ΑΦΙΕΡΩΜΑ: Η Επαναστατημένη Τριφυλία κατά την τουρκοκρατία και το 1821 - kyparissianews.com- ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΡΙΦΥΛΙΑ, ΜΕΣΣΗΝΙΑ, ΕΛΛΑΔΑ

kyparissianews.com- ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΡΙΦΥΛΙΑ, ΜΕΣΣΗΝΙΑ, ΕΛΛΑΔΑ

24ΩΡΗ ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΑ-ΤΡΙΦΥΛΙΑ- ΜΕΣΣΗΝΙΑ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ


Δευτέρα 27 Μαρτίου 2023

ΑΦΙΕΡΩΜΑ: Η Επαναστατημένη Τριφυλία κατά την τουρκοκρατία και το 1821

 


Θεόδωρου Γρηγορίου Κανελόπουλου: 

Η Επαναστατημένη Τριφυλία κατά την τουρκοκρατία και το 1821.

Ιωάννης Δ. Μπουγάστος
Φιλόλογος- Θεολόγος




 Ο Θεόδωρος Γρηγορίου Κανελόπουλος γεννήθηκε στην Σπηλιά Τριφυλίας, τον Ιούλιο του 1907. Τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο στην Σπηλιά, και το Γυμνάσιο στην Κυπαρισσία. Σπούδασε στην Φιλοσοφική Σχολή (Κλασσικό τμήμα) του Πανεπιστημίου Αθηνών, λαβών το πτυχίο με βαθμό «Άριστα». Υπηρέτησε στο ιππικό, ώς έφεδρος αξιωματικός. Στον Β ́ Παγκόσμιο πόλεμο, ώς υπίλαρχος, συνελήφθη αιχμάλωτος στη Δράμα από τους Γερμανούς. Απέδρασε όμως και πίσω από τις γραμμές τών εισβολέων κατέγραφε σημαντικά ιστορικά ντοκουμέντα. Πρωτοδιωρίσθηκε καθηγητής στο Γυμνάσιο Φιλιατρών, όπου υπηρέτησε τα περισσότερα χρόνια της σταδιοδρομίας του, ώς Γυμνασιάρχης και Λυκειάρχης. Επίσης υπηρέτησε στα Γυμνάσια Κοπανακίου, Γαργαλιάνων και Νέων Λιοσίων Αθηνών, απ' όπου συνταξιοδοτήθηκε μετά από 36 χρόνια υπηρεσίας.
 Παντρεύτηκε την δασκάλα Μαρία Κ. Οικονομοπούλου, με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά, την Πασχαλία, τον Γρηγόριο, τον Κωνσταντίνο και την Αναστασία, η οποία πέθανε σε ηλικία 4 ετών.
Επί σειράν ετών πραγματοποίησε πολλά ταξίδια στην Βόρεια Ελλάδα, από χωριό σε χωριό, καθώς και στην Βουλγαρία, Γιουγκοσλαβία και Τουρκία. Συναντήθηκε με πολλούς Έλληνες της διασποράς και συνέλεξε πολύτιμα ιστορικά και λαογραφικά στοιχεία, τα οποία και κατέγραφε. Η απόκτησις αυτών τών στοιχείων πραγματοποιήθηκε με μεγάλες πεζοπορίες και πολλούς κινδύνους. Τα στοιχεία αυτά, παροιμίες, λέξεις, παρωνύμια, τοπωνύμια, ανέκδοτα, απετέλεσαν δική του συλλογή. Πίστευε ότι το έδαφος της Τριφυλίας είναι κατάσπαρτο από μύθους, θρύλους, παραδόσεις κ.τ.λ., «τα οποία άφωνα λαλούν διά την ιστορικήν ζωήν της γενέτειράς μας». Εξέφρασε δε την λύπη του, γιατί δεν μπόρεσε να εκδώση την συλλογή του.


H ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΤΡΙΦΥΛΙΑΣ

Η Ιστορία αυτή της Τριφυλίας του Θεοδώρου Γρ. Κανελόπουλου φέρει τον τίτλο «Η επαναστατημένη Τριφυλία κατά την Τουρκοκρατίαν και το 1821». Συνεγράφη δε στο «χωρίον Σπηλιά, Ιούλιος του 1938».
Το κείμενο αυτής της Ιστορίας με μερικές παραλείψεις δημοσιεύθηκε στο «Λεύκωμα Επαρχίας Τριφυλίας 1938»6. Εκτείνεται δε σε δύο περιόδους: «Περίοδος πρώτη Τουρκοκρατία», και «Περίοδος δευτέρα. Η Επανάστασις του 1821». Η πρώτη καλύπτει την χρονική περίοδο 1459- 1460, μέχρι το 1821, η δε δεύτερη την επανάστασι από το 1821.
 Στην πρώτη περίοδο παρέχονται στοιχεία περί της Φραγκοκρατίας στην Πελοπόννησο, την προέλασι των Τούρκων και τη φυγή του Θωμά Παλαιολόγου, ο τρόπος της οποίας ενόχλησε πολύ τους Τριφυλίους. Επισημαίνεται δε το γεγονός ότι η Πελοπόννησος μετά την κατάλυσι της Φραγκοκρατίας (1430) εθεωρείτο χώρα ελληνική υπό την κυριαρχία των αδελφών Παλαιολόγων. Η δε Τριφυλία κατά τη διανομή απετέλεσε επαρχία του δυναστικού τμήματος του Παλαιολόγου Θωμά, ο οποίος είχε ώς έδρα του την Κυπαρισσία.

1. Τα μετά την άλωσιν

Οι Τούρκοι μετά την υποδούλωση όλων των μερών του Βυζαντινού Κράτους στράφηκαν κατά των Δεσποτών της Πελοποννήσου το 1459- 1460. Δυστυχώς, υπογραμμίζει ο συγγραφεύς, ο Θωμάς Παλαιολόγος ασχολήθηκε με την απόδρασί του, παρά με τον τρόπο αμύνης των κτήσεών του. Βλέποντας τον κίνδυνον κατέφυγε με την οικογένειά του στην Πύλο, μετά στο λιμάνι των Γαργαλιάνων, τον Μάραθον ή Μάραθιν, και τέλος στην Κέρκυρα και από εκεί στην Ρώμη χωρίς να επιστρέψη πλέον στην Ελλάδα.
Η κατάληψις της Κυπαρισσίας και των περιχώρων της είχε ως αποτέλεσμα την τρομερή αφαίμαξι του πληθυσμού της «Δέκα χιλιάδες κάτοικοι», γράφει ο συγγραφεύς, «παραδίδονται και οδηγούνται εις Κωνσταντινούπολιν και συνοικίζονται εκεί»7. Η μετακίνησις αυτή του πληθυσμού δημιούργησε θρύλους στις σχέσεις των Κυπαρισσίων και ομογενών εκπατρισθέντων. «Πολλαί περιπέτειαι αναγνωρίσεως συγγενών δύνανται να τροφοδοτήσουν ολοκλήρους τόμους ιστορικών μυθιστορημάτων» κατά το σχετικό σχόλιο του Κανελόπουλου. Αυτά τα γεγονότα ήταν η απαρχή μιας σκοτεινής και μακράς χειμερινής περιόδου για την Τριφυλία.




2. Oι Ενετοί

 Στο δεύτερο κεφάλαιο παρέχονται στοιχεία από την παραμονή των Ενετών στην Πελοπόννησο.
Ειδικώτερα αναφέρεται ο συγγραφεύς στις σκληρές διαμάχες μεταξύ Τούρκων και Ενετών, όπου οι Έλληνες συμμετείχαν στο πλευρό των Ενετών, ως ήταν η εξέγερσις της Τριφυλίας υπό τον Μιχαήλ Ραούλ, η οποία διήρκεσε πολλά έτη. Παρέχει επίσης πληροφορίες περί της μειοτικής για τους Ενετούς συνθήκη του 1479, η οποία έθετε τέρμα στην ένοπλη διαμαρτυρία των καταδυναστευομένων. Επίσης γιά τις νέες καταλήψεις των Τούρκων, της Κύπρου (1570) και της Κρήτης (1669).
 Την προέλασι των Τούρκων αναχαίτισε ο Μοροζίνι ο επικαλούμενος «Πελοποννησιακός», καταλαμβάνοντας την Κορώνη (1685), την Μεθώνη8 και την Πύλο (1686). Οι κατακτήσεις αυτές επικυρώθησαν με την συνθήκη του Κάρλοβιτς (1699), την οποία μετά δέκα πέντε έτη παραβίασαν οι Τούρκοι και με νέα συνθήκη του Πασσάροβιτς (1718) αποξένωναν τους Ενετούς οριστικά από την Πελοπόννησο.
 Δεν παρέλειψε ο συγγραφεύς να επισημάνη την θετική επίδρασι των Ενετών στον ελληνισμό της Πελοποννήσου. Ήθη, έθιμα, διασκεδάσεις, εμπορικές συναλλαγές, ενετικά σταθμά, έφεραν την σφραγίδα αυτών. Υπό την σκέπη της σημαίας της Βενετίας βρήκαν καταφύγιο και θαλπωρή, ως στην Ζάκυνθο. Τα κάστρα Κυπαρισσίας, Πύλου, Μεθώνης θύμιζαν την Βενετοκρατούμενη αυτή εποχή. Κατά δε την χαρακτηριστική φράσι του Γάλλου ιστορικού Charles Diehl «σήμερον ακόμη ανευρίσκομεν την σφραγίδα με την οποίαν ο λέων του Αγίου Μάρκου φαίνεται ακόμη να τοποθετή τον ονυχά του επί των εδαφών αυτών, επι των οποίων άλλοτε εκυριάρχησε»9.
 Είχεν όμως και αρνητικά στοιχεία η συμβίωσις αυτή Ελλήνων και Ενετών τόσον που πολλές φορές νοστάλγησαν τους Τούρκους. Βάναυση συμπεριφορά, φόροι δυσβάστακτοι, αγγαρείες αλλεπάλληλες, ήσαν μερικά εξ αυτών. Παράλληλα ο προσηλυτισμός υπέρ του καθολικισμού εξώργισε πολλούς, μεταξύ των οποίων τον Άγιον Αθανάσιο Χριστιανουπόλεως.10 (1711-1735) προς αντιμετώπισι των οποίων δίδασκε, ίδρυε σχολεία και ανήγειρε Εκκλησίες.

3. Ελπίδες - Ορλωφικά - Μεγάλαι καταστροφαί από τους Αλβανούς

Στο τρίτο αυτό κεφάλαιο ο συγγραφεύς καταγράφει την δίψα των Ελλήνων προς απόκτησι της ελευθερίας τους. Ειδικώτερα παρακολουθούμε την εξωτερική πολιτική έναντι των Τούρκων, στις κινήσεις των οποίων στήριζαν τις προσδοκίες τους, συμμετέχοντας σε πολέμους ξένων ή έδιναν προσοχή στις υποσχέσεις τους, οι οποίες πολλές φορές αποδεικνύοντο ψευδείς. Κυρίως εστρέφοντο προς βορράν στην Ορθόδοξο Ρωσσία, «ως τον αναμενόμενο Μεσσία Μόσκοβα», κατά το λαϊκό άσμα11. Γι' αυτό και κάμνει εκτενή λόγο περί του μεγάλου κινήματος των Ορλώφ (1769-1770).
Οι Ορλώφ Θεόδωρος και Αλέξιος βρήκαν ανταπόκρισι στους Έλληνες Γ. Παπάζωλη, λοχαγό του ρωσικού στρατού, και στον Τριφύλιο Φώτη Γρηγοριάδη, οι οποίοι συνέβαλαν έτσι ώστε οι Τριφύλιοι να δώσουν πίστι, στους Ορλώφ και να αναμένουν με αγωνία την βόρεια βοήθεια. Η δύναμις αυτή ήρθε, αλλά ευθύς αμέσως η Τριφυλία κατέστη βορά των Τούρκων και κυρίως των αιμοχαρών Αλβανών (60.000).
 Ο συγγραφεύς αναφερόμενος στην μετά τα Ορλωφικά εποχή, γράφει ότι οι Ορλώφ πρό του όγκου των τουρκικών δυνάμεων δραπέτευσαν. Οι αλβανικές ορδές πλημμύρισαν την Πελοπόννησο. Ο αρχηγός της επαναστατημένης Τριφυλίας Φώτιος Γρηγοριάδης κατέφυγε στα βουνά του Σουλιμά. Οι κάτοικοι εκπατρίσθησαν στην Ζάκυνθο, Σμύρνη και σ’ άλλες πόλεις της Μ. Ασίας. «Αντίλαλον και ηχώ των βανδαλισμών, των ανομολογήτων καταστροφών της χώρας μας, των πολυδακρύτων αποχωρισμών συγγενών, περιέχει, η αντισταθμίζουσα πολλούς τόμους περιγραφής, η φράσις. «Ο κατακαϋμένος ο Μωρηάς», και «το συγκινητικόν δίστιχον της λαϊκής ποιήσεως»12. Αποτέλεσμα τούτων ήταν ότι οι Τριφύλιοι αναγκάσθησαν να καταφύγουν στα βουνά καταδιωκόμενοι. Μεταξύ αυτών ήταν και η καπετάνισσα του Κωνσταντή Κολοκοτρώνη, έγκυος τότε στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, ο οποίος, ως ο ίδιος διηγείται εγεννήθη στη θέσι Ραμοβούνι πλησίον του χωριού Βασιλικό. Στο σημείο αυτό, σε υποσημείωσι, μεταφέρει απόσπασμα από την Αυτοδιογραφία του Κολοκοτρώνη, ο οποίος έλεγε: «Εγεννήθηκα είς το 1770, Απριλίου 3, την Δευτέραν της Λαμπρής. Η αποστασία της Πελοποννήσου έγινε εις τα 1769. Eγεννήθηκα εις ένα βουνό, εις ένα δένδρο από κάτω εις την Παλαιάν Μεσσηνίαν ονομαζόμενον Ραμοβούνι»13, με το εξής σχόλιο, το οποίο ο συγγραφεύς έχει αφαιρέσει, για άγνωστους λόγους, από το κείμενο του Λευκώματος: «Η Τριφυλία παρουσιάζουσα τον υψηλόν αυτόν τίτλον ότι εις το έδαφός της είδε το πρώτον φώς ο μέγας στρατηλάτης δικαίως πρέπει να υπερηφανεύεται. Επ' ευκαιρία της διελεύσεως του Βασιλέως μας κατά την περυσινήν περιοδείαν του εις τον σταθμόν Βασιλικό (13 Απριλίου 1937) και την εμπνευσμένην προσφώνησίν του ο καθηγητής κ. Αναστ. Αναστασόπουλος ετόνισε το μεγάλο αυτό γεγονός: "... εδώ και εις την απέναντι πλαγιάν εγεννήθη εκείνος, που μας χάρισε την ελευθερίαν... Ο άναξ μετά χαράς ήκουσε και υιοθέτησε την πρότασιν του κ. Αναστασόπουλου περί ανεγέρσεως εις Βασιλικό ανδριάντος του γέρου του Μοριά, εις τον τόπον εκείνον, ο οποίος ευλόγως δύναται να θεωρηθή η Μέκκα διά τους νεωτέρους ελευθέρους Ελληνας»14.
 Δεν παραλείπει ο συγγραφεύς να επισημάνη την άθλια συμπεριφορά των Αλβανών. Αυτοί άρχισαν να αποθρασύνωνται, να αποθηριώνονται, να απειθαρχούν στις διαταγές της υψηλής Πύλης, να ληστεύουν Ελληνες και Τούρκους. Γι' αυτό Ελληνες και Οθωμανοί κατήγγειλαν με αναφορά τους τα φαινόμενα αυτά στον Σουλτάνο. Αυτός έστειλε τον αρχιστράτηγο Χασάν «διά το σάρωμα των αποστατών». Παρά τις διαμαρτυρίες των Αλβανών, η συμβολή, στην πανωλεθρία τους, των Κωνσταντίνου Κολοκοτρώνη (πατρός του Θεοδώρου) και Αλέξη Ντάρα, Τριφυλίου κλέφτη, ήταν σημαντική.
 Σχολιάζοντας ο συγγραφεύς τα Ορλωφικά, καταγράφει ότι πέραν του αιματηρού και τραγικού επιλόγου του κινήματος των Ορλώφ, υπήρχε και ευχάριστη πλευρά. Οι Έλληνες, γιά πολλά χρόνια, διακρίνοντο πλέον στις ενέργειές τους για τη σύνεσι και τον σκεπτικισμό. Πλην τούτου, το αίσθημα της εκδικήσεως ανέθεσαν «εις τους πολλαπλασιαζομένους βασιλείς των ορέων, κλέφτας και αρματολούς»15.

Η Κυπαρισσία στις αρχές του 19ου αιώνα.
4. Κλέφται και Αρματολοί

 Ο συγγραφεύς ομολογεί ότι όπως για πολλά κεφάλαια της ιστορίας μας, έτσι και γι' αυτό το θέμα ελάχιστα γνωρίζουμε, δηλαδή για τους κλέφτες και αρματολους και για άλλους άγνωστους ήρωες, τους οποίους έτρεφαν, κατά διαφόρους χρόνους, τα Κοντοβούνια της Τριφυλίας. «Με πείσμα η λαϊκή μούσα16 διέσωσε από το βάραθρον του χρόνου την μνήμην της πολεμικής αυτής ζωής»17.
Στην Τριφυλία οι κλέφτες και αρματολοί εμφανίσθησαν λίγα χρόνια μετά την άλωσι. Παραθέτει μάλιστα, μόνον στην χειρόγραφη ιστορία του, και κατάλογο ονομάτων των κυριοτέρων απ' αυτούς, που υπηρέτησαν «υπό την σημαίαν και ξένων κρατών».
 Από τον πίνακα18 αυτόν ιδιαίτερα επισημαίνει την μορφή και τους αγώνες του Μάρκου Ντάρα19. Αυτός υπέγραφε «Αρκαδινός (Τριφύλιος) αρματολός». Καταδιωκόμενος δε κατέφυγε στο Σουλιμά, έδρα των Παπατσωραίων. Κατήγετο από το Ψάρι, ηγείτο ομάδος από 150-300 παλληκάρια και κατέστη το φόβητρο των Τουρκαλβανών όλου του Μοριά. Ενδεικτικόν τούτου ήταν η σημαία του, όπου υπήρχε η επιγραφή «προστάτης των χριστιανών Πελοποννήσου, άσπονδος εχθρός και διώκτης των Τούρκων και Αλβανών». Δολοφονήθηκε από πληρωμένο δολοφόνο με αμοιβή 50.000 γρόσια, που χορήγησε ο Μόρα Βαλεσή (διοικητής Πελοποννήσου)20.
Τα κλέφτικα τραγούδια, οι «στρατιωτικές εφημερίδες», κατά τον Κολοκοτρώνη, εξυμνούν την δράσι του δοξασμένου ανδρός21.

5. Γενική εξόντωσις τών κλεφτών (1805-1806)

Το 1800 στον Μοριά οι κλέφτες είχαν ογκωθεί. Έφθαναν τους 5000, κατά δε τον ιστοριογράφο Τάσο Αθ. Γριτσόπουλο22, 7000. Η δράσις τους ήταν πότε ανεξάρτητη, πότε με συνεργασία με τους Ζαχαριά23 και τους Κολοκοτρωναίους. Λεηλατούσαν και κακοποιούσαν τους Τούρκους και τους Μουρτάτους (Τουρκολάτρες)24. Αποθρασύνθησαν, λήστεψαν, ακόμη και τους Έλληνες. Εκαυσαν τα Βέρβαινα. Λήστευσαν ακόμη και τον πρωτοσύγκελο Ανδρικόπουλο25 (Άνθιμο), μεταφέροντα από την Κυπαρισσία τα εισπραχθέντα δικαιώματα της Εκκλησίας. Δημοτικό τραγούδι26, που περιλαμβάνεται στην προσωπική συλλογή του Συγγραφέως, είναι ενδεικτικό της επιρροής και της επιβολής των ατίθασων αυτών ανταρτών.
 Με ιδιαίτερη παραστατικότητα, που του δίνει η γνώσις και η αφομοίωσις των γεγονότων, ο συγγραφεύς καλύπτει τα γεγονότα αυτής της περιόδου με την έντονη αντίδρασι Τούρκων και Ελλήνων έναντι των ατίθασων αυτών ανταρτών. Προς αντιμετώπισι αυτής της καταστάσεως υποβλήθησαν το 1804 πολλά παράπονα στον Σουλτάνο, ο οποίος εξέδωκε σκληρό διάταγμα (φιρμάνι). Ανάλογα κινήθηκε και το Πατριαρχείο, το οποίο πιεζόμενο από τον Σουλτάνο, εξέδωκε το «συνοδικόν αφοριστικόν επιτίμιον» του 1805- 1806. Η αυστηρή εφαρμογή τούτων ανατέθηκε στον Αλβανό Οσμάν Πασά, Μόρα Βαλεσή (Διοικητή Πελοποννήσου). Αυτά αναγνώσθησαν την ίδια ημέρα στις εκκλησίες και τα τζαμιά. Ακολούθησε τόση καταδίωξι έτσι, ώστε «κατήντησεν ο πατήρ να συλλαμβάνη τον υιόν και να τον παραδίδη»27. Η καταδίωξις αυτή και από τους οικείους τους συνέβαλε στην εκρίζωσι της κλεφτουριάς όλου του Μοριά.
 Μέσα στην γενική αυτή αναστάτωσι της κλεφτουριάς βρέθηκε και ο Κολοκοτρώνης ο οποίος μετέβη στα Κοντοβούνια της Τριφυλίας, προκειμένου να μεταβή στην Ζάκυνθο. Τούτο συνεβούλευσε και τα αδέλφια Γιώργο και Γιάννη από τον Αετό, οι οποίοι δεν τον άκουσαν και βρήκαν οικτρό θάνατο. Πολλά δημοτικά τραγούδια28 εδιεκτραγωδούν τα γεγονότα αυτά.
Πάντως σχεδόν όλα τα λείψανα της κλεφτουριάς συγκεντρώθηκαν στην Επτάνησο, παραμένοντας εκεί μέχρι το 1821.

6. Η Ζάκυνθος

 Στο κεφάλαιο αυτό ο συγγραφεύς καταγράφει την αθρόα μετάβασι των καταδιωκομένων ομογενών στην Ζάκυνθο, που λειτούργησε ως σχολείο στρατιωτικής τέχνης γι' αυτούς. Επισημαίνει ότι αυτή στάθηκε φιλόξενος στην υποδοχή αυτών των Ελλήνων και κατέστη ορμητήριο από το οποίο ξέσπασε το κύμα της ελευθερίας.
 Την διοίκησι της Ζακύνθου, μετά τους Ενετούς, ανέλαβε ο Μέγας Ναπολέων, ο οποίος διωργάνωσε τα πελοποννησιακά τάγματα για τις μεγάλες του εκστρατείες. Οι άτακτοι κλέφτες, αφού εχαλκεύθησαν πάνω στα βουνά, είχαν την ανάγκη να εκπαιδευθούν σε σχολεία της νέας τακτικής και στρατιωτικής τέχνης. Σ' αυτά οι κλεφταρματολοι Κολοκοτρώνης, Μέλιος, Ντούφας διέπρεψαν. Κατέλαβαν αξιώματα και έγιναν έτοιμοι ως αρχηγοί, για τον αυριανό αγώνα. Έτσι το «άνθος της ανατολής» φιλόστοργα διεφύλαξε στους κόλπους της τα κατάλοιπα των κλεφτών, τα θεωρούμενα «παρακαταθήκη του εθνισμού» μας29.
 Αυτή δε η ευεργετική σχέσις προς την γειτονική Τριφυλία ήταν πολλαπλή. Στο εμπόριο, μετέφεραν Τριφυλιανό λάδι και επέστρεφαν με πολύτιμα όπλα για τον άγώνα. Στην καλλιτεχνία, με εικόνες και αγιογραφίες ζωγράφων που ήσαν επηρεασμένοι από Ζακυνθινούς συναδέλφους τους. Παρ' όλα αυτά η νοσταλγία επιστροφής στον αγαπημένο τους Μορηά ήταν διάχυτη, ως τούτο ομολογούσε και ο Κολοκοτρώνης30.

Άποψη της Κυπαρισσίας πριν την Επανάσταση

7. H Τριφυλία

 Η Τριφυλία. Αρκαδιά καλουμένη, ήταν διηρημένη σε τέσσερα τμήματα (κόλια), όπως σημειώνει ό συγγραφεύς: 1) του κάμπου, 2) του Σουλιμά, 3) του Κοντοβουνίου και 4) της Ζούρτσας. 
 Η Κυπαρισσία, της οποίας οι αρχές χάνονται στους ομηρικούς χρόνους, προσέφερε λαμπρές σελίδες στην εποποιία του 1821. Οι Τούρκοι αναγνωρίζοντες την εξαίρετη γεωγραφική της θέσι, εγκατέστησαν σ’ αυτή πολλές Αρχές. Τον βοεβόδα (τοπάρχη), τον φρούραρχο, τον αστυνόμο (μπουλούμπαση), τον δικαστή (καδή). Συγχρόνως εγκατέστησαν αρκετές στρατιωτικές δυνάμεις, με ιδιαίτερη αναφορά στους «καστρινούς Τούρκους, από τους οποίους πολλά υπέφεραν οι ραγιάδες»31. Ο πληθυσμός της υπαίθρου αποτελείτο από Έλληνες εργαζόμενους στα κτήματα των αγάδων, ενώ οι Τούρκοι έμεναν στην πόλι. Ακολούθως ο συγγραφεύς παρουσιάζει πίνακα32 με ονόματα Τριφυλίων: α) προκρίτων, που δαπάνησαν μεγάλα χρηματικά ποσά για τον αγώνα, ως τον Αθαν. Γρηγοριάδη, Ιω. Τομαρά, Ν. Πονηρόπουλο, Μήτρο Αναστασόπουλο, Αντώνιο Καραπατά, Αλέξιο Λουκόπουλο, Αθ. Σκορδάκι. 
β) στρατιωτικών, εκτός των Μέλιων και άλλων που έχουν αναφερθή, μνημονεύονται και οι Αν. Κατσαρός, οι Παπατσωραίοι, Γκότσης, Γιωργάκης Παναγιώταρος, Γ. Χαλαζωνίτης, Παπαθανάσης.
Δεν παραλείπει ο συγγραφεύς να αναφερθή και στους Ντρέδες33, τους φοβερούς πολεμιστές, οι οποίοι δραστηριοποιούντο στην ορεινή Τριφυλία, στα Κοντοβούνια και τα αλβανόφωνα Σουλιμοχώρια. Τα χωριά Κούβαλα, Ψάρι, Βλάκα, Σίρτζι, Ρίπεσι με κέντρο το Σουλιμά, απετέλεσαν μιά στρατιωτική ομοσπονδία, της οποίας προΐστατο η ισχυρή οικογένεια των Παπατσωραίων.
 Στο σημείο αυτό, ο συγγραφεύς επισημαίνει το γεγονός ότι το Σούλι, η Μάνη και τα Σουλιμοχώρια της Τριφυλίας ήσαν απάτητα κάστρα. Απετέλεσαν ευφορώτατο στρατολογικό διαμέρισμα, που προμήθευε παλληκάρια για τον αγώνα. Μάλιστα, υπερτονίζει ότι μεταξύ των τριών χιλιάδων τουφεκίων που παρουσιάσθησαν στον αγώνα, οι δύο χιλιάδες ήσαν Σουλιμοχωρίτες, Κοντοβουνίσιοι και Ζουρτσάνοι.

Περίοδος δευτέρα: Η επανάστασις του 1821

Τα γεγονότα αυτής της περιόδου καταγράφονται στα εξής κεφάλαια: 
1. Ζυμώσεις. 
2. Έκρηξις της Επαναστάσεως. Η Αγία Λαύρα της Τριφυλίας. 
3. Είσοδος εις την Κυπαρισσίαν.
4. Πρός το Νεόκαστρον- Μεθώνην.
5. Εναντίον τών Λαλαίων.
6. Άλλαι μάχαι.
7. Ιμβραήμ- Μανιάκι- Καταστροφή Κυπαρισσίας. 
8. Και άλλαι επιδρομαί του Ιμβραήμ εις Τριφυλίαν. 
9. Δελεαστικαί προτάσεις Ιμβραήμ. Μάχη Λάπι, Ψάρι, Αετού.

1. Ζυμώσεις

 Ο συγγραφεύς είναι πεπεισμένος ότι το έδαφος της Ελλάδος και ιδιαίτερα της Τριφυλίας ήταν αρκετά καλλιεργημένο για την αναμενόμενη επανάστασι. Η Φιλική Εταιρεία των Σκουφά, Τσακάλωφ, Ξάνθου και Αναγνωστοπούλου από την Ανδρίτσαινα είχε απλώσει τους πλοκάους της.
Στην Τριφυλία, το 1819, πολλοί εκκλησιαστικοί στρατιωτικοί, πολιτικοί είχαν μυηθή. Μεταξύ αυτών ο Μητροπολίτης Χριστιανουπόλεως Γερμανός34, ο πρωτοσύγκελός του Αμβρόσιος Φραντζής, ο Δημ. Παπατσώρης, I. Τομαράς, Αντ. Καραπατάς, Αθαν. Γρηγοριάδης, Ν. Πονηρόπουλος, Μήτρος Αναστασόπουλος, Γ. Γκρίντζαλης, Τσοχαντάρης, Χ. Ζαχαριάδης, οι Λουκόπουλοι. Όλοι αυτοί οι μεμυημένοι και άλλοι έκαναν μυστικές συγκεντρώσεις στου Σουλιμά. Έντονη κίνησις με προετοιμασίες, προμήθεια υλικού, τυφεκίων και μπαρούτης ήταν από τις κύριες ασχολίες των κατοίκων. Μάλιστα ο Φραντζής είχε μεταβάλει σε πολεμικό εργοστάσιο τα υπόγεια του μητροπολιτικού καταστήματος.
 Η άφιξις του Παπαφλέσσα, του φλογερού αυτού ιερωμένους κομίζοντος γράμματα του Υψηλάντου και υποσχομένου, με «τερατώδεις πληροφορίες», επέμβασι ρωσική, είχαν προκαλέσει γενικό ενθουσιασμό παντού και φυσικά στον Τριφυλιακό χώρο. Προ αυτού του ενθουσιασμού, επισημαίνει ο συγγραφεύς, που απειλούσε την επανάστασι την κατάστασι έσωσε η σύνεσις και η ψυχραιμία των προεστών και Αρχιερέων. Εκεί αποφασίσθηκε, ως ημέρα ενάρξεως της επαναστάσεως, η 25 Μαρτίου.
Η σύσκεψις, που ακολούθησε, των ιεραρχών και των προκρίτων στην Βοστίτσα (Αίγιον), και η πρόσκλησις του Μόρα Βαλεσή Χουρσίτ προς τους ανωτέρω να συγκεντρωθούν στην Τρίπολι για να εξετάσουν «σπουδαία πράγματα», θεωρούνται από τον συγγραφέα ορόσημα στοιχεία για την επιτυχία της μελετωμένης επαναστάσεως. Στην πρόσκλησι αυτή του Χουρσίτ, όσοι υπήκουσαν ως ο Γερμανός Χριστιανουπόλεως και οι Τομαράς, Αντώνιος Καραπατάς και Αλέξιος Τομαράς ερρίφθησαν στις φυλακές. Τα όσα, όμως, φρικτά εκεί υπέφεραν μέχρι της αλώσεως της Τριπόλεως, ο συγγραφεύς παρέρχεται.

2. Έκρηξις της επαναστάσεως. Η Αγία Λαύρα της Τριφυλίας

Ο συγγραφεύς διατυπώνει την θέσι του ότι η 25η Μαρτίου «δεν δύναται να καυχάται ότι ιστορικώς είναι η ημέρα απαρχής του μεγάλου κινήματος»35. Η συνέλευσις της Βοστίτσας είχε προτείνει την ημέρα αυτή, αλλά τα πράγματα εξελίχθησαν ραγδαία. Πολλές πολεμικές πράξεις, προ της 25ης Μαρτίου, οι απειλές των «καστρινών» Τούρκων προς τους προεστούς της Κυπαρισσίας και τον πρωτοσύγκελο, Αμβρόσιο36 κυρίως, όχι όμως και προς τον λαό της υπαίθρου, λόγω της παρουσίας των Ντρέδων, καθώς και η πληροφορία ότι την 21η Μαρτίου άραξαν στη Μάνη πολλά πλοία, με χιλιάδες στρατό, δημιούργησαν μιά εκνευριστική κατάστασις εμφανή στους Τούρκους, έτσι ώστε να μετακινούνται προς τα γειτονικά κάστρα Πύλου και Μεθώνης, να αναζητούν άλογα για την μεταφορά τους, σε σημείο, που η Κυπαρισσία την 25η Μαρτίου παρουσίαζε «όψιν αληθούς ζωοπανηγύρεως»37. Ο εκνευρισμός αυτός των Τούρκων ήταν εμφανής από γράμματα του Καϊμακάμη από την Τρίπολι, από επιστολές του Βοεβόδα και του Κατή και άλλων επισήμων αγάδων συμβουλεύοντας τους ραγιάδες «να μη πάρη ο νούς τους αέρα», καθώς και από προτροπές προς τον «φρόνιμο» πρωτοσύγκελο να «γιομίση το κεφάλι τους» με σύνεσι38.
 Ενώ συνέβαιναν αυτά στην πόλι και στο ύπαιθρο, στο χωριό κυρίως του Σουλιμά, την ημέρα αυτή έγινε το μεγάλο κίνημα. «Τον λόγον εδώ», γράφει σε υποσημείωσι ο συγγραφεύς, «έχει περισσότερον η λαϊκή παράδοσις. Είναι η άγραφος ιστορία, την οποίαν στοργικά διατηρούν «οι παλαιοί γέροντες, παρά των οποίων, με χαράν, ήκουσα λεπτομερείας του αγώνος».
«Η λειτουργία της 25ης Μαρτίου», γράφει ο συγγραφεύς, δεν ήτο συνήθης. Όλοι, μεμυημένοι και μή, είναι συγκεντρωμένοι εις το ερειπωμένον και περιφρονημένον σήμερον ναΐδριον του Αγίου Δημητρίου, το οποίον αποτελεί την Αγίαν Λαύραν της ηρωϊκής Τριφυλίας. Ο πρωτοπαπάς Δημήτριος Τσώρης, μετά την θείαν λειτουργίαν, φορών την πολεμικήν στολήν του (φουστανέλλα, φέσι), πράγμα αντικανονικόν διά κάθε ιερουργούντα, ανεκοίνωσεν επισήμως εις όλους, ότι η ημέρα αυτή είναι απαρχή ελευθερίας δι’ όλους τους Έλληνας. Επηκολούθησε η θεία μετάληψις των χωρικών, εις τους οποίους προέτρεψε να σφάξουν τα αρνιά και να καταλύσουν την νηστείαν αφού πρόκειται περί πραγματικής Λαμπρής.
 Η μυσταγωγία εκορυφώνετο την ώραν, κατά την οποίαν εξεδιπλώνετο η σταυροφόρος λευκή σημαία προσδεδεμένη επάνω εις μίαν κάλαμον. Κατά τας μεγάλας αυτάς στιγμάς οι λόγοι του ευλογούντος τον αγώνα Α. Παπατσώρη απήχουν βαθέως εις τους πόθους και τα όνειρα του συγκινημένου και δάκρυα χαράς χύνοντος πλήθους. Μια μυριόστομος κραυγή διέσχιζε τον αέρα. Θάνατος εις τον τύραννον. Ζήτω η ελευθερία. Μία μεγάλη ομοβροντία πυροβολισμών θανάτου και εκδικήσεως διεσάλπισε το μεγάλο εκείνο μήνυμα»39. Ακολούθησαν ανάλογες εκδηλώσεις στο Κεφαλάρι του Σουλιμά με 160 Ντρέδες και 600 υπό τους Δ. Παπατσώρη, Συρράκο, Φούτζη. Στη Ζούρτσα υπό τον Αθαν. Γρηγοριάδη και τον γιατρό Κ. Πελοπίδα.
Μετά απ' αυτό το πανηγυρικό ξεκίνημα του Αγώνος στην Τριφυλία, ο Φραντζής τους παρατήρησε γιά την πρόωρη αυτή ένοπλη στάσι τους και τους συμβούλευσε να μην εξοργίζουν τους Τούρκους. Μάλιστα «το μάτωσαν», όπως δηλώνει ο συγγραφεύς, φονεύσαντες ένα Τούρκο.
Ενώ συνέβαιναν όλ' αυτά, κατέφθασε ο Α. Τσοχαντάρης από τη Σκάλα κομίζοντας την εξής φλογερήν επαναστατικήν προκήρυξιν, χαρμόσυνον περιστεράν διά τους αναμένοντας Τριφυλίους.
«Αδελφοί κάτοικοι της Αρκαδίας. 
Η ώρα έφτασε. το στάδιο της δόξης και της ελευθερίας ηνοίχθη. τα πάντα ιδικά μας και ο Θεός του παντός μεθ' ημών έσεται. μην πτοηθήτε εις το παραμικρόν. Σείς είσθε ατρόμητοι και των προγόνων μας απόγονοι. γενικώς οπλισθήτε με ανοιχτά μπαϊράκια και τρέξατε εναντίον των εχθρών της πίστεως και της πατρίδος. Εντός ολίγων ημερών φθάνομεν και ημείς με 10.000 στρατεύματα. Σείς ασφαλίσατε τους Αρκαδίους Τούρκους και μίαν ώραν αρχήτερα ως λέοντες να τους ξεσχίσετε και να τους στείλετε στα τάρταρα του Άδου. Μην καταδεχθήτε να σας κατηγορήση ο κόσμος και η ιστορία. Αλλά να αποθανατίσετε τα ονόματά σας και να μείνετε αιωνίως εις αθάνατον δόξαν και σας ευχόμεθα υγείαν και ανδρείαν συνηνωμένα με την ομόνοιαν και πειθαρχίαν, τας δε πράξεις σας να μας γράψετε με πρώτον προς οδηγίαν και ησυχίαν μας.
23 Μαρτίου. Πρώτον έτος της ελευθερίας 
Θ. Κολοκοτρώνης 
Αρχ. Γρηγόριος Δικαίος»40
 Μετά απ' αυτό το πανηγυρικό ξεκίνημα του Αγώνος στην Τριφυλία, ο Φραντζής έγραψε «ευφυεστάτην διπλωματικήν επιστολήν»41 στην Κυπαρισσία, η οποία έφθασε «δύο ώρας μετά την δύσιν του ηλίου της 25ης Μαρτίου». Αυτή καταθορύβησε τους Τούρκους, οι οποίοι έσπευσαν να κλειστούν στα κάστρα φοβούμενοι τυχόν επιθέσεις των Ντρέδων.




3. Είσοδος εις την Κυπαρισσίαν

Ο συγγραφεύς περιγράφει αντικειμενικά τα όσα συνέβησαν κατά την είσοδο των Ντρέδων, κυρίως, στην πόλι της Αρκαδιάς, την Κυπαρισσία. «Τα καλντιρίμια», γράφει, «τα τζαμιά, η πλατεία με τον τραγουδημένον πλάτανον, το τουρκοπάζαρο, τα αρχοντικά σαράγια, το κάστρο, απωρφανισμένα και έρημα από Τούρκους», πλημμύρισαν από τους πολεμικούς Ντρέδες.
Το βάπτισμα της δημοτικότητος πήραν οι διπλωματούχοι των βουνών αρχηγοί των Ντρέδων, Μέλιοι, Παπατσωραίοι και άλλοι. Κοντά σ' αυτούς φάλαγγα από 350 διαλεχτά παλληκάρια υπό τον Αθαν. Γρηγοριάδη και τον Κ. Πελοπίδα εισήλθαν στην πόλι, χωρίς να χυθή χριστιανικό αίμα.  Επακολούθησαν λεηλασίες, αρπαγές, καταλήψεις οικιών των Τούρκων, δολοφονίες. Τέλος, ο Αθαν. Γρηγοριάδης διωρίσθηκε γενικός αρχηγός του τριφυλιακού αγώνος και καταρτίσθηκε γενική φροντιστική εταιρεία42 με πρόεδρο τον πρωτοσύγκελο Φραντζή και μέλη τους Ιωάννη Κορακόπουλο, Μήτρο Αναστασόπουλο και Γεράσιμο Πονηρόπουλο.

4. Πρός το Νιόκαστρον, Μεθώνην

Πολλές σελίδες αφιερώνει ο συγγραφεύς στο κεφάλαιο αυτό. Στα κάστρα αυτά ήσαν κλεισμένοι οι Τούρκοι εκείνοι, με τους οποίους οι πολιορκητές είχαν παλαιούς λογαριασμούς. Οι Τριφύλιοι μετά την συμπλοκή τους με τους Τούρκους παρά την Λιγούδιστα, απ' όπου εξήλθαν νικητές, εστράφησαν προς τα κάστρα Νεοκάστρου (Πύλον) και Μεθώνης. Το στρατόπεδο δε των πολιορκητών αποτελείτο από Σουλιμαχωρίτες, Κοντοβουνίσιους και Ζουρτσάνους με τους αρχηγούς τους. Στον Ντούφα ανατέθηκε η πολιορκία της Μεθώνης με 300 Ντρέδες. Η πολιορκία των κάστρων αυτών θεωρείται «τριφυλιανόν γεγονός» αφού πολιορκημένοι και πολιορκούμενοι ήσαν Τριφύλιοι.

α) Πολιορκία και πτώσις του Νεοκάστρου
 Η πολιορκία του Νεοκάστρου (Πύλου) (29 Μαρτίου- 7 Αυγούστου), είχε ως γενικό αρχηγό τον θείο του Αθ. Γρηγοριάδου, επίσκοπο Μεθώνης Γρηγόριο, γιά δε την συντήρησι του στρατου φρόντιζαν, εκτός της γενικής εφορείας, οι κατά τόπους επιτροπές.
 Οι πολιορκητές εκινδύνευσαν πρώτα από την βροχή των βομβών, που έστελναν τα μεγάλα και πολλά κανόνια των πολιορκουμένων και δεύτερον από την αραίωσι της δυνάμεώς τους λόγω του Πάσχα (10 Απριλίου). Στην πρώτη περίπτωσι την κατάστασι έσωσε η διορατικότητα του πρωτοσυγκέλου Αμβροσίου και της γενικής εφορείας. Οι 40 οκάδες πυρίτιδος και 180 οκάδες μολύβδου, που ήταν κρυμμένα στα υπόγεια της Μητροπόλεως, οι τροχοί, τα κουτάλια, τα διάφορα μετάλλινα σκεύη, τα καντάρια, η συνδετική ύλη από μόλυβδο των μιναρέδων της Κυπαρισσίας, υπό την επίβλεψι του εφόρου Ι. Κορακοπούλου, μεταβλήθησαν σε χιλιάδες φυσέκια. Μάλιστα σ' όλα τα χωριά εξήλθε κήρυκας που ετόνιζε τον κίνδυνο. Στο τέλος δε προσέθετε: «όποιος έχει και 50 δράμια μπαρούτη να τη φέρη»43. Έτσι σώθηκε ο αγώνας, που κινδύνευε.
 Στην δεύτερη περίπτωσι, οι πολιορκούμενοι αφού διαπίστωσαν ότι το στρατόπεδο ήταν αρκετά αραιωμένο44, λόγω του Πάσχα, έκαναν ορμητική επίθεσι την Δευτέρα της Διακαινησίμου (11 Απριλίου)45. Τότε οι αρχηγοί Αθ. Γρηγοριάδης και Δημ. Παπαναστάσης ο ατρόμητος, επέδειξαν με τα παλληκάρια τους άφθαστο ηρωϊσμό. Η εμφάνισις δε του πολιορκητού της Μεθώνης, του Ντούφα, συνοδευόμενου με 36 παλληκάρια, κλόνισε το ηθικό του εχθρού.
 Οι Τούρκοι αναγκάσθησαν να κλειστούν πάλι στο κάστρο. Η εξάντλησις των υπαρχόντων, η έλλειψις νερού και κυρίως η διακοπή του δια θαλάσσης ανεφοδιασμού, ανάγκασε αυτούς να συνθηκολογήσουν. Υπογράφησαν δύο αμοιβαία πρωτόκολλα με ευνοϊκούς όρους για τους 734 Τούρκους, μικρούς και μεγάλους, με την ίδια ημερομηνία (7 Αυγούστου 1821). Όμως, μετά την παράδοσι, καμμία συμφωνία δεν τηρήθηκε46.
 Ο απολογισμός της πολύμηνης πολιορκίας ήταν πλούσιος σε ηρωϊσμό και αυταπάρνησι αλλά και σε άθλια συμπεριφορά «των άτακτων» στρατιωτικών.
 Στην πρώτη περίπτωσι οι πολιορκητές με αυτοθυσία και κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες, κατόρθωσαν να υπερισχύσουν των πολιορκουμένων. Σ’ αυτό μεγάλη ήταν η συμβολή της Φροντιστικής εταιρείας και των Τριφυλίων χωρικών. Χωρίς κανένα δισταγμό έτρεχαν στη φωνή του περιερχομένου κήρυκος ν’ ανταποκριθούν και να προσφέρουν μετάλλινα αντικείμενα γιά την παρασκευή του πολυτίμου πολεμικού υλικού.
 Ο συγγραφεύς στο αρχικό κείμενο περιγράφει με μελανά χρώματα την άθλια συμπεριφορά «των άτακτων στρατιωτών» προς τους αιχμαλώτους, ξένη προς την παράδοσι και το ήθος του γένους μας. Τόσο ήταν ενοχλημένος και ο ίδιος έτσι, ώστε να μη θελήση να περιλάβη την παράγραφο αυτή στο κείμενο του «Λευκώματος»47.
«Τρομερά», γράφει, «ανηλεής σφαγή επηκολούθησε. Βρέφη εκσφενδονίζοντο εις τους βράχους. Τα μαχαίρια ελύγισαν, η θάλασσα εκοκκίνησε, Παρασπονδία και αθέτησις των συνθηκών. Αυτό εθεωρήθη από πολλούς στίγμα και βαρεία σκιά διά την διαγωγήν των αγωνιστών. Δεν ηδύνατο να γίνη διαφορετικά. Ευρίσκοντο εις χείρας εκείνοι, οι οποίοι τόσον εβασάνιζον αυτούς, η δε δολοφονία του πατρός του Αθ. Γρηγοριάδου ήτο νωπή. Οι σωροί των πτωμάτων, τα οποία ανέδιδαν επικίνδυνον διά το στρατόπεδον δυσοσμίαν, ετέθησαν επάνω εις παλαιά πλοία και εκάησαν. Ελάχιστοι εσώ0ησαν, οι όποιοι μετεφέρθησαν εις το κάστρον της Κυπαρισσίας διά να φονευθούν αργότερον». Σημειώνει μάλιστα ότι μεταξύ των αιχμαλώτων ήταν και η ωραιοτάτη κόρη του Τούρκου Σαλιάγα, η Μαυρούκω. Περί αυτού του γεγονότος ομιλεί η παράδοσις, σε σχετικό λαϊκό τραγούδι48, που αναφέρεται μόνον στο χειρόγραφο κείμενο.

Η Κυπαρισσία στα τέλη του 19ου αιώνα
β) Αδελφοκτόνος αγών, χύνεται αίμα πολύτιμον
Ο συγγραφεύς επιγραμματικά σημειώνει ότι «ο κίτρινος φθόνος, το μικρόβιον της φιλοπρωτίας και άλλα ψυχικά ελαττώματα, τα οποία εσυντρόφευαν τους Τριφυλίους, εξύπνησαν».
 Από αιτίες49, ανάξιες καταγραφής, φιλονίκησαν οι Παπαναστάσης και Γιαννάκης Μέλιος, με αποτέλεσμα να φονευθή ο δεύτερος από τον πρώτο. Επακολούθησε εμφύλια φονική μάχη, στις 22 Οκτωβρίου 1821, μεταξυ 500 Φιλιατρινών με αρχηγούς τον Παναγιώταρο και Παπαναστάση, και 800 Ντρέδων με καπετάνιους τους αδελφούς του σκοτωμένου, Κωνσταντίνο και Δήμο Μέλιο, καθώς και τον Π. Ντούφα. Μετά από 8 ωρών φιλονικία, νίκησαν οι Ντρέδες, με απώλεια του Π. Ντούφα, οι οποίοι προέβησαν σε λεηλασίες.
 Προς εξευτελισμό των αντιπάλων τους, εκούρευσαν όλες τις γυναίκες των Φιλιατρών. Ο Παπαναστάσης δραπέτευσε αβλαβής και κατέφυγε σε μια σπηλιά στο βουνό του Άγιο-Λιά. Προδόθηκε όμως και συνελήφθη. Ο συγγραφεύς σημειώνει ότι «είναι ανομολόγητα και άξια σιωπήσεως τα όσα υπέστη, γι' αυτό και δεν τα αναφέρει στο κείμενο του Λευκώματος.
 Ο συλληφθείς Παπαναστάσης, έπειτα από πολλούς εξευτελισμούς, περιφερόμενος στην πόλι των Φιλιατρών, ημίγυμνος και φορτωμένος με δισάκιο γεμάτο πέτρες και δέσμιος ωδηγήθηκε στην Κυπαρισσία. Ο επίλογος του μαρτυρίου οικτρότατος. Παρέδωκε το πνεύμα μετά 24 ώρες, αφού εστέναζε υπό το βάρος των μεγάλων δοκών και ογκολίθων, τους οποίους είχαν τοποθετήσει επάνω του.
 Ο εμφύλιος αυτός σπαραγμός είχε τρία θύματα. Τους καλυτέρους αρχηγούς της Τριφυλίας. Τον Γιαννάκη Μέλιο, τον Π. Ντούφα και τον Παπαναστάση50.

5. Εναντίον των Λαλαίων

Στην ενότητα αυτή ο συγγραφεύς επισημαίνει το γεγονός της παροχής βοήθειας, κατά τον χρόνο της πολιορκίας των κάστρων, στον Αλέξιο Moσχούλα της Αγουλινίτζης, που κινδύνευε από τους Λαλαίους. Σημειωτέον ότι οι Λαλαίοι ήσαν τουρκαλβανοί κατοικούντες στο χωριό Λάλα της Ηλιδας, δυνατοί μαχηταί, που τρομοκρατούσαν τους κατοίκους της περιοχής. Μάλιστα ετοιμάζοντο να καταλάβουν την Ολυμπία, την Κυπαρισσία και να λύσουν την πολιορκία των κάστρων.
Εναντίον αυτών επετέθησαν 70 Φιλιατρινοί και Κυπαρίσσιοι στην θέσι Κλειδί, με αρχηγούς τον Ντονά και τον Kινά. Με φωνές και αλαλαγμούς τους τρομοκράτησαν μέχρι που πίστεψαν ότι οι Μανιάτες τους επετέθησαν. Μάλιστα, φεύγοντες οι Λαλαίοι, εκραύγαζαν: «Ίκινι, ίκινι έρδε Μανιάτμπεη με μανιάτενε (=φύγετε, φύγετε ήλθε ο Μπέης της Μάνης με μανιάτες). Οι Λαλαίοι ενικήθησαν και έκτοτε γύριζαν τα νώτα τους στους Έλληνες. Ο συγγγραφεύς θεωρεί ότι η νίκη αυτή ωφείλετο, εξ ολοκλήρου, στους Τριφύλιους αγωνιστές.

6. Άλλαι μάχαι

Ο συγγραφεύς στην ενότητα αυτή υποστηρίζει ότι οι ακούραστοι Τριφύλιοι εμφανίζοντο σε πολλά μέρη, παρέχοντες την πολύτιμη συνδρομή τους, εκεί όπου το γένος είχε ανάγκη. Σ' όλες τις μάχες η συμβολή τους ήταν αισθητή για την κρίσι του αγώνος.
Έτσι συμμετείχαν:
α) Στο Βαλτέτσι, οι Ντρέδες με τον Γιάννη Γκρίτζαλη,
β) Στη μάχη της Γράνας (27-9-1821), με 400 Τριφύλιους υπό τους Γ. Γκρίτζαλη και Δ. Μέλιο.
γ) Στην άλωσι της Τριπόλεως, υπό τον Γ. Γκρίντζαλη.
δ) Στην έφοδο του Ναυπλίου (5-12-1821) διέπρεψαν.
ε) 500 Τριφύλιοι υπό τον Δ. Μέλιο κυρίως, εμπόδισαν τα κατερχόμενα τουρκικά στρατεύματα.
στ) Στην πολιορκία των Πατρών (Απρίλιος 1822), αντιπροσωπεύθησαν με 1200 Τριφύλιους υπό τον Μ. Αναστασόπουλο και με άλλους 600 υπό τον Δ. Παπατσώρη.
ζ) Στην καταστροφή του Δράμαλη (Ιούλιος 1822) η δράσις των Τριφυλίων υπήρξε λαμπρή.
η) Στο Κεφαλάρι του Άργους τα καταληφθέντα από αθυμία στρατεύματα του Κολοκοτρώνη, ενισχύθησαν ψυχολογικά με την εμφάνισι 1.565 Ντρέδων, «των πλέον δυνατών στρατιωτών της Πελοποννήσου» με τους Φραντζή, Πρωτοσύγκελλο, Ν. Πονηρόπουλο, Ι. Γκρίντζαλη και Μ. Αναστασόπουλο.
θ) Στα Δερβενάκια, με 800 Τριφύλιους. 
ι) Στο Αγηνόρι, με 700 Τριφύλιους. 
ια) Στην Περαχώρα της Κορίνθου.

Τα Φιλιατρά στα 1808
7. Ιμβραήμ- Μανιάκι- Καταστροφή Κυπαρισσίας

 Ο συγγραφεύς κάνοντας ένα είδος απολογισμού του, μέχρι αυτής της εποχής, αγώνος των Ελλήνων, γράφει ότι στα πρώτα χρόνια αυτού, σημειώθησαν λαμπρές νίκες, ως είναι η άλωσις της Τριπόλεως, τα Δολιανά, το Βαλτέτσι, τα Δερβενάκια, η πτώσις του Νεοκάστρου. Όμως, με την ειλικρίνεια και την αντικειμενικότητα, που τον χαρακτηρίζουν, δεν παραλείπει να επισημάνη και τους καταραμένους χρόνους και τα ελαττώματα του λαού μας, τα οποία ήσαν κρυμμένα και τώρα «βγήκαν σαν τα σαλιγκάρια μετά τη βροχή».
 Στην Τριφυλία τότε υπήρχαν δυο ισχυρές φατρίες: Του Μήτρου Αναστασόπουλου από το ένα μέρος, και από το άλλο του Παπατσώρη υποστηριζομένοι από τον υπουργό Ν. Πονηρόπουλο. Ο κομματικός μινώταυρος συνέβαλε έτσι ώστε να δαπανηθούν πολύτιμες δυνάμεις.
Η κατάστασις ήταν θλιβερή. Ο στρατός είχε διαλυθή. Η αναρχία και η απειθαρχία βασίλευαν. Ο Κολοκοτρώνης καθόταν στην Στεμνίτσα, «ως ο Αδάμ απέναντι του Παραδείσου και αγνάντευε την καταστροφή της Πελοποννήσου»51.
 Πλην τούτων η Κυβέρνησις τον Ιανουάριο του 1825 έκλεισε πολλούς καπετάνιους στο μοναστήρι του Προφήτου Ηλία της Ύδρας. Τον Θ. Κολοκοτρώνη, τους Τριφύλιους, Μήτρο Αναστασόπουλο, Γ. Γκρίντζαλη και Αν. Κατσαρό, δίδοντας στον καθένα «ένα καλογερικό κομβολόγι να κάνουν τον σταυρό τους για να τους συγχωρήση ο Θεός για τις αμαρτίες τους». Τέλειος εξευτελισμός. Καθώς άλλος Ηρακλής κρατών ρόκαν52. Όλα δε αυτά όταν άρχισε «το ολόμαυρον και απειλητικόν σύννεφον του Ιμβραήμ».
 Ο αραβικός στόλος κατέλαβε τα κάστρα Μεθώνης και Νεοκάστρου, τα οποία κατέστησε ορμητήρια για τις επιδρομές του. Η Κυβέρνησις τότε απελευθέρωσε τους «αντάρτες».
Στην σύγκρουσι του Παπαφλέσσα με τον Ιμβραήμ στο Μανιάκι λίγοι τον συντρόφευαν. Μόνον 650 Τριφύλιοι του κάμπου και των Κοντοβουνίων παρέμειναν μέχρι τέλους. Στην μάχη αυτή κέρδισαν μεν τον δοξασμένο θάνατο αλλ έπεσαν πολλοί Τριφύλιοι ως «Αναστάσις, Γυφτάκις και Μπουχανάς εκ Τριπύλας, ο Ματθιός Σταυριανός από του Παιδεμένου, τα τρία παιδιά του παπά Κυριακούλη Καλογεροπούλου εκ Λιγουδίστης».
Οι Άραβες και οι Μαμελούκοι κατέλαβαν κατόπιν την Κυπαρισσία, τα Φιλιατρά, τους Γαργαλιάνους, την Λιγούδιστα και τα γύρω μέρη. Οι 1.600 του Γρηγοριάδη αντέστησαν κατ' αρχήν. Έστειλαν επιστολή προς τους οπλαρχηγούς της Καρύταινας ζητούντες βοήθεια. Μάταια όμως, γιατί η αραβική επιδρομή ήταν ισχυρή.
Τα πάντα παραδίδοντο στο «πυρ και τον σίδηρον» γράφει ο συγγραφεύς. «Τα κλαύματα, οι θρήνοι, τα αίματα, οι καπνοί δημιούργησαν μίαν τραγικήν και φρικιαστικήν εικόνα»53. Το μητροπολιτικό κατάστημα, η βιβλιοθήκη με 674 βιβλία, ιστορικά σπίτια, ναοί, πυρπολήθησαν. Οι δε κάτοικοι κατέφευγαν στα βουνά, Κοντοβούνια και Σουλιμοχώρια.
 Η προέλασις των Αράβων ήταν ταχύτατη. Οι Έλληνες περιωρίζοντο σε παρενοχλήσεις, αντιπερισπασμούς και κλεφτοπολέμους. Οι Τριφύλιοι έσπευδαν όπου τους καλούσαν σε βοήθεια, όπως στην Καρύταινα54, με τους Γρηγοριάδη, Παπατσώρη, Γκρίντζαλη, όπου εφονεύθησαν υπέρ τους 250.

8. Και άλλαι επιδρομαι του Ιμβραήμ εις Τριφυλίαν

 Ο Ιμβραήμ, με περιπάτους, επιδρομές, λεηλατούσε και κατέστρεφε την Τριφυλία. Ο κάμπος της Τριφυλίας πλημμύρισε από Άραβες. Λεοντάριο, Κυπαρισσία, Φιλιατρά, Γαργαλιάνοι, Αλφειός, επαρχίες Ηλείας, ορεινά χωριά της Ολυμπίας εδέχοντο διαδοχικά την καταστρεπτική μανία του Ιμβραήμ. Την 27η Οκτωβρίου 1826 στρατοπέδευσαν στο Σιδηρόκαστρο, Ρίπεσι, Πιτσά και Αετό για να επιτεθούν την επόμενη ημέρα.
 Το μέγεθος δε των ζημιών, τις οποίες δοκίμασε η Τριφυλία από τις πολλές επιδρομές του Ιμβραήμ, μαρτυρεί και η ζωντανή παράδοσις. Ο φόβος και ο τρόμος ήταν σταλαγμένος στην ψυχή του λαού. Οι δε μητέρες, για να εκφοβίσουν τα άτακτα παιδιά τους είχαν την φράσι: «φύγε, φύγει έρχεται ο Μπραήμης».

Το κάστρο της Κυπαρισσίας
9. Δελεαστικαι προτάσεις Ιμβραήμ -Μάχη Λάπι, Ψάρι, Αετού

 Ο Ιμπραήμ, με καταστροφές και λεηλασίες δύο ετών, είχε αφανίσει τα πάντα στην Πελοπόννησο και ειδικώτερα στην Τριφυλία. Δεν μπορούσε όμως να είναι ήσυχος εφ' όσον αντηχούσαν τα τυφέκια στα βουνά. Γι' αυτό, αντί του σφιγμένου γρόνθου και της βίας, αποφάσισε να μεταχειρισθή «την τακτικήν της τεταμένης χειρός, του συμβιβασμού και των πλαγίων μέσων»55. Όταν δε οι Τριφύλιοι ευρίσκοντο στο Λάπι των Σουλιμοχωρίων, ο Ιμβραήμ, με έγγραφό του, δίκην προκηρύξεως, κάλεσε τους Αρκάδιους να συνεργασθούν κατά των κλεφτών και μερικών παπάδων, συμβουλεύοντας αυτούς να μη τους υπακούουν. Τους βεβαίωνε δε εν ονόματι του μεγάλου και μόνου Θεού «να σηκώσουν από το κεφάλι τους κάθε σουμπεέ (υποψίαν)...».
Οι αρχηγοί όμως των Τριφυλίων δεν έπεσαν στην παγίδα του. Με επιστολή τους, «γεμάτην από υπερηφάνειαν και περιφρόνησιν», τον κάλεσαν να αποσυρθή από το Μωριά, επειδή μάταια κοπίαζε. Υπέγραφαν δε την επιστολή ο Αρχηγός Αθ. Γρηγοριάδης και οι υπαρχηγοί Δ. Παπατσώρης κτλ.56 Ο Ιμβραήμ «καταντροπιασμένος» υπεχώρησε διά της Πάτρας, αναθέτοντας στον στρατηγό Ασλάν μπέη να λάβη εκδίκησι. Την χαριστική βολή δέχθηκε στο Ναυαρίνο από τις μεγάλες δυνάμεις.
Η Τριφυλία με την λοιπη Ελλάδα, έπειτα από τόσους αγώνας κλήθηκε να χαρή το φώς της ελευθερίας.

Γενικές Παρατηρήσεις

Γενικώτερα μπορούμε να παρατηρήσουμε- επισημάνουμε τα εξής: 
1. Ο συγγραφεύς της Ιστορίας αυτής της Τριφυλίας Θεόδωρος Κανελόπουλος δέχεται το πρώτον και βασικόν ότι η Τριφυλία είναι συνυφασμένη με όλους τους απελευθερωτικούς αγώνες, οι δε Τριφύλιοι περιβαλλόμενοι πολλάκις με αξιώματα, του Βουλευτού, Γερουσιαστού και Υπουργού, προσέφεραν στον αγώνα μεγάλες υπηρεσίες.
2. Ισχυρίζεται ότι αν άλλες επαρχίες παρουσιάζουν τόπους ιστορικούς, η Τριφυλία έχει και αυτή το Λάπι, Ψάρι, Αετό, Κυπαρισσία.
3. Ακόμη, αν άλλες επαρχίες έχουν να παρουσιάσουν χαροκαμένες και μαυροντυμένες, η Τριφυλία δεν έχει γιατί τις πήρε ο Ιμπραήμ μαζί του.
4. Ο συγγραφεύς δέχεται, ότι πολλά γεγονότα παρελείφθησαν, πολλών δε προσώπων η δράσις και αυτά ακόμη τα ονόματα εσιωπήθησαν. 
5. Με ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να εγκύψη ο μελετητής της ιστορίας του αυτής, στα περί της πορείας και δράσεως του Ιμπραήμ στην Τριφυλία, περί των οποίων αφιερώνει τρία κεφάλαια, όπου παρατίθενται ενδιαφέροντα στοιχεία.
6. Επίσης ο συγγραφείς δέχεται ότι το έδαφος, οι τοπωνυμίες, τα παρωνύμια, τα ανέκδοτα, οι θρύλοι, φωτίζουν και μαρτυρούν περί της νεωτέρας ιστορίας της Τριφυλίας.
7. Ως προς τις πηγές, βοηθήματα, βιβλιογραφίες, ο συγγραφεύς προσφεύγει σ' αυτά άνετα, βοηθούμενος και από την πολυγλωσσία του. Παραπέμπει στις Ιστορίες του Παύλου Καρολίδου, Αμβροσίου Φραντζή, Ιωάννου Φιλήμονος, Κωνσταντίνου Παραρρηγοπούλου, Ιωάννου Κοσμόπουλου, Δημ. Γεωργακά, Αθ. Γρηγοριάδου. Ακόμη προσφεύγει σε σχετικές μελέτες του Σπ. Μελά, Τάκη Κανδηλώρου, Κ. Καλαντζή, Δ. Γατόπουλου, Δ. Καμπούρογλου καθώς και του Μητρ. Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως Ιωάννου. Για τους Φιλικούς παραπέμπει στον Μέξα και Τάκη Κανδηλώρο.
 Πλην τούτων προσφεύγει σε Αρχεία, ως του Σέκερη, Εθνικής Βιβλιοθήκης και Ι. Θεοφανίδου, κυρίως για την αυτοβιογραφία του Θ. Κολοκοτρώνη, καθώς και στα Απομνημονεύματα του Φωτάκου. Συμβουλεύεται, ως φαίνεται και δημοσιεύματα στο περ. Εστία, «Τριφυλιακό Λεύκωμα», εφ. «Μεσσηνία» Καλαμών, ως και του Εγκυκλοπαιδικού Λεξικού Ελευθερουδάκη.
Ως πρός τους ξένους συγγραφείς παραπέμπει συχνά στην Ιστορία του L. Pouqueville, του Ουίλιαμ Miller (Φραγκοκρατία), ώς επίσης και στον Κάρολο Ντίλ (Diehl) και ειδικώτερα στό έργο του, Venise (1915).
8. Πολλές πληροφορίες αντλεί ο συγγραφεύς από την προσωπική του συλλογή, κάτι το οποίο μνημονεύει συχνά. Διατυπώνει όμως και την εξής άποψι. «Αι βιβλιογραφίαι και παραπομπαί, αι οποίαι εις δημοσιεύματα έχοντα λαϊκόν χαρακτήρα, ηδύναντο να λείπουν. Έχουν τεθή με σκοπιμότητα. Ήθελον να δειχθή ότι αυτά δεν είναι δογματικά και αβασάνιστα, αλλά αποταμιευμένα εις διαφόρους πηγάς. Ακόμη, το σπουδαιότερον, να γίνουν αφορμή διαφωτιστικής συζητήσεως και μελετών πολλών ζητημάτων και κεφαλαίων της Ιστορίας μας. Θα ήτο η μεγαλυτέρα ικανοποίησίς μας», γράφει, «αν η πατρότης της τοιαύτης κινήσεως και ωθήσεως εγένετο εις εμέ».
Μάλιστα προβαίνει στην εξής διαπίστωσι: «Καθ’ όσον ερευνώ τας πηγάς, βοηθήματα, λαογραφίαν, αρχεία, ιδιωτικά έγγραφα, τοσούτο διαπιστώνω, ότι πρόκειται περί τεραστίου όγκου ιστορικού υλικού σχετιζομένου με την Τριφυλία μας. Και όμως πολλοί Τριφύλιοι αγνοούμεν την ιστορίαν της ιδιαιτέρας πατρίδος μας. Τα πρόσωπα και πράγματα, τα οποία νομίζομεν εκλαϊκευμένα είναι άγνωστα και ξένα εις τους πολλούς...». Απευθύνει δε έκκλησι προς όλους τους Τριφυλίους να θέσουν υπ’ όψιν του διπλώματα, έγγραφα, επιστολές και άλλα κειμήλια, τα οποία θα επιστραφούν στους κατόχους τους. Σε περίπτωσι που τούτο είναι δύσκολο, παρακαλεί να τον καλέσουν στο σπίτι τους, προκειμένου να τα ερευνήση ο ίδιος επί τόπου.
9. Τέλος, ειδικό ενδιαφέρον έχει η παράθεσις ένδεκα δημοτικών τραγουδιών, συνήθως πολυστίχων, είτε αυτά ήταν δημοσιευμένα ή γνωστά, είτε προέρχονται από την ανέκδοτη συλλογή του. Αυτά καταγράφονται εντός του κειμένου ή στις υποσημειώσεις, αφού αποτυπώνουν κατά τον καλύτερο τρόπο τα περιγραφόμενα γεγονότα.

Σημειώσεις:
1. Κων. Κόλλια- Ερανιώτη, Μνήμη Θεοδώρου Γρηγορίου Κανελόπουλου, Φιλιατρά 2010 (κατωτέρω Μνήμη).
2. Θεοδ. Γρηγ. Κανελόπουλου, Καπετάν Άγρας. Τέλλος Αγαπηνός, Εθνομάρτυς (1880-1907). Εισαγωγή στό Μακεδονικό αγώνα, Αθήναι 1958 (έκδ. в 2003).
3. Θεοδ. Γρηγ. Κανελόπουλου. Παναγία η Γοργοπηγή. Πρώτης Τριφυλίας, Αθήναι 1987.
4. Μνήμη, σ.31.
5. Όπ.π., σσ.13-17. Το περιοδικό «Λουλούδια» καθρέπτης της Φιλιατρινής κοινωνίας», Επανεκτύπ. φωτογραφική το 1980 από την Αδελφότητα «Εράνης».
6. Λεύκωμα Επαρχίας Τριφυλίας, έκδοσις του «Συλλόγου τών εν Αθήναις και Πειραιεί Τριφυλίων», 1938, σσ.80-12. (κατωτ. Λεύκωμα).
7. Λεύκωμα, σ.80.
8. Η Τριφυλία αποτελούσα την Διοικητική περιοχή της Αρκαδιάς (territorio di Arcadia) υπήχθη (1685-1715) στο νομό Μεθώνης. Ο Σπυρ. Λάμπρου στη μελέτη του, «Η περί Πελοποννήσου έκθεσις του Βενετού προνοητού Κόρνερ», Δελτίον Ιστ. και Εθνολ. Ετ, τ.Β' (1885), σσ.282.317, δημοσίευσε απογραφικό πίνακα, με 83 χωριά. Απόσπασμα τούτου είναι τα εξής στοιχεία:
9. Charle s Die h. l. Venise. Paris 1925, σ.VII, (κατωτ.,Venise).
10. Σοφοκλή Γ. Δημητρακάπουλου. Ο Άγιος Αθανάσιος Χριστιανουπόλεως, Ιστορική Βιογραφία, Αθήνα 2002.
11. Λεύκωμα, σ.83
«Ακόμα τούτην άνοιξη 
ραγιάδες, ραγιάδες, 
τούτο το καλοκαίρι, 
Μωρηά και Ρούμελη.
 Όσο πουνάρθη ό Μόσκοβας 
να φέρη τον σεφέρη (πόλεμον)».
12. Λεύκωμια, σ. 84 «Αφίνει ή μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα χωρίζει και τ' άντρόγυνο μια μέρα ανταμωμένο...».
13. Ιωάν. ΘεοΦανίδου -Αρχείον ιστορικόν. Αυτοδιογραφία Θ. Κολοκοτρώνη, Μέρος Α., σ.11.
14. Θεοδ. Γρηγ. Κανελόπουλου . Η έπαναστατημένη Τριφυλία κατά την Τουρκοκρατίαν και το 1821. Χειρόγραφη, σ.8 (κατωτ. Χειρόγραφη).
15. Λεύκωμα, σ.86.
16. Λεύκωμα, όπ.π.,
Κακό ξακόνι πόχετε 
εσείς οι Μωραΐτες 
όλο το χρόνο άρματολοι 
το καλοκαίρι κλέφτες. 
στις ράχες τρώτε το ψωμί 
στις ράχες τό προσφάγι 
και στού Ροδιά (=βουνό της Μάνης) τό διάσελο 
φυλάτε καραούλι...» 
(Από την ανέκδοτη συλλογή του Συγγραφέως). 
17. Λεύκωμα, όπ.π. 
18. Χειρόγραφη, σσ. 10-12. Ο σχετικός πίνακας έχει ώς εξής:
1479-1483: Θεόδ. Μπούας (Κούβελα). Μήτρος Μπαρογιώργος και Πέτρος Κούκιας.
1484-1490: Μήτρος Αλδενιώτης και Ιωάννης Άγριος. 
1492-1530: Αναγνώστης Λιόγκας και Ιωάν. Δημάκις.
1550-1580: Κίτσος Αγριόγατος και αδελφοί Μπαλταίοι.
1600-1630: Αναγνώστης Γαρδιτσιώτης και Μήτρος Ξύδης.
1640-1682: Αντώνιος Κουβελιώτης. 
1683-1690: Μήτρος Χαλαζωνίτης και Αναγνώστης Μητρόπουλος. 
1700-1770: Δήμος Σουλιμιώτης έκ του Σουλιμά.
1720-1745: Μάρκος Ντάρας, Μήτρος Πιθυμούντας. 
1725-1750: Οι αδελφοί Νικολαίοι. Φλώρος Πιθυμούντας και Αναγνώστης Pιπεσιώτης και οι αδελφοί Δημαίοι.
750-1760: Ιωάν. Λυκοπόδης, Μάρκος Λυκουδεσιώτης και αδελφοί Καρασαναίοι. 
Από τους επισημότερους του πίνακος, γράφει ο συγγραφεύς, είναι οι εξής: Αλέξης Ντάρας, υιός του Μάρκου Ντάρα από το Ψάρι και Ιωάννης Θιακός, Ιωάννης Κόρδας από το Κούβελα, Ιωάννης Ρούσης από το Λάπι, Γιώργος Κοσμάς από τον Αετό και ο θείος του Μήτρος της Βιδίσοδας.
19. Ο Συγγραφεύς, σε υποσημείωσι, γράφει: «Εις χείρας του συγγενούς του εξ αγχιστείας δημοδιδασκάλου Κυρίου Σωτηρίου Παπαντωνόπουλου σώζεται το θρυλικόν ασημένιο τάσι του Μήτρου φέρον την επιγραφήν «MITPOKOCTATI 1796» (Χειρόγραφη, σ. 11).
20. Χειρόγραφη, σσ.11-12, όπου και το κλέφτικο τραγούδι:
«Ο Μάρκος Ντάρας απ' την Αρκαδιά
όπου ήταν ξακουσμένος εις όλο το Μοριά
είχε παλληκάρια διαλεχτά
όλο Ντρέδες Αρκαδινούς
όπου πολεμούσανε σαν τα λεοντάρια δυνατά.
όπου ο Ντάρας διαδαίνει,
εκεί βογγούν οι κάμποι και τα βουνά».
21. Χειρόγραφη, σ.12, όπου και το δημοτικό άσμα:
«Ο Γιώργος είναι βόϊβοντας
ο Γιώργος είν' Βεζύρης
κι ό Μήτρος της Βιδίσοδας
είναι κατής και κρένει
κι άλλους κρένει
κι άλλους κρεμάει
απάλλους χαράτσι παίρνει...».
(Από την ανέκδοτη συλλογή του Συγγραφέως).
22. Τάσου Αθ. Γριτσόπουλου. «Κλεφτο-Αρματολικά Πελοποννήσου και η επίθεσις κατά του Πρωτοσυγκέλου», Πελοποννησιακά Ε (1982-1984).
23. Περιβόητος Κλέφτης των δυσμών του ΙΗ' αι. Περί αυτού βλ. T. Κανδηλώρου. Ο Αρματολισμός της Πελοποννήσου, Αθήναι 1924, σ.148. Δ. Γρ. Καμπούρογλου, Αρματολοί και Κλέφτες, Αθήναι, σσ.87-88.
24. Τ. Κανδηλώρου, Ο Αρματολισμός της Πελοποννήσου, Αθήναι 1924, σ.50.
«Η απάνου βίγλα μίλησε 
και η κάτου αντιλογήθη
Γιάννη τρεις Τούρκοι έρχονται 
στ' ασήμι βουτηγμένοι 
στ’ ασήμι και στό μάλαμα 
και στό μαργαριτάρι. 
Βγήτε μπροστά σκοτώστε τους 
να πάρετε τ' ασήμι 
τ’ ασήμι και το μάλαμα 
και το μαργαριτάρι. 
(Λεύκωμα, σ.87. Από την συλλογή του Συγγραφέως). 
25. Χειρόγραφη, σ.87. Ο Συγγραφεύς τον φέρει με επώνυμο Ανδρικόπουλος αντί του ορθoύ Ανδριανόπουλος. Πρβλ. Τάσου Α. Γριτσόπουλου. όπ.π.,σ.3 κ.εξ.
26. Χειρόγραφη, σσ.14-15. Αυτό είναι ενδεικτικό του θράσους των Κλεφτών αυτών, οι οποίοι έγραφαν τον Σουλτάνο «στά παλιά των γουρνοτσάρουχα»,
«Τ’ ακούς αφέντη βασιλιά 
και συ κερά Σουλτάνα, 
ν΄οι κλέφτες πούναι στο Μοριά, 
ν΄οι Κολοκοτρωναίοι 
ν΄ο Γιώργος (του Αετού) είναι βασιλιάς 
κι ο Γιάννης (αδελφός του Θ. Κολοκοτρώνη) καπετάνιος, 
κι ο Μήτρος της Βιδίσοβας 
είναι κατής και κρένει... 
Πιάνει και κάνει μια γραφή 
του ανιψιού τη στέλνει. 
Σε σένα, Γιώργο βασιλιά 
και Γιάννη μπουραζέρη,
ωρά να ιδής τό γράμμα 
και λάβης τη γραφή μου 
να βγής στο Σαπολείβαδο
στής Μαρμαριάς (σταθμός Ασέα) το κάμπο 
ν' εκεί περνάει ένας παπάς
και πάει στους Σουλτάνους
πάει τα γρόσια στο ντορβά
τοις λίρες φορτωμένος
να μου τον πιάσετε
να μη μου τον χαλάσετε
νοσό νάρθώ κι αυτός μου.
στην τρούπα τον εβάλανε
και χόρτα τόν ταΐζουν».
(Από τη συλλογή του Συγγραφέως).
27. Χειρόγραφη, σ.15. Πρβλ. Καμπούρογλου, όπ.π. σσ.34-95.
28. Λεύκωμα, σ.88.
«Να ήταν ο Γιώργος γνωστικός.
να είχε ο Γιάννης γνώση
θα πήγαινε στη Ζάκυνθο
πουναι και ο Θοδωράκις...».
29. Φ. Χρυσανθαπούλου ή Φωτάκου. Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ.Α, Φωτοτυπική επανέκδοσις Εταιρείας Πελοποννησιακών Σπουδών, επιμέλεια- εισαγωγή- ευρετήριον Τ. Αθ. Γριτσοπούλου 1974, σσ.29 (κατωτ. Φωτάκου).
30. Λεύκωμα, σ.89.
«Βλέπει το πέλαγο πλατί
και τη στεργιά αλάγρα
και τούρθε σαν παράπονο
και κάθεται και κλαίει.
Και του Γιαννάκη μίλησε
και του Γιαννάκη λέει:
Γιαννάκη πουν τ' αδέλφια μας,
ο Γιάννης, ο Γκουντάνης,
ο Γιώργος από τον Aητό
και ο Κουτσοσταματέλος...».
(Από τη συλλογή του Συγγραφέως),
31. Λεύκωμα, σ.90. Τούρκος καστρινός σημαίνει «πολύ σκληρός». Αυτοί διέμεναν πλησίον των κάστρων και ήσαν πολύ δεσποτικοί.
32. Λεύκωμα, σ.91.
Αρκαδιά 1000 (αρ. οικογενειών) 
Αρμενοί 20
Χριστιάνοι 15 
Χαλαζώνι 15 
Μόραινα 10 
Φιλιατρά 500 
Γαργαλιάνοι 180
(Κάθε οικογένεια υπολογίζετο σε 5 άτομα). 
33. Λεύκωμα, σ.92. Η λέξις είναι αλβανική και σημαίνει άνθρωπο καθαρό, ευθύ, δεινό αγωνιστή. Με το όνομα αυτό καλούντο οι ορεινοί πολεμιστές της Τριφυλίας.
34. Περί του Γερμανού Χριστιανουπόλεως, βλ. Γ. Δ. Κορομηλά, ΜΕΕ, τ.Η ́, σ.249. Η Μητρόπολις Χριστιανουπόλεως μεταφέρθηκε από τους Χριστιάνους στην Κυπαρισσία. Πρόλ., Λευκαύμα, σ.93.
35. Λεύκωμα, σ.95. 
36. Περί Αμβροσίου Φραντζή βλ. Γ. Π. Κουρνούτου. «Βιογραφικά», Επιτομή της Ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδος, τόμος Α, Αθήναι 1976, εκδ, Εταιρεία Πελοποννησιακών Σπουδών σσ.1-74 (κατωτ. Φραντζή).
37. Λεύκωμα, σ.96.
38. Λεύκωμα, σ.96. Πρόλ. Φραντζή, σσ.365-366. 
39. Λεύκωμα, σσ.96-98. Πρβλ. Φραντζή, τόμος Δ, σ.178,
40. Λεύκωμα, σ.98.
41. Χειρόγραφη, σσ.29-30. Πρόλ Φραντζή, σσ.371-372.
42. Λεύκωμα, σ.100,
43. Λεύκωμα, σ.102, σημ.2.
44. Ο Συγγραφεύς γράφει ότι «τους αρχηγούς εσυντρόφευον ελάχιστα παλληκάρια. Αυτά ήσαν τα αποτελέσματα τών άτακτων στρατιωτών». Ο Θ. Κολοκοτρώνης είχε δίκαιον, όταν προσευχόμενος έλεγε Θεέ μου, πρώτα φύλαγέ με από τους δικούς μου. Βλ. Λεύκωμα, σ.102, σημ.2.
45. Λεύκωμα, σ.102, σημ.3. Ο Παπαναστάσης «εμάχετο εις την πρώτην γραμμήν έχων σηκωμένα τα αντεριά του και δεμένο το καλυμαύχι του με λευκό μαντήλι. Τότε εφονεύθη και ο ακριβός υιός του Μήτρος».
46. Λεύκωμα, σ.105.
47. Χειρόγραφη, σ.35.
48. Χειρόγραφη, σ.36.
«Κι εσκλαδώσαν τη Μαυρούκω, του Σαλιάγα το παιδί, 
δε φορεί το φερεντζέ της, κι έχει τα μαλλιά λυτά, 
της ματώνουν κι οι πατούσες, που τη φέρνουν απεζή (απεζή- ξυπόλητη). 
-Στο Θεό σου, βρέ Συράκο, μη με πάτε απεζή, 
πούμαι πρώτη αγαδοπούλα, του Σαλιάγα το παιδί. 
-Σώπα συ Κυρά Μαυρούκω, δε σε πάμε απεζή, 
νά καβάλλα στο μουλάρι, κι έρχομαι απεζήμ' εγώ».
49. Χειρόγραφη, σσ.36-37. Γράφει ο Συγγραφεύς: «Τα παλληκάρια... διεσκέδαζαν εις διάφορα κέντρα της Πύλου. Εις έν καφενείον εκάθητο και ο περίφημος Παπαναστάσης, τον οποίον πλησιάσας ο Γιαννάκις Μέλιος διά πειρακτικών λόγων ηθέλησε να εμπαίξη (κατ' άλλους αφορμή ήτο η διανομή των λαφύρων, κατά την οποίαν εφιλονίκησαν διά την επιχρυσομένη σπάθην του Μπάσογλου)».
50. Σπυρ. Γ. Δημητρακόπουλου -«Άδοξον τέλος Τριφυλίων οπλαρχηγών Μέλιου, Ντούφα, Παπαναστάση (1821)». Ανάτυπον από το περ. Παρνασσός KT (1981), σσ.75-87.
51. Λεύκωμα, σ.106, Πρόλ, Φωτάκου, σ.551,
52. Λεύκωμα, σ.106.
53. Λεύκωμα, σ.108. Πρόλ. Κωνσταντίνου Κοτσώνη, Ο Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, Αθήναι 1999.
54. Λεύκωμα, σσ.107-108, σημ.1. Μάλιστα έστειλαν και την εξής επιστολή:
«Γενναιότατοι οπλαρχηγοί της επαρχίας Καρυταίνης. Σάς δίδομεν την θλιβεράν είδησιν ότι ο εχθρός ώρμησεν εις το σώμα του Αγίου αρχιμανδρίτου και λοιπών αρχηγών, όντας αδύνατοι τους ετσάκισαν και εσκότωσαν τον αρχιμανδρίτην τον στρατηγόν Κεφάλαν και τον ανεψιόν του Φλέσσα τον έπιασαν ζωντανόν και περί τούτου στοχασθήτε τα λοιπά. Αδελφοί, τρέξετε όσοι βαστάτε άρματα, και όσους εύρετε εις το μέρος όπου βαστούν όπλα βάλτε τους εμπρός ότι σε δυό μέρες άν δεν προφθάσετε, όσοι ημπορέσετε, βέβαια ημείς θα πέσωμεν εις την επαρχίαν σας διά να βαστάξωμεν την ορμήν του εχθρού ημείς έχομεν θέσιν πιασμένη εις το μέρος του τμήματος του Κοντοβουνιού δυνατήν να περιμένομεν και την γενναιότητά σας να γίνωμεν χονδρόν σώμα να κτυπήσωμεν τον εχθρόν, και με την βοήθειαν του Θεού να τον εκτυπήσωμεν και νά τον χάσωμεν κατά κράτος τρέξατε, τρέξατε, ότι εχαθήκαμεν
Την 22α Μαϊου 1825 από χωρία Μάλι
Οι πατριώται Δ. Πλαπούτας, Αθ. Γρηγοριάδης, Α. Παπατσώρης».
55. Λεύκωμα, σ.111. «...Ο της Αιγύπτου Πασάς...προς τους κατοίκους του Καζά (επαρχίας) Αρκαδίας μεγάλους και μικρούς.
Με το παρόν υψηλόν μπουγιουρδί μου σας προσκαλώ να γνωρίσετε τα αγαθά σας, τα οποία σας περιμένουν από ημάς τους ιδίους, και μη θελήσετε να περιπατήτε με την ιδίαν απάτην των κλεπτών, και μερικών παπάδων, και οι οποίοι σας εγέλασαν διά ιδικήν τους καλωσύνην... Σας βεβαιώνομεν εν ονόματι του μεγάλου και μόνου Θεού, να σηκώσετε από το κεφάλι σας κάθε σουμπεέ (υποψίαν)». Πρόλ Φραντζή, τ.Β', σσ.483-484.
56. Λεύκωμα, σσ.107-108 σημ. 1.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Pages