Για να γυρίσω σπίτι, το κάνω πάντοτε πεζός. Θέλω να περπατήσω, να δω εικόνες, να μυρίσω την πόλη, να ακούσω, να γευτώ. Μου αρέσει να πηγαίνω συχνά στο πατρικό μου.
Ας κάνω παράκαμψη, δεν με νοιάζει. Φυσικά ποτέ δεν καταφέρνω να το βρω. Όλο και κάτι μου τυχαίνει στο δρόμο και με αποσπά. Άλλοτε η πείνα, άλλοτε ένα γεγονός. Τις προάλλες, εκεί που πήγαινα, στην πλατεία λίγο πριν κατηφορίσω το λόφο, ακούστηκαν φωνές. Έτρεξα να δω. Μου πήρε ένα τετράγωνο το λιγότερο μέχρι να εντοπίσω την εστία του ήχου.
Μια κυρία από τον πρώτο έβριζε σκαιότατα ένα άστεγο που έψαχνε τα σκουπίδια. Αυτός ατάραχος, έβγαζε τις σακούλες μέσα από τον κάδο και αφού τις άνοιγε έψαχνε για φαγώσιμα. Αυτή φώναζε και αυτός έτρωγε όσο μπορούσε. Ό,τι μη χρήσιμο το άπλωνε γύρω του.
Σερβιέτες, κ@@όχαρτα, συσκευασίες από απορρυπαντικά, μεταλλικά κουτιά από λάδι , πλαστικά κάθε λογής. Δοχεία γενικά, άλλα πατημένα και άλλα ακέραια, άδεια μα έτοιμα για επαναγέμιση, μέχρι και με τα πώματα βιδωμένα πάνω τους. Η κυρία ήταν σε κατάσταση υστερίας. Αισθανόταν πως ήταν γυμνή στο κοινό. Να πειράζει τα σκουπίδια της ο χαμένος; Τώρα θα ορμήσει σκέφτηκα , έτσι όπως έκανε. Θα δώσει ένα σάλτο και θα βρεθεί σαν τον λίγκα με τα νύχια της τα γαμψά πάνω στον δράστη. Θα τον πετσοκόψει και αφού βγάλει την οργή της όλη, θα τον πετάξει στον κάδο. Τακτικά σε μερίδες, μέσα σε πλαστικές σακούλες από αυτές που βάζουμε στην κατάψυξη τις μερίδες του κρέατος. Θα καθαρίσει με την σκούπα τον χώρο και κατόπι θα πλύνει με το λάστιχο όλο το πεζοδρόμιο, να φύγουν τα αίματα στο ρείθρο και να κυλίσουν στην μεταλλική σκάρα, ακολουθώντας το έλεος της εικόνας που χάνεται κάτω από την πόλη.
Τίποτα δεν έγινε από όσα σκεφτόμουν. Ο άνθρωπος έφαγε ακόμη ένα κομμάτι κοτόπουλο που βρήκε και απόσωσε ένα χυμό. Ύστερα επανατοποθέτησε τα απορρίμματα στο χώρο περισυλλογής τους και αφού έβαλε την μάσκα του, συνέχισε προς τον σταθμό του μετρό. Η κυρία μπήκε μέσα και άναψε τα φώτα. Έβαλε στην διαπασών την τηλεόραση. Άρχιζε η καθημερινή ενημέρωση για την πανδημία. Έχασα χρόνο πολύτιμο. Έτρεξα και ανέβηκα στο τρόλεϊ. Έπρεπε να γυρίσω.
Σήμερα ήμουν αποφασισμένος να φτάσω. Απλά κοιτούσα τις τζαμαρίες. Ενοικιάζεται το ένα μετά το άλλο. Το εργαστήριο με τα αμπαζούρ είχε ακόμη ένα δυο κομμάτια. Κοντοστάθηκα. Χρώματα παστέλ. Το σομόν μου αρέσει πολύ. Αν υπήρχε δυνατότητα θα ρώταγα την τιμή του. Κανείς. Συνέχισα προς τα κάτω με την ελπίδα να συναντήσω κανέναν γνωστό. Αυτή την ώρα βγάζει η Εριάννα τον σκύλο βόλτα στο περιβολάκι. Θα πέσει γέλιο. Θα είναι μαζί ο ψηλός και ο Μιχάλης μαζί με τον Γιάννη. Ο Πάνος θα μας μιλήσει πάλι για τον Πυθαγόρα και ο Νότης για την ΑΕΚ. Θα πλακωθούν στα μπουνίδια οι Ρηγάδες με τους Κνίτες για τον απέναντι τοίχο , ποιος θα κολλήσει περισσότερες αφίσες. Στο τέλος θα κάτσουν όλοι να μιλάνε για ένα κόσμο καλύτερο και η Σοφία θα τα φτιάξει με τον Κυριάκο κόντρα στις επιμιξίες που απαγορεύει το κόμμα.
Περπατώ και γελάω. Μετά την στροφή ευθεία και να σου το πάρκο. Ξεραΐλα. Μια Λουΐζα στέκει ακόμη ακέραιη. Βότανο είναι, δεν έχει ανάγκη από τίποτα. Χαϊδεύω τα φύλλα της και με πλημμυρίζει το άρωμα του λεμονιού. Δροσιά στη ζέστη του Αυγούστου. Κοιτάζω γύρω, λάμπες σπασμένες , σκοτάδια. Παντού κορμιά καταγής ξαπλωμένα. Μια μάνα θηλάζει. Ένας τύπος με ρωτά με νόημα αν θέλω κάτι. Αρνούμαι και κάνω να φύγω. Με ακολουθεί για λίγο μα γρήγορα γυρίζει ξανά στην αυλή του. Μετά την γωνία επιταχύνω , πάλι ξεστράτισα. Αρχίζω να τρέχω , ανοίγω τα χέρια μου και τότε πετώ. Κοιτάζω την πόλη από ψηλά. Τα φώτα μπερδεύονται με τα αστέρια της νύχτας. Το αγέρι με παίρνει και χάνομαι. Ανακούφιση. Εδώ θέλω να μείνω για πάντα.
- Κύριε Γιώργο, βοηθήστε με λίγο. Πρέπει να σας αλλάξω .
Η Μαρία αδειάζει τα ούρα και σε λίγο θα με ταΐσει με το κουταλάκι …
Δημοσιεύτηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑΣ, τευχ, 63 , σ. 14 , Αθήνα Φθινόπωρο 2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου