Οι Ντρέδες
Το 1380 περίπου, πληθυσμοί της Βορείου Ηπείρου κατέβηκαν νοτιότερα και έφθασαν μέχρι την Πελοπόννησο. Την περίοδο αυτή στην περιοχή της Τριφυλίας εγκαταστάθηκαν, ως έποικοι, σαράντα οικογένειες με διακόσια γυναικόπαιδα. Αυτοί ήταν Έλληνες Αρβανίτες και κατάγονταν από τους πανάρχαιους Ιλλυριούς Έλληνες της Ηπείρου. Ήταν Χριστιανοί Ορθόδοξοι και είχαν ελληνική εθνική συνείδηση. Οι έποικοι αυτοί εγκαταστάθηκαν στους ορεινούς όγκους του Δωρίου και του Αυλώνα προκειμένου να χρησιμεύσουν ως συνοριοφύλακες του Δεσποτάτου έναντι των Φράγκων, που τότε κατείχαν την απέναντι πλευρά της Νέδας, την επαρχία Ολυμπίας, αλλά και να ενισχύσουν τον Βυζαντινό στρατό. Εκεί έφτιαξαν τα χωριά τους, τα Σουλιμοχώρια. Τα χωριά αυτά είναι το Σουλιμά, το Ψάρι, το Χρυσοχώρι, το Κλέσουρα, το Λάπι, το Χαλκιά, το Κούβελα, το Κατσούρα, το Ρίπεσι, το Πιτσά και η Αγριλιά. Το οροπέδιο του Δωρίου, στο οποίο έχουν χτιστεί τα Σουλιμοχώρια, δεν ξεπερνάει τα 120 τετραγωνικά χιλιόμετρα, είναι ένα φυσικό κάστρο από βουνά σε σχήμα πετάλου, με δύο μόνο εξόδους προς Κυπαρισσία και άνω Μεσσηνία και η εξαιρετική θέση του, έδινε την ευχέρεια στους Ντρέδες να κινούνται άνετα προς τα Κοντοβούνια, την Καρύταινα, τη Ζούρτσα και τα βουνά της Ολυμπίας και τη Μάνη και να διαφεύγουν σε περίπτωση κινδύνου, αλλά και να προσφέρουν Γίνετε ο πρώτος από τους φίλους σας στον οποίο αρέσει Αριστομένης……
Η δημογεροντία των Σουλιμοχωρίων είχε την έδρα της στο Σουλιμά, κατά τα διαμειφθέντα και τη συγκροτούσαν οι εκλεγόμενοι εκπρόσωποι όλων των χωριών. Έδινε λύση στα γενικότερα ζητήματα της είσπραξης των φόρων, της στρατολογίας και της συνεισφοράς, της διατροφής των ενόπλων όταν γίνονταν επιχειρήσεις μακριά από τα Σουλιμοχώρια, αλλά και για την επίλυση των διαφορών μεταξύ των χωριών τους. Από την ανάμειξη δε των Βορειοηπειρωτών Χριστιανών και των εντοπίων κατοίκων του προήλθε το ακουστό γένος των ‘’Ντρέδων’’, όπως έμειναν γνωστοί στην Ιστορία οι κάτοικοι του Σουλιμά και των Σουλιμοχωρίων. Οι Ντρέδες ήσαν ψηλοί, ρωμαλέοι, ευειδείς και φιλελεύθεροι, πάρα πολύ τολμηροί και ριψοκίνδυνοι, πανούργοι, πείσμονες και οργίλοι, φιλέριδες και πολλές φορές αυθαίρετοι, αλλά και ειλικρινείς και σταθεροί, αγέρωχοι, γλυκόλογοι, περιποιητικοί, φιλόξενοι στο έπακρον και θρήσκοι μέχρι δεισιδαιμονίας.
Αγαπούσαν υπερβολικά τους γονείς και σέβονταν τους γέροντες, ενώ ομιλούσαν και την Αρβανίτικη διάλεκτο. Η κύρια ενασχόλησή τους ήταν η άσκηση στα όπλα, η θήρα, η φροντίδα των ποιμνίων, η αρπαγή και ο πόλεμος και όταν χόρευαν κινούσαν τα όπλα τους, σημάδι της ανδρείας τους και της πολεμικής ορμής τους. Μάλιστα τακτικά περνούσαν από τις όμορφες τουρκοκρατούμενες περιοχές οπλισμένοι, χωρίς να ενοχλούνται από τους Τούρκους, γιατί τους εφοβούντο. Οι γυναίκες τους έφεραν και αυτές όπλα και χόρευαν οπλισμένες με λεβεντιά και χάρη και πιστές ακολουθούσαν τους άντρες τους στα χωράφια, στα στενοτόπια και στον πόλεμο και εμάχοντο μαζί. Τους Σουλιμοχωρίτες τους ονόμασαν ‘‘Ντρέδες’’ πολύ πριν από τον αγώνα του 1821. Το προσωνύμιο αυτό τους δόθηκε κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας για να τονίσει την ευθύτητα του χαρακτήρα τους και την μπέσα που διέκρινε τη ράτσα τους. Για τη σημασία της λέξεως αυτής έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις. Σύμφωνα με μία, που πιστεύω ότι είναι η ορθότερη, «Ντρες» σημαίνει ευθύς, ειλικρινής, ντόμπρος και πιθανότατα προέρχεται από την αρβανίτικη λέξη ‘‘ντρέιτ’’ που σημαίνει ‘‘ίσιος’’. Με την πάροδο του χρόνου η έννοιά της έγινε ταυτόσημη με τον ανδρείο, τον γενναίο, τον δυνατό, το παλικάρι. Τη γενναιότητα και την αντρειοσύνη τους οι Ντρέδες την απέδειξαν σ’ όλους τους πολέμους, όπου έλαβαν μέρος. Οι Ντρέδες διατήρησαν επί αιώνες τον στενό δεσμό της οικογένειας (φάρας) η οποία αποτέλεσε τη βάση της κοινωνικής διάρθρωσης του Σουλιμά και των Σουλιμοχωριτών όλα τα χρόνια της τουρκοκρατίας και διαβίωναν ανεξάρτητοι με τους δικούς τους νόμους και έθιμα.


Το Σουλιμά κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας ήταν ελεύθερο ελληνικό έδαφος και συνεπώς το πλέον ασφαλέστερο μέρος για να γίνονται οι συσκέψεις και τα συμβούλια των κλεφταρματολών της Πελοποννήσου. Εκεί συγκεντρώθηκαν ο Ζαχαριάς με τα παλικάρια του, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης με τ’ ασκέρι του, ο Γιώργης από τον Αετό, ο Θανάσης Πετιμεζάς, ο Αναγνωσταράς, ο Πέτροβας, ο Τρίγκας, ο Νταγρές, ο Γιαννάκης Γκάζντας, ο Γιώργος Συρράκος και άλλοι για να αποφασίσουν τι έπρεπε να κάνουν μετά τον σκληρό διωγμό από τους Τούρκους. Στο αρχοντικό των Παπατσωραίων, αναφέρει ο Φραντζής, ανέβαινε πολλές φορές ο ίδιος αλλά και ο τότε θρυλικός μητροπολίτης Τριφυλίας Γερμανός και όρκιζαν ‘’φιλικούς’’ πολλούς κλεφτοκαπεταναίους. Επίσημα η Επανάσταση κηρύχτηκε από τους Ντρέδες στις 24 Μαρτίου 1821, μία ημέρα δηλαδή ενωρίτερα από εκείνη που είχε προκαθοριστεί από τη Φιλική Εταιρεία. Αλλά εκεί που διέπρεψαν κυριολεκτικά οι Ντρέδες και το Σουλιμά καταξιώθηκε στην Ιστορία, ήταν κατά την περίοδο του επικού εννιάχρονου απελευθερωτικού αγώνα του 1821, που σήκωσαν δυσανάλογα μεγάλο βάρος σε σχέση με τον πληθυσμό των Σουλιμοχωρίων, για την ελευθερία των Ελλήνων. Ειδικότερα, την 23 Μαρτίου 1821, 200 Ντρέδες υπό τον Γιαννάκη Μέλλιο που ήταν συναγμένοι στο μοναστήρι της Βελανιδιάς, μαζί με τους Μανιάτες και τους άλλους Μεσσήνιους κλεφτοκαπεταναίους, υπό την αρχηγία του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη μπήκαν στην Καλαμάτα και την απελευθέρωσαν. Στο μεταξύ οι Τούρκοι της Αρκαδιάς ( Κυπαρισσίας) πληροφορήθηκαν την κατάληψη της Καλαμάτας από τους επαναστάτες, έντρομοι αναχώρησαν τις βραδινές ώρες της 25ης Μαρτίου για το πλησιέστερο φρούριο του Νεόκαστρου (Πύλου). Εκεί πίστευαν ότι θα είχαν περισσότερη ασφάλεια. Σχετικά ο Διονύσιος Κόκκινος γράφει: «Κατόπιν τούτου οι Τούρκοι της πόλεως κατελήφθησαν από πανικόν, άφησαν ήσυχους τους Έλληνες συμπολίτας τους και κατά την εσπέραν της 25ης Μαρτίου έφυγαν με τας οικογενείας τους προς τον νότον δια να ασφαλιστούν σε ένα από τα παραθαλάσσια φρούρια της Μεσσηνίας». Οι Τούρκοι της Αρκαδιάς φεύγοντας άφησαν φρουρά 100 οπλοφόρους στο κάστρο για να προφυλάξουν την πόλη, τις οικίες και την κινητή περιουσία τους, μέχρι να επιστρέψουν αφού αφήσουν τις οικογένειές τους στα φρούρια της Πύλου και της Μεθώνης. Αλλά και η φρουρά τρομοκρατημένη από τις διαδόσεις, έφυγε για το Νεόκαστρο. Στις δώδεκα το μεσημέρι δόθηκε το περιβόητο σύνθημα της εξόρμησης και οι Ντρέδες του Κεφαλαρίου, ακάθεκτοι επιτέθηκαν κατά της Αρκαδιάς, την οποία το απόγευμα της 26ης Μαρτίου κατέλαβαν αναίμακτα. Αφού ίδρυσαν επιτροπή επιμελείας για να εξασφαλίσει τα αναγκαία για τους πολεμιστές, στις 27 Μαρτίου 1821 οδηγούμενοι από τον Γιαννάκη Μέλλιο διέλυσαν στη Λιγούδιστα (χώρα) το τουρκικό σώμα που βάδιζε για την ανακατάληψη της Κυπαρισσίας και πέτυχαν την πρώτη νίκη με οργανωμένο τουρκικό τακτικό στρατό, που ανέβασε πολύ το ηθικό των ραγιάδων της ευρύτερης περιοχής. Ακολούθως, απελευθέρωσαν τις πεδινές περιοχές των Φιλιατρών και των Γαργαλιάνων και πολιόρκησαν, κατά την παραγγελία του Κολοκοτρώνη, τα ισχυρότερα κάστρα της Πύλου, το Νιόκαστρο και το Ναυαρίνο, της Κορώνης και της Μεθώνης και εγκλώβισαν σε αυτά τις ισχυρές τουρκικές δυνάμεις τους ανερχόμενες κατά τον ιστορικό Διονύσιο Κόκκινο σε 20.000 άνδρες και έτσι έδωσαν τον αναγκαίο χρόνο στον Κολοκοτρώνη και τους άλλους Μοραΐτες οπλαρχηγούς να οργανώσουν την πολιορκία της Τριπολιτσάς, χωρίς να κινδυνεύουν και από τις τουρκικές δυνάμεις των μεσσηνιακών κάστρων. Στις 10 Απριλίου 1821 κατέλαβαν το Ναυαρίνο και στις 10 Αυγούστου 1821 και το Νιόκαστρο και ολοκλήρωσαν την απελευθέρωση της Πύλου. Στη συνέχεια απέσυραν μέρος των δυνάμεών τους, γιατί με τις υπόλοιπες εξακολουθούσαν να πολιορκούν τα ισχυρά φρούρια της Μεθώνης με τον Παναγιώτη Ντούφα και της Κορώνης και στράφηκαν προς την Αρκαδία, όπου στις 12 Μαΐου 1821 πολέμησαν ηρωικά στο Βαλτέτσι μαζί με τον Μητροπέτροβα, όπου είχαν και σημαντικές απώλειες και αρίστευσε ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης.

Γενικά, κατά τη διάρκεια του αγώνα, οι Ντρέδες ήταν πανταχού παρόντες και παντού θριάμβευσαν, ιδιαίτερα όμως απαράμιλλοι στην ανδρεία ήταν κατά την αντιμετώπιση του τουρκο-αιγύπτιου εισβολέα Ιμπραήμ, τον οποίο πέτυχαν να κατατροπώσουν επανειλημμένα και να διατηρήσουν για μία ακόμη φορά ανέπαφες τις εστίες τους, οι οποίες είχαν μεταβληθεί σε άσυλο σωτηρίας όλου του άμαχου πληθυσμού των γύρω περιοχών. Οι Ντρέδες εναντίον του Ιμπραήμ. Γενικά, κατά τη διάρκεια του αγώνα, οι Ντρέδες ήταν πανταχού παρόντες και παντού θριάμβευσαν, ιδιαίτερα όμως απαράμιλλοι στην ανδρεία ήταν κατά την αντιμετώπιση του τουρκο-αιγύπτιου εισβολέα Ιμπραήμ, τον οποίο πέτυχαν να κατατροπώσουν επανειλημμένα και να διατηρήσουν για μία ακόμη φορά ανέπαφες τις εστίες τους, οι οποίες είχαν μεταβληθεί σε άσυλο σωτηρίας όλου του άμαχου πληθυσμού των γύρω περιοχών. Αριστερά η μάχη στα Δερβενάκια και δεξιά η άλωση της Τριπολιτσάς (Αναπαραστάσεις) .

Το κέντρο των ελληνικών προμαχώνων κατέλαβαν οι αρχηγοί Γρηγοριάδης και Παπατσώρης με 3.000 άντρες, δεξιά τους οι υπόλοιποι καπετάνιοι με 2.000 άντρες και αριστερά παρατάχτηκαν οι Αλβανοί με τους αρχηγούς τους Αχμέτ Μπέη, Αλή Οσμάν Μπέη, Γαλίπ Μπέη και Μουσταφά Μπέη. Η πρώτη επίθεση του Ιμπραήμ έγινε στις 6 το πρωί και ακολούθησαν άλλες πέντε έφοδοι μέχρι τις 5 το απόγευμα. Όλες οι επιθέσεις αποκρούστηκαν με απόλυτη επιτυχία και με μεγάλες απώλειες για τον Ιμπραήμ. Περισσότεροι από 1.800 Αιγυπτίους σκοτώθηκαν και 600 τραυματίστηκαν. Από τους Αρκαδίους σκοτώθηκαν 62 και 23 πληγώθηκαν, ενώ οι Αλβανοί είχαν 173 νεκρούς και 44 τραυματίες. Μετά τη μάχη ο Ιμπραήμ απογοητευμένος αναχώρησε για την Κυπαρισσία. Οι Ντρέδες φιλοξένησαν τους Αλβανούς για είκοσι μέρες και ύστερα τους συνόδευσαν μέχρι το Αίγιο. Από εκεί πέρασαν μόνοι τους στο Μεσολόγγι και γύρισαν στην πατρίδα τους. Στα Γουβαλάρια στις 20 Μαΐου 1828 γράφτηκε το τέλος της βάρβαρης επιδρομής του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, που προξένησε αμέτρητες καταστροφές, λεηλασίες, αιχμαλωσίες και πολλές φορές έφερε την Επανάσταση σε αδιέξοδο με κίνδυνο να καταρρεύσει. Πηγή: Ιστολόγιο Άνω Δώριο (Σουλιμά) Μεσσηνίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου