόν να χρησιμοποιείται ως βελτιωτικό μίγμα για άλλες ετικέτες, που στη συνέχεια επιστρέφουν στις αγορές ανταγωνιστικά.
Σύμφωνα με τον ΣΕΒΙΤΕΛ, η παραγωγή της τελευταίας ελαιοκομικής περιόδου κυμάνθηκε στους 250.000 τόνους, ενώ η εγχώρια κατανάλωση –που προ πανδημίας και πληθωρισμού έφτανε τους 18.000 τόνους– υποχώρησε στους 13.950 και πλέον φαίνεται να ανακάμπτει στους 15.800 τόνους.
Οι τιμές στο ράφι διαμορφώνονται πλέον σε ένα εύρος από 7,90 έως 10,5 ευρώ το λίτρο, όταν μόλις δύο χρόνια πριν, οι τιμές κινούνταν στα 5-6 ευρώ, και στο αποκορύφωμα της κρίσης ξεπέρασαν ακόμη και τα 12,5 ευρώ.
Συμπέρασμα: Ανταγωνιστικότητα με στόχο τον παραγωγό;
Ενώ η συζήτηση θα έπρεπε να αφορά τη μεταρρύθμιση της τυποποίησης, την ενίσχυση των εξαγωγών και τη μείωση της ψαλίδας τιμών, ο «τενεκές» παρουσιάζεται ως εύκολος αποδιοπομπαίος τράγος για την αδυναμία ανταγωνιστικότητας της ελληνικής τυποποιητικής βιομηχανίας. Μένει να φανεί αν οι παραγωγοί θα έχουν ακόμα έναν τρόπο να επιβιώσουν – ή αν θα υποχρεωθούν να υποκύψουν σε ένα ακόμη κλειστό κανάλι εμπορίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου