Χρονογράφημα του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Ουδόλως πιστεύω σε θεωρίες καταστροφών και ολέθρων κι έτσι δεν κλείνομαι κατ’ οίκον κεκλεισμένων των θυρών. Βολταντζάρω κι αν είναι να με πετύχει ο ιός ας με πετύχει. Ένας λιγότερος. Κατεβαίνοντας χθες την Ελευθερίου Βενιζέλου τραβώντας για το λιμάνι, έπεσα πάνω στον Πλάτωνα! Το γνωστό φιλόσοφο και γυρολόγο κι από άλλα χρονογραφήματα, που χαίρεσαι να τον ακούς να μιλάει στις ταβέρνες και τις μπυραρίες που συχνάζει. << Καιρούς και ζαμάνια έχω να σε δω! >> μου είπε και πιάνοντάς με αγκαζέ με οδήγησε αιφνιδίως στην μπάρα του << Καρνάγιο >>.
Ουδόλως πιστεύω σε θεωρίες καταστροφών και ολέθρων κι έτσι δεν κλείνομαι κατ’ οίκον κεκλεισμένων των θυρών. Βολταντζάρω κι αν είναι να με πετύχει ο ιός ας με πετύχει. Ένας λιγότερος. Κατεβαίνοντας χθες την Ελευθερίου Βενιζέλου τραβώντας για το λιμάνι, έπεσα πάνω στον Πλάτωνα! Το γνωστό φιλόσοφο και γυρολόγο κι από άλλα χρονογραφήματα, που χαίρεσαι να τον ακούς να μιλάει στις ταβέρνες και τις μπυραρίες που συχνάζει. << Καιρούς και ζαμάνια έχω να σε δω! >> μου είπε και πιάνοντάς με αγκαζέ με οδήγησε αιφνιδίως στην μπάρα του << Καρνάγιο >>.
Είχαμε φτάσει στο τρίτο ούζο, όταν τράβηξε βαθιά τζούρα και εκπνέοντας σύννεφο καπνού, ύπαιθρος γαρ, μου ανέπτυξε τα περί τελειώματος εκ της οικονομικής πτώχευσης. Στη συνέχεια άδειασε το ποτήρι έως τον πάτο κι έπιασε το πακέτο. Έδειξε με το χέρι του τα έρημα πέριξ και μου εξήγησε το αίτιον της συμφοράς με αναστεναγμό: <<Ας όψεται ο εστεμμένος >>. Εννοούσε το νέο ιό με την επωνυμία που την άντλησε από την επάρατη μοναρχία που είχε ως σύμβολο την κορόνα >>. Ψέλλισε: << Σαββάτο, τέτοιες ώρες πριν την κρίση και τον ιό γινόταν χαμός. Ερημιά τώρα… >>
Συμφωνήσαμε με το βλέμμα πως ζούμε σε σκληρή εποχή, βιδωμένοι στους καναπέδες και φοβισμένοι. Κατέβασε κάτω το τέταρτο ποτήρι και νοσταλγός κοίταξε το κάστρο των Γιγάντων. Στο φόβο της σφύζουσας τρομοκρατίας γύρω μας αντέταξε το τραγούδι: <<Ποιος είδε, γεια σ’ Αρκαδιανή,/ ποιος είδε την Αρκαδιανή;…/>> και μ’ έλουσε άπλετα με το φως των ματιών του. << Ξέρεις την ιστορία του; >> με ρώτησε όταν σταμάτησε. << Στο βάθος του μυαλού μου την έχω, αλλά θύμισέ τη μου >> του αποκρίθηκα συγκινημένος με έπαρση.
<< Το τραγούδι λέει για την ιστορία μιας κοπέλας από την πόλη μας την Αρκαδιά [ Κυπαρισσία ] που έγινε κλεφτοπούλα και κατάφερε να μείνει δώδεκα χρόνους με τους κλέφτες χωρίς να την καταλάβουν ότι ήταν γυναίκα>>. Μελωδικώς ξανάπιασε το άσμα: << Ποιος είδε, γεια σ’ Αρκαδιανή,/ ποιος είδε την Αρκαδιανή;/ Αρκαδιανή καημένη,/ στα κλέφτικα ντυμένη/. Δώδεκα χρόνους έκανε η κόρη με τους κλέφτες,/ κανείς δεν τηνε γνώρισε πως ήταν κορασίδα/. Και μια Λαμπρή, μια Κυριακή, μια ‘πισημην ημέρα/ βγήκανε κλέφτες στο χορό να ρίξουν το λιθάρι/. Το ρίχνουν τα κλεφτόπουλα το παν σαράντα μέτρα/. Το ρίχνει κι η Αρκαδιανή το πάει σαράντα πέντε/. Κι από το πείσμα το πολύ κι από το λογισμό της/ εκόπη τ’ αργυρό κουμπί κι εφάνη κάτι εφάνη/.
Ενεός τον απόλαυσα. Ψιθυριστά του είπα: << Να σ’ άκουγαν και οι συμπολίτες μας που είναι κλεισμένοι οίκαδε! Τι ωραία θα ήταν να ξεχνούσαν για λίγο ιό και μνημόνια! >>
ellinikoxronografima.blogsot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου