των Γιάννη Τσατσάκη, Μαρίας Αντωνίου
Με σχετικά περιορισμένες απώλειες βγαίνουν από την πρώτη φάση της πανδημίας οι ευρωπαϊκές αγορές αγροτικών προϊόντων, ενώ για ορισμένους κλάδους τα δεδομένα που διαμορφώνονται, σε ό,τι αφορά την προσφορά και τη ζήτηση, αφήνουν περιθώρια ακόμα και για ανάπτυξη, στους μήνες που ακολουθούν. Η φθινοπωρινή έκθεση Βραχυπρόθεσμων Προβλέψεων, που δημοσίευσε στις αρχές της εβδομάδας η Κομισιόν, επιχειρεί μια πρώτη αποτίμηση των επιπτώσεων της υγειονομικής κρίσης, έχοντας πλέον μια «ασφαλή» απόσταση από το πρωτόγνωρο δίμηνο Μαρτίου-Απριλίου, αλλά και εν μέσω της αβεβαιότητας που συντηρεί η αναζωπύρωση των κρουσμάτων του κορωνοϊού παγκοσμίως.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σημειώνει ότι οι κραδασμοί της κρίσης ήταν εντονότεροι για όσα προϊόντα ήταν περισσότερο «εκτεθειμένα» στην εστίαση, η οποία, όπως όλα δείχνουν, απέχει πολύ ακόμα από την επιστροφή στην κανονικότητα. Σε γενικές γραμμές, ωστόσο, δεν βλέπει να αναδύεται κάποιο καινούργιο μοτίβο, αλλά μάλλον να ενισχύονται τάσεις, οι οποίες είχαν καταγραφεί πριν από την έλευση του κορωνοϊού, όπως η ανάπτυξη του ηλεκτρονικού εμπορίου και η στροφή των καταναλωτών στα τοπικά προϊόντα.
Αυξημένες οι εισκομίσεις γάλακτος
Το δεύτερο αποτυπώνεται ήδη στην αγορά γάλακτος, με την Κομισιόν να εκτιμά ότι η αύξηση των πωλήσεων σε τοπικό επίπεδο, αλλά και μέσω μικρότερων δικτύων διανομής (τα οποία φαίνεται ότι ενισχύουν το αίσθημα ασφάλειας των καταναλωτών) θα συνεχιστεί και το 2021. Αξιοσημείωτη είναι η αύξηση της παραγωγής πόσιμου γάλακτος, η οποία αγγίζει το 4% για το επτάμηνο Ιανουαρίου-Ιουλίου (σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα πέρυσι).
Επικουρικά λειτουργεί εδώ η αυξημένη συνολικά διαθεσιμότητα πρώτης ύλης, αφού οι εισκομίσεις γάλακτος στην ΕΕ είναι ανεβασμένες κατά 2,1% στο τρίτο τρίμηνο, ενώ αναμένεται να κλείσουν τη χρονιά με άνοδο 1,4%. Αυτό αποδίδεται κυρίως στις αυξημένες αποδόσεις, ωστόσο στους μήνες που ακολουθούν, αναμένεται μείωση του ζωικού κεφαλαίου, λόγω του αυξημένου ρυθμού των σφαγών, οι οποίες πήγαν πίσω λόγω της συγκυρίας.
Λιγότερο σιτάρι και καλαμπόκι στην ΕΕ
Στο πεδίο των εκτατικών καλλιεργειών τώρα, μειωμένη κατά 6,8% σε σχέση με έναν χρόνο πριν και κατά 2,6% σε σχέση με τον μέσο όρο της τελευταίας πενταετίας, αναμένεται ότι είναι η συνολική παραγωγή σιτηρών της ΕΕ για την περίοδο 2020/2021, φτάνοντας τους 274,3 εκατ. τόνους. Ειδικά για το μαλακό σιτάρι, οι συγκομιζόμενες ποσότητες αναμένεται ότι δεν θα ξεπεράσουν τους 115,5 εκατ. τόνους (-8% από τον μ.ό. της πενταετίας), με τη μεγαλύτερη πτώση να εντοπίζεται στη Γαλλία και στη Ρουμανία (-7% και 1,5% σε σχέση με τον μ.ό. πενταετίας αντίστοιχα).
Μειωμένη στους 95,3 εκατ. τόνους αναμένεται στο σύνολό της και η ευρωπαϊκή κατανάλωση, εξαιτίας κυρίως της ασθενικής ζήτησης μαλακού σιταριού για ζωοτροφή. Σε παγκόσμιο επίπεδο, πάντως, η παραγωγή μαλακού προβλέπεται να «χτυπήσει» νέο ιστορικό ρεκόρ, κυρίως εξαιτίας των μεγάλων σοδειών σε Ρωσία, Καναδά και Αυστραλία.
Για το καλαμπόκι, η Κομισιόν προβλέπει ότι η ευρωπαϊκή παραγωγή το 2020/2021 θα διαμορφωθεί σε 63,1 εκατ. τόνους, μειωμένη κατά 9,8% από τα υψηλά της σεζόν 2019/2020 και κατά 3,7% από τον μ.ό. της προηγούμενης πενταετίας, κυρίως λόγω των σημαντικά μειωμένων αποδόσεων, αφού στις εκτάσεις δεν αναμένεται ουσιαστική διαφοροποίηση.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, η παραγωγή δεν αποκλείεται να φλερτάρει με νέο ιστορικό ρεκόρ, ανοδικά όμως εκτιμάται ότι θα κινηθεί και η κατανάλωση, αφού η ζήτηση για ζωοτροφική χρήση θα παραμείνει ζωηρή. Το τελευταίο φαίνεται ότι δεν ισχύει στον ίδιο βαθμό για την ΕΕ, γι’ αυτό και η κατανάλωση αναμένεται να υποχωρήσει στους 82,7 εκατ. τόνους. Στους ελαιούχους σπόρους, η ευρωπαϊκή παραγωγή αναμένεται το 2020/2021 ελαφρώς αυξημένη κατά 0,9% σε σύγκριση με τη σεζόν 2019/2020, φτάνοντας τους 28,4 εκατ. τόνους, κυρίως λόγω των αυξημένων κατά 2,7% ποσοτήτων ελαιοκράμβης (15,8 εκατ. τόνοι), οι οποίοι πάντως βρίσκονται αρκετά μακριά από τον μέσο όρο της προηγούμενης πενταετίας (-14,8%).
Χωρίς αποθέματα η αγορά των μήλων
Την ίδια στιγμή, η ευρωπαϊκή παραγωγή μήλων για το 2020/2021 προβλέπεται να αγγίξει τους 11,5 εκατ. τόνους, μειωμένη κατά 2% από τον μέσο όρο της προηγούμενης πενταετίας, αφού η αύξηση των καλλιεργούμενων στρεμμάτων στην Πολωνία οδηγεί σε ανάκαμψη της εκεί παραγωγής κατά 17%. Αντίθετα, μειώσεις αναμένονται σε Γαλλία (-13%), Ιταλία (-1%) και Γερμανία (-4%). Υπογραμμίζεται, ωστόσο, ότι τα σχεδόν εξαντλημένα αποθέματα του 2019/2020 υποδεικνύουν μία ισορροπημένη αγορά. Οι ευρωπαϊκές εξαγωγές προβλέπονται αυξημένες κατά 8% έναντι αυτών του προηγούμενου έτους, όταν μειώθηκαν απότομα λόγω της υψηλότερης εγχώριας τιμής και των περιορισμών στις εξαγωγές. Τέλος, το 30% των ποσοτήτων αναμένεται να κατευθυνθεί στη μεταποίηση (+6%). Με τα αποθέματα κάτω του μέσου όρου, οι εξαγωγές μεταποιημένου προϊόντος μπορεί να μειωθούν κατά 7%, ενώ σταθερές αναμένονται οι εισαγωγές, κάτι που ενδέχεται να οδηγήσει σε κατανάλωση μεγαλύτερη από πέρυσι.
Καλπάζει η ζήτηση για πορτοκάλι
Η χαμηλότερη ευρωπαϊκή παραγωγή πορτοκαλιών το 2019/2020 (6,2 εκατ. τόνοι), σε συνδυασμό με την αυξημένη ζήτηση αλλά και τη μεγαλύτερη παραγωγή της Ν. Αφρικής, έχουν αυξήσει τις εισαγωγές νωπού προϊόντος, οι οποίες προβλέπεται ότι θα κλείσουν για φέτος στους 1 εκατ. τόνους (+13% σε σχέση με πέρυσι). Στον αντίποδα, μειωμένες κατά 15% ήταν οι εξαγωγές.
Η κατανάλωση νωπών πορτοκαλιών αναμένεται να είναι αυξημένη κατά 3% σε σχέση με τα μεταποιημένα, ακολουθώντας μία μακροπρόθεσμη τάση που εκφράστηκε έντονα αυτήν τη χρονιά. Η νέα παραγωγή αναμένεται αυξημένη στους 6,5 εκατ. τόνους, γεγονός που αναμένεται να οδηγήσει σε μικρότερο όγκο εισαγωγών, αλλά και σε ανάκαμψη των εξαγωγών νωπού προϊόντος, ενώ αναμένεται και αύξηση των ποσοτήτων στη μεταποίηση κατά 20%.
Κάλυψαν γρήγορα το χαμένο έδαφος οι τιμές στο μοσχαρίσιοΤα περιοριστικά μέτρα και το κλείσιμο της εστίασης, σε συνδυασμό με μια ξηρή άνοιξη, περιόρισαν τόσο την παραγωγή μοσχαρίσιου κρέατος στην ΕΕ, όσο και τη ζήτηση, ενώ οι τιμές κατρακύλησαν στο χαμηλότερο επίπεδο στα μέσα Μαΐου. Η ανάκαμψη της ζήτησης με την επανεκκίνηση των δραστηριοτήτων της εστίασης και του τουρισμού επέτρεψε τελικά την ανάκαμψη των τιμών στα επίπεδα της προηγούμενης χρονιάς. Ωστόσο, τα παραπάνω, σε συνδυασμό με τη μείωση του ζωικού κεφαλαίου σε χώρες όπως η Γαλλία, η Γερμανία και η Ιρλανδία, μπορεί να περιορίσουν περαιτέρω την ευρωπαϊκή παραγωγή το 2021. Παράλληλα, μειωμένες κατά 5% εκτιμώνται για το 2020 και οι εξαγωγές ζώντων ζώων. Οι ευρωπαϊκές εισαγωγές σημείωσαν μεγάλη πτώση 22% στο πρώτο εξάμηνο του έτους, λόγω των περιορισμών που μείωσαν τη ζήτηση, στρέφοντας εξαγωγείς, όπως οι ΗΠΑ και η Βραζιλία, σε άλλους προορισμούς, όπως η Κίνα. Πιο ευνοϊκές συνθήκες στο δεύτερο μισό του 2020 αναμένεται να διαμορφώσουν τη μείωση των εισαγωγών στο 10% για το σύνολο του έτους, με προοπτική να σταθεροποιηθούν το 2021. |
Χαμηλότερη της ζήτησης η προσφορά πρόβειου στο β’ εξάμηνοΗ προβλεπόμενη μείωση κατά 3% στην ευρωπαϊκή παραγωγή αιγοπρόβειου κρέατος το 2020 και κατά 1% το 2021 αποδίδεται από την Κομισιόν στη μείωση του ζωικού κεφαλαίου, στη στασιμότητα της ζήτησης, αλλά και στη γενικότερη αβεβαιότητα στην αγορά. Οι τιμές, πάντως, επέστρεψαν σταδιακά στα επίπεδα των αρχών του έτους. Το εξαγωγικό άλμα του πρώτου εξαμήνου εκτιμάται ότι θα ακολουθηθεί από σχετική σταθερότητα στο δεύτερο εξάμηνο του έτους, αφού η προσφορά θα υπολείπεται της ζήτησης, με αποτέλεσμα η χρονιά να κλείσει με αύξηση των εξαγωγών κατά 6%. Οι εξαγωγές ζώντων ζώων προβλέπονται μειωμένες κατά 5% το 2020 και κατά 1,5% το 2021, αφού η ζήτηση από Σαουδική Αραβία και Ιορδανία, που «τράβηξαν» ποσότητες το πρώτο μισό του χρόνου, δεν αναμένεται να διατηρηθεί. Παράλληλα, μειωμένες κατά 4% προβλέπονται και οι εισαγωγές πρόβειου κρέατος, αν και λόγω των αυξημένων τιμών αναμένεται μια αύξησή τους στο β’ εξάμηνο. Η κατά κεφαλήν κατανάλωση στην ΕΕ αναμένεται να υποχωρήσει κατά 4%, στα 1,3 κιλά/άτομο. |
ypaithros |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου